Η πρωτοφανής αγωνιστική πτώση του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι αποσπασματική. Κουβαλάει ένα δεκαπενταετές αμαρτωλό παρελθόν, τότε που όλα τα' σκιαζε και τα πλάκωνε η διαφθορά. Τα αποτελέσματα αποτυπώνονται στη 19η θέση, πολύ μακριά από την προνομιούχο 17η.
Ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ έμειναν στην Ευρώπη με την ελπίδα ότι θα ανασάνουν τα ταμεία τους. Μέχρι στιγμής ο ένας πήρε 9 εκατ. ευρώ και ο άλλος 5. Οι εποχές των παχέων αγελάδων έχουν παρέλθει και θ’ αργήσουν να ξαναγυρίσουν.
Προσέξτε: Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που στο ελληνικό ποδόσφαιρο υπάρχουν δύο ευνοϊκά εμπορικά γεγονότα:
1. Η είσοδος της Cosmote στη Super League επαναδιαμορφώνει το τηλεοπτικό ποδοσφαιρικό τοπίο. Δημιουργεί νέες ευκαιρίες, αυξάνει τους διαπραγματευτικούς κανόνες και δημιουργεί συνθήκες αποδοχής της κεντρικής διαχείρισης. Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι ομάδες έχουν τη δυνατότητα μετά το 2023 να αυξήσουν σημαντικά τα έσοδά τους, εφόσον βεβαίως δημιουργήσουν μίνιμουμ αξιοπιστίας στο προϊόν.
2. Η θέσπιση ποσοστού από το στοίχημα, ένα αίτημα που επαναλαμβανόταν φορτικά εδώ και τριάντα πέντε περίπου χρόνια. Η κυβέρνηση το ικανοποίησε, οι ομάδες πήραν τα πρώτα ζεστά λεφτά μέσω πανδημίας και το στοίχημα γίνεται μια σταθερή πηγή εσόδων. Καλοδεχούμενο.
Δυστυχώς οι δύο αυτές ευεργετικές επιδράσεις δεν συνοδεύονται από στοιχειώδεις κανόνες εμπορικής ανάπτυξης. Οι ελληνικές ομάδες εξακολουθούν να έχουν κοντόφθαλμη πολιτική στο brand name και μένουν καθηλωμένες σε πρακτικές του παρελθόντος.
Για να φθάσουμε σε σοβαρά αγωνιστικά αποτελέσματα, πρέπει να περάσουμε την ατραπό της οργάνωσης και της μεθόδου. Τα έχουμε εγκαταλείψει εδώ και πολλά χρόνια, στο όνομα ενός αμείλικτου εσωτερικού ανταγωνισμού που δεν βγάζει πουθενά. Παρά μόνο σε κλαυθμό και οδυρμό.