MENU

«Οταν το έμαθα, η ζωή πέρασε μπροστά από τα μάτια μου. Πρέπει να παίξουμε επίθεση και να νικήσουμε» είπε το καλοκαίρι του 2019 και τα κατάφερε. «Ελαβα μια θάλασσα από αγάπη» έγραψε αργότερα στην Gazzetta dello Sport για να ευχαριστήσει όσους τον στήριξαν. Δυστυχώς όμως, η μάχη δεν είχε τελειώσει οριστικά καθώς η λευχαιμία επέστρεψε. «Αυτή η αρρώστια έχει πολλά κότσια που τα βάζει ξανά με κάποιον σαν εμένα» είπε ο Σίνισα, όμως μήνες αργότερα, στα 53 του, έφυγε για τον ουρανό. Το SDNA γράφει για μια καριέρα που ήταν γεμάτη «σπάνιους» τίτλους και πολλά, μα πάρα πολλά, γκολ με απευθείας εκτελέσεις φάουλ…

Γεννήθηκε στο Βούκοβαρ από Βόσνιο πατέρα και μητέρα από την Κροατία. Παρότι οι δάσκαλοι έλεγαν ότι πρόκειται για εξαιρετικό μαθητή, όταν φορούσε τα ποδοσφαιρικά, άφηνε έξω από το γήπεδο το προφίλ του καλού παιδιού. Δυνατά μαρκαρίσματα, φτυσιές, τσαμπουκάδες, καυγάδες με την πρώτη ευκαιρία, ο Σίνισα ήταν σκληρός από μικρός, όμως τα όσα έκανε με το εκπληκτικό αριστερό του πόδι, δεν μπορούσαν να επισκιαστούν από τίποτα. Οι γείτονες δεν έμεναν ποτέ σε ησυχία αφού εκατοντάδες μπάλες λύγιζαν τις καγκελόπορτες των σπιτιών τους και στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, τα χτυπήματά του είχαν γίνει τόσο δυνατά που ο πατέρας του ήταν αναγκασμένος να τρέχει κάθε βδομάδα να αντικαθιστά τις διαλυμένες πόρτες.

Ηταν μέλος της φανταστικής μικρής Σερβίας του 1987 που κατέκτησε το Παγκόσμιο στην Χιλή και λίγα χρόνια αργότερα είδε το σπίτι του να καταστρέφεται από τις κροατικές δυνάμεις στον πόλεμο. Ο Σίνισα ξεκίνησε την καριέρα του στην τοπική, Μπόροβο, και αφού διάφορες ομάδες από την Κροατία δεν τον πίστεψαν, το 1988 μετακόμισε στο Νόβι Σαντ και όπως και μια φουρνιά με ταλαντούχους παίκτες, υπέγραψε στην Βοϊβοντίνα. Σε ένα πρωτάθλημα που εκείνα τα χρόνια ήταν ακόμα ενιαίο με όλες τις ομάδες της Γιουγκοσλαβίας, έγινε το απίστευτο.

Η Βοϊβοντίνα, κόντρα σε κάθε προγνωστικό, έβαλε από κάτω τα μεγάλα ονόματα Σέρβων και Κροατών και κατέκτησε το πρωτάθλημα για δεύτερη φορά στην ιστορία της και τελευταία μέχρι σήμερα. Ο ίδιος έπαιξε σε 31 αγώνες τη σεζόν 1998-99, πέτυχε 4 γκολ και έμεινε για ακόμα 1.5 χρόνο στην Βοϊβοντίνα, απ' όπου τον απέκτησε ο Ερυθρός Αστέρας. Οι Σέρβοι τον Δεκέμβριο του 1990 έδωσαν το ποσό-ρεκόρ του ενός εκατ. γερμανικών μάρκων για τον τότε 21χρονο, ο οποίος στο τέλος της σεζόν, κατέκτησε έναν ακόμα ιστορικό τίτλο.

Αυτή τη φορά ήταν το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1991. Ο Ερυθρός Αστέρας έπαιξε με την Μαρσέιγ στο Σαν Νικόλα του Μπάρι και έπειτα από 120 λεπτά χωρίς γκολ, ο τελικός οδηγήθηκε στην ψυχοφθόρο διαδικασία. Ο Σίνισα εκτέλεσε το προτελευταίο πέναλτι δυνατά στη γωνία και βοήθησε στην κατάκτηση του μοναδικού τίτλου από ομάδα της πρώην Γιουγκοσλαβίας στη διοργάνωση. Αν ο φτασμένος τότε, Ρόμπερτ Προσινέτσκι, είχε αφήσει στον Μιχαΐλοβιτς τα δύο φάουλ που εκτέλεσε ο ίδιος στο 90λεπτο, ίσως στο ματς να μην χρειαζόταν παράταση και πέναλτι. Το κάρμα με την Ιταλία πάντως, μόλις είχε γεννηθεί.

Εχοντας βάλει 12 γκολ την προηγούμενη σεζόν, το καλοκαίρι του 1992 έγινε κάτοικος Ιταλίας και μια μεγάλη ιστορία ξεκινούσε. Αν και η Γιουβέντους είχε δείξει ενδιαφέρον, η πρώτη του ομάδα ήταν η Ρόμα και στα τέλη Αυγούστου, σε αγώνα Κυπέλλου κόντρα στην Ταράντο, ήταν βασικός και άνοιξε το σκορ μόλις στο 4'. Πως; Με απευθείας εκτέλεση φάουλ, περνώντας στην ιστορία ως ο παίκτης που χρειάστηκε τα λιγότερα λεπτά για να πετύχει γκολ με τους Giallorossi. Η Ρόμα δεν τα πήγε καλά στην πρώτη χρονιά του στην Serie A, όμως ο ίδιος έπαιξε σε 29 αγώνες σαν μέσος στα αριστερά και έβαλε μια ακόμα φαουλάρα στην Ευρώπη κόντρα στην Ντόρτμουντ.

Εκείνη τη χρονιά συνέβη επίσης κάτι που έμελλε να επηρεάσει γενικότερα την καριέρα του και τη θέση που έπαιξε. Ο αριστερός μπακ, Αμεντέο Καρμπόνι, τραυματίστηκε και ο συμπατριώτης του, προπονητής, Βούγιαντιν Μπόσκοβ, τον μετατόπισε εκεί. Ως μπακ συνέχισε και την επόμενη σεζόν παρά την απόλυση του Μπόσκοβ και δεν τα πήγε ποτέ καλά με τον νέο τεχνικό, Κάρλο Ματσόνε. Καλά δεν τα πήγε ούτε η Ρόμα, που χωρίς Ευρώπη τερμάτισε χαμηλά. «Ηταν τα δύο χειρότερα χρόνια της καριέρας μου» είπε αργότερα.

Η 3η της προηγούμενης σεζόν και κάτοχος του Coppa Italia, Σαμπντόρια, ήταν η επόμενη ομάδα του. Οπως και στο ντεμπούτο με την Ρόμα, έτσι και με τους Γενοβέζους σκόραρε με τρομερό φάουλ, αυτή τη φορά κόντρα σε κλάσεις ανώτερο αντίπαλο, την Μίλαν, όμως τα χρόνια του στο Marassi δεν είχαν κάποια μεγάλη επιτυχία. Σημαντικότερη στιγμή ήταν η παρουσία στα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA, όπου η ομάδα του αποκλείστηκε στα πέναλτι από την Αρσεναλ, ενώ κομβική ήταν η γνωριμία του με τον Σουηδό προπονητή, Σβεν-Γκόραν Ερικσον, ο οποίος το καλοκαίρι του 1998 τον πήρε στην Λάτσιο, όπου το χρήμα έρεε άφθονο επί των ημερών του Σέρτζιο Κρανιότι.

Στην πρώτη του χρονιά με την Λάτσιο, το 1999, κατέκτησε την τελευταία version του Κυπέλλου Κυπελλούχων με νίκη 2-1 στον τελικό κόντρα στην Μαγιόρκα ενώ τη δεύτερη, έγραψε ξανά ιστορία. Οντας βασικός, έπαιξε σε 26 αγώνες της Serie A και βοήθησε πετυχαίνοντας 7 γκολ στην ιστορική, μόλις 2η κατάκτηση του Scudetto και τελευταία μέχρι σήμερα, για την Λάτσιο, η οποία έκλεισε τη σεζόν με double καθώς σήκωσε και το Coppa Italia. Αφού αγωνίστηκε με την Σερβία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 και στο Euro 2000, είχε γεμίσει την καριέρα του.

Η τελευταία, πέρα από στιγμές δόξας, είχε και σκιές, εξαιτίας των πεποιθήσεων και της συμπεριφοράς του, αφού, όπως και όταν ήταν μικρός, μέσα στο γήπεδο γινόταν άλλος άνθρωπος. Οι νεοφασιστικές αντιλήψεις τον έκαναν ένα από τα αγαπημένα παιδιά των οργανωμένων της Λάτσιο, αν και μαζί τους τα πράγματα δεν ήταν σταθερά. Ο εθνικισμός, οι σχέσεις με μαφιόζους, εγκληματίες και το γεγονός ότι ήταν φανατικός υποστηρικτής του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και φίλος του παραστρατιωτικού ηγέτη, Αρκάν, έκαναν άσχημη μια φήμη, που έλεγε ότι ο Σέρβος δεν είναι το καλύτερο παιδί που μπορείς να βρεις απέναντί σου σε έναν αγώνα.

Αυτό το κατάλαβε καλά ο Αντριάν Μούτου τον Νοέμβριο του 2003, όταν στο 0-4 της Τσέλσι στην Ρώμη ο Μιχαΐλοβιτς τον έφτυσε στο πρόσωπο, ενώ μερικά χρόνια νωρίτερα σε αγώνα στο Olimpico, ο Σέρβος είχε αποκαλέσει απανωτές φορές «γαμημένο μαύρο πίθηκο» τον Πατρίκ Βιεϊρά. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού κινδύνευσε με φυλάκιση για τρία χρόνια, όμως ζήτησε τελικά συγγνώμη. «Είναι σαν τον Τζέκιλ και Χάιντ, μεταμορφώνεται στο τερέν, σαν άνθρωπος και οικογενειάρχης είναι πολύ χαλαρός και ευχάριστος» είχε πει ο μάνατζερ του Ερικσον. Το φινάλε στην Λάτσιο γράφτηκε σε μια εντός έδρας ήττα από την Μίλαν όταν οι οργανωμένοι τον αποδοκίμασαν έντονα. Εκείνος περπάτησε προς την Curva Nord και έφτυσε μπροστά στους Ιrriducibili, σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής.

Το 2004, για δεύτερη φορά στη ζωή του, άφησε πίσω το Olimpico και την Ρώμη, αυτή τη φορά για να μετακομίσει στον βορρά. Στα τελευταία χρόνια του ως παίκτης, φόρεσε τη φανέλα της Ιντερ και στην Ιταλία υπήρχε η φήμη ότι αποκτήθηκε μόνο για να χτυπά τα φάουλ. Αυτό δεν ήταν κάτι κακό για τον ίδιο και δύσκολα μπορεί κανείς να ξεχάσει εκείνο το 2-0 κόντρα στην Ρόμα με δύο απευθείας εκτελέσεις. «Δεν ξέρω αν θα ήμουν ποδοσφαιριστής αν δεν υπήρχαν τα φάουλ» είχε δηλώσει παλαιότερα ο Μιχαΐλοβιτς, ο οποίος στα χτυπήματά του, είχε μια αδιανόητη τεχνική. Ενα στιλ που έκανε τον πιτσιρικά που λύγιζε πόρτες στο Βούκοβαρ να γίνει ο κορυφαίος εκτελεστής στην Serie A.

«Μου αρέσει να σουτάρω με φάλτσο και στις δύο γωνίες. Συχνά προσπαθώ να βάλω γκολ με απευθείας κόρνερ». Η μπάλα πολλές φορές κατέληγε στη γωνία ή το παραθυράκι την τελευταία στιγμή έχοντας διαγράψει πορεία έξω από τα νοητά όρια της εστίας και δεν επέτρεπε πολλά στους τερματοφύλακες. Το αποτέλεσμα, ήταν μόνιμα το ίδιο. Ο Σέρβος έστηνε το σώμα του για την καλύτερη δυνατή ισορροπία πριν στείλει την μπάλα με σοκαριστική ακρίβεια εκεί ακριβώς που ήθελε. Υψώνοντας το δεξί του χέρι και τοποθετώντας το δεξί του πόδι κοντά στην μπάλα για να της δώσει δύναμη και φάλτσα, ο Σίνισα έγινε ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών.

Τη σεζόν 1998-99, με τη φανέλα της Λάτσιο, πέτυχε χατ-τρικ με εκτελέσεις φάουλ σε εκείνο το 5-2 κόντρα στην Σαμπντόρια. Είναι ο ένας από τους δύο στην ιστορία του Campionato που έχει κάνει κάτι τέτοιο [Μπέπε Σινιόρι] και ένας από τους μετρημένους σε όλο τον κόσμο. Πίρλο, Ντελ Πιέρο, Μπάτζιο, Τότι, Τζόλα, Μαραντόνα, Πλατινί έπαιξαν μπάλα όλα αυτά τα χρόνια στην Ιταλία, όμως ποτέ κανένας δεν έκανε κάτι ανάλογο, ούτε μπόρεσε να ξεπεράσει τα γκολ από φάουλ που πέτυχε ο Μιχαΐλοβιτς. Πριν μερικά χρόνια, η Τορίνο, την οποία προπονούσε, ανέβασε ένα video στο οποίο χτυπά φάουλ στον τερματοφύλακα, Βάνια Μιλίνκοβιτς-Σάβιτς. Τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν τι του έκανε στον δύσμοιρο πορτιέρε.

Τον Νοέμβριο του 2008 ξεκίνησε την καριέρα του σαν πρώτος προπονητής στην ομάδα στην οποίας τον πάγκο κάθισε για περισσότερα ματς και εκείνης που αποτέλεσε τον τελευταίο «σταθμό» του. Κατάνια, Φιορεντίνα, Σαμπντόρια, Μίλαν, Τορίνο ήταν οι ενδιάμεσοί του ως allenatore, όλες στο δεύτερο σπίτι του, την Ιταλία.

Ο Σίνισα ήταν ‘μεγάλος αληταράς’. Ο καθένας μπορεί να το πάρει όπως θέλει, άλλος να σταθεί στον χαρακτήρα, τη συμπεριφορά και τις επιλογές του και άλλος στο καθαρά ποδοσφαιρικό κομμάτι και το σπάνιο χάρισμα όταν η μπάλα περίμενε να την αγγίξει το αριστερό του πόδι. Οποιος και από τους δύο και αν είσαι, γνωρίζεις ότι σήμερα το ποδόσφαιρο έχασε έναν πραγματικό legend…

Μια θάλασσα αγάπης για έναν σπάνιο ποδοσφαιρικό αληταρά…