MENU

Ας ξεκινήσουμε με την άσχημη μεν, ευχάριστη δε, είδηση της ημέρας. Αναδημοσιευμένη από το 2017, μεταφρασμένη από τις μεγαλύτερες ειδησεογραφικές ιστοσελίδες του κόσμου. Espn, mirror και, φυσικά, στην αυθεντική έκδοση από την Αργεντινή. «Περίεργη στιγμή στο αργεντίνικο ποδόσφαιρο, όταν οπαδός κατέρριψε drone με ρολό τουαλέτας.  Το drone τραβούσε πλάνα από τις εξέδρες στο πολύ σημαντικό ματς ανόδου για την τρίτη κατηγορία, όταν ένας οπαδός της Χιμνάσια κατάφερε με εκπληκτικό σημάδι να το χτυπήσει με χαρτί υγείας. Το drone περισυλλέχτηκε από τους ιθύνοντες της γηπεδούχου ομάδας, χωρίς να υπάρξει κάποιος τραυματισμός. Δυστυχώς για τον οπαδό της Χιμνάσια, οι παίκτες της ομάδας του δεν έδειξαν να έχουν το ίδιο καλό σημάδι με εκείνον».

Αφού ευθυμήσαμε κι αφού συνοδεύσουμε το κείμενο με το επιφανειακό και υποκριτικό σχόλιο «ορίστε, δε συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα – έξι θαυμαστικά για έμφαση», ας πάμε στον αγωνιστικό χώρο. Στις 17 Ιουλίου του 2017, σε μια χιονισμένη Μεντόζα 22 ποδοσφαιριστές παρατάχθηκαν για να διεκδικήσουν τη σπουδαιότερη στιγμή της καριέρας τους. Ήταν ο επαναληπτικός τελικός για την άνοδο στη δεύτερη κατηγορία της Αργεντινής. Ο αγωνιστικός χώρος που έμοιαζε το πρωί με χιονοδρομικό κέντρο, ήταν έτοιμος για μπάλα το απόγευμα. Η γηπεδούχος Χιμνάσια επικράτησε της Μίτρε με 3-2, όμως η νίκη δεν ήταν αρκετή. Η άνοδος θα αποφασιζόταν στα πέναλτι.

Με το σκορ στο 1-1, το νούμερο δέκα παίρνει φόρα και με το αριστερό πόδι στέλνει ψύχραιμα τη μπάλα στα δίχτυα. Το νούμερο 10 ήταν ακόμα μέσος, ήταν ενίοτε εξτρέμ και στην ηλικία των 25 ετών ζούσε το όνειρό του. Ο Φράνκο Φεράρι πανηγύριζε την άνοδο με την ομάδα που του έδωσε την ευκαιρία να κάνει όνειρα. Τόσα, που με μισή καρδιά την αποχαιρέτησε για να έρθει στον Βόλο και στην οποία έχει υποσχεθεί να επιστρέψει όταν τελειώσει η καριέρα του.

«Είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσω με λόγια. Δουλέψαμε σκληρά όλη τη χρονιά, προετοιμαζόμασταν γι’ αυτό, τόσο εγκεφαλικά όσο και ποδοσφαιρικά και τώρα μπορούμε να το γιορτάσουμε», έλεγε την ημέρα της φιέστας, στην οποία πρωτοστάτησε, όπως και στο γήπεδο. Είχε παίξει σχεδόν σε όλα τα ματς, όπως σχεδόν σε όλα θα έπαιζε δύο σεζόν και στην δεύτερη κατηγορία. Οι θέσεις του; Αριστερό μπακ, αριστερό χαφ, αμυντικός μέσος, δεξί μπακ, επιτελικός μέσος, σέντερ μπακ. Ναι, έπαιξε σε δύο παιχνίδια και κεντρικό αμυντικός, παρότι είναι μόλις 1μ.67. Πήγε τόσο καλά, μάλιστα, που την επόμενη σεζόν μοιράστηκαν οι συμμετοχές του σε αριστερό μπακ και αριστερό στόπερ, παίζοντας 14 και δέκα ματς αντίστοιχα.

Κι έπειτα ήρθε ο Βόλος. Ο Φράνκο Φεράρι άφηνε την Μίτρε, άφηνε πίσω τον μικρό του αδερφό Ματίας και τη δική του προσπάθεια να γίνει ποδοσφαιριστής, άφηνε την Αργεντινή και στα 27 του αποφάσιζε για πρώτη φορά να παίξει στην Ευρώπη. Η πρόταση από την Ελλάδα, έγραφαν, ήταν τέτοια που η Μίτρε δεν θα μπορούσε ποτέ να ματσάρει. Για φαντάσου…

Εκεί στο Βόλο...

Ήταν στις αρχές του προηγούμενου Γενάρη, όπου γεννήθηκε η περιέργεια των Αργεντινών να μάθουν για εκείνη την ομάδα που έκανε τέτοια πρόταση στον Φράνκο Φεράρι. Το άρθρο φιλοξενήθηκε στις σελίδες της «Lanation», αναμφισβήτητα μιας εκ των σπουδαιότερων εφημερίδων στην Αργεντινή. Το Ευαγγέλιο των συντηρητικών στη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Κι αυτό το… Ευαγγέλιο έψαξε, ρώτησε, έμαθε και βρήκε ένα μικρό χορευτικό ταγκό στον Βόλο. «Ο ελληνικός σύλλογος που ιδρύθηκε το 2017, έχει σχεδόν μηδέν οπαδούς και μεγαλώνει σταθερά με έξι Αργεντινούς στη σύνθεσή του».

«Συναντιόμαστε μια φορά την εβδομάδα για να πίνουμε μάτε και να τρώμε. Και κάθε φορά που μπορούμε, αν δεν είναι πολύ αργά το ματς, συναντιόμαστε για να δούμε ματς του Λιμπερταδόρες, του Sudamericana και, φυσικά, την Εθνική ομάδα στα προκριματικά. Δε θέλουμε να χάσουμε τις ποδοσφαιρικές μας ρίζες». Ο Φράνκο Φεράρι είναι ένας από τους έξι που θα μιλήσουν στην ιστοσελίδα. Ο Σαλβαδόρ Σάντσεθ, ο Ροντρίγκο Κολόμπο, ο Νίκο Μαρτίνεθ, ο Τζούλιαν Κολόμπο και Φαούστο Γκρίγιο είναι οι υπόλοιποι. Φτάνοντας πέρυσι, όμως, δεν υπήρχε κανένας εξ αυτών.

«Είμαι καλά εδώ. Ζω σε μια υπέροχη πόλη, η οποία έχει βουνά, παραλίες και θάλασσα. Νιώθω άνετα. Στην αρχή ήταν δύσκολα. Δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ σε μια καινούργια χώρα, με μια πολύ δύσκολη γλώσσα, όμως υπήρχαν τρεις ακόμα Αργεντινοί παίκτες και βοηθώντας ο ένας τον άλλον τα καταφέραμε. Τώρα είμαι μια χαρά. Έκανα ένα βήμα μπροστά, τόσο για την καριέρα μου, όσο και στα οικονομικά. Επιπλέον, η ποιότητα ζωής εδώ είναι πολύ καλύτερη εν συγκρίσει με την Αργεντινή».

Ήταν τότε, περίπου το ίδιο διάστημα, που ο Φράνκο Φεράρι φλέρταρε με ένα όνειρο. Ναι, τέτοια φαντάζει μια μεγάλη ελληνική ομάδα για έναν ποδοσφαιριστή που έφυγε 27 ετών από την πατρίδα του και είχε παίξει μέχρι Β’ Εθνική. Έναν ποδοσφαιριστή που πάει πρώτος στην προπόνηση και φεύγει τελευταίος, γιατί θα σου πει «λατρεύω το ποδόσφαιρο και έτσι είμαστε εμείς οι Αργεντινοί – το διασκεδάζουμε» και ο οποίος δεν είχε να επιδείξει τίποτα αξιόλογο στην πορεία του. Μόνο δουλειά! Το όνομά του πριν εφτά μήνες ήταν καθημερινά στο ρεπορτάζ του ΠΑΟΚ. Έμοιαζε σίγουρο ότι θα τον αποκτήσει, όσο σίγουρο είναι και ότι το δίκτυο σκάουτινγκ που τον εντόπισε και τον έφερε στον Βόλο ξέρει πολύ καλά τη δουλειά.

Ο Αχιλλέας Μπέος δεν είχε αντίρρηση. Ο ΠΑΟΚ, εντέλει, είχε. Ο Πάμπλο Γκαρσία είχε. Προτιμήθηκε ο Μπαμπά Ραχμάν και ο Φεράρι έμεινε στα… πιτς. «Η αλήθεια είναι ότι ήμουν πολύ κοντά στο να πάρω την μεταγραφή μου στον ΠΑΟΚ κατά την περίοδο του Ιανουαρίου, αλλά οι άνθρωποι της ομάδας είχαν στο μυαλό τους και τη μεταγραφική τους ατζέντα έναν άλλο αριστερό μπακ, και αποφάσισαν να πάρουν τον Μπαμπά», είπε σε συνέντευξή του πριν λίγο καιρό και οι επιλογές του δεν ήταν πολλές. Δεν ήταν και άσχημες, επίσης. Θα έμενε στον Βόλο, θα ανανέωνε το συμβόλαιό του, θα φορούσε και το περιβραχιόνιο του αρχηγού και θα περίμενε την επόμενη ευκαιρία.

«Αυτή τη στιγμή το μυαλό μου είναι στον Βόλο, αλλά αποτελεί όνειρο μου να βρεθώ σε μία ομάδα, όπως ο ΠΑΟΚ».

Ακριβώς έτσι... Μια ομάδα, περίπου όπως ο ΠΑΟΚ.

Υπερατού!