Υπάρχουν τρεις τρόποι για να κρίνεις μία αναμέτρηση.
Ο πρώτος είναι διά της… ακοής, μέσω του αποτελέσματος. Κέρδισες; Είσαι μία χαρά. Έχασες; Είσαι για πέταμα. Ισοπαλία; Έτσι κι έτσι.
Ο δεύτερος είναι… εμπειρικός. Μέσω των στιγμιοτύπων. Γέμισες τα χάι-λάιτ με φάσεις; Έπαιξες καλά. Δεν είχες πολλές κλασικές ευκαιρίες; Δεν έπαιξες καλά.
Ο τρίτος είναι και ο πιο ασφαλής, οι δύο προηγούμενοι μπορούν να σε ξεγελάσουν. Για να έχεις μία ολοκληρωμένη άποψη για το το έγινε πρέπει να το δεις με τα ματάκια σου από την αρχή ως το τέλος.
Στα 100 και πλέον λεπτά που διαρκεί πια ένας ποδοσφαιρικός αγώνας υπάρχουν χιλιάδες μικρές λεπτομέρειες που μπορούν να προσδιορίσουν την απόδοση μιας ομάδας ή ενός… διαιτητή.
Ο ΠΑΟΚ δεν κέρδισε τον Άρη. Μάλιστα για δεύτερο συνεχόμενο παιχνίδι πρωταθλήματος έμεινε στο μηδέν. Φάσεις πολλές δεν έκανε, το βιντεάκι με τα χάι-λάιτ είναι αδειανό από κλασικές ευκαιρίες, δεν αποτυπώνει κάποια κατάσταση πολιορκίας.
Τότε, πως γίνεται ο Λουτσέσκου να δηλώνει απόλυτα ικανοποιημένος από αυτό που είδε και απόλυτα βέβαιος -όπως και μετά το 0-0 απέναντι στην Μπεϊτάρ- ότι σε λίγο καιρό θα είναι όλα όπως πρέπει;
Πως γίνεται αυτός που αποδεδειγμένα αναλύει το ποδόσφαιρο καλύτερα από όλους μας να έχει ένα τόσο αντιφατικό συμπέρασμα από όσους είδαν ένα άδειο, στείρο και μίζερο 0-0;
Η απάντηση είναι απλή. Ο Ρουμάνος είναι ο μόνος που βλέπει την μεγάλη εικόνα. Κάθε αγώνας είναι ένα κομμάτι του παζλ, το οποίο θα πάρει την τελική του μορφή πολύ αργότερα.
Το εξοντωτικό πρέσινγκ ειδικά στα πρώτα λεπτά που κατέστρεψε το build-up του Άρη και τον οδήγησε σε αμέτρητα πουλήματα μπάλας σε καυτές ζώνες -άσχετα αν από αυτά δεν προέκυψε κάποιο γκολ- είναι ένα εξαιρετικά αισιόδοξο σημάδι.
Ο τρόπος που ο ΠΑΟΚ στο πρώτο μέρος «διάβαζε» τα κενά και έφτιαχνε φάσεις στα μεσοδιαστήματα -άσχετα με την ανωριμότητα στην τελική απόφαση- είναι δομικά ένα πολύ θετικό προπονητικό συμπέρασμα για εκείνον.
Ο Λουτσέσκου ξέρει ότι ο ΠΑΟΚ πρόσθεσε στο ρόστερ του ατομική ποιότητα, όμως για να μεταφραστεί όλο αυτό σε άθροισμα ομαδικής ποιότητας, οι νέοι πρέπει να παίξουν. Να αποκτήσουν τριβή με τους άλλους.
Αυτό μπορεί να έχει κόστος, απώλειες, πισωγύρισμα. Είναι το τίμημα της εξελικτικής διαδικασίας.
Κάτι σαν ποδοσφαιρικός Φόρος Προστιθέμενης Αξίας, που πρέπει να πληρωθεί cash.
Αν ο Λουτσέσκου δεν ανησυχεί, κανείς δεν πρέπει να ανησυχεί για την ομάδα του, κανείς δεν μπορεί να την ξέρει καλύτερα από εκείνον.
Αν μείνει κανείς σε αυτό το βιντεάκι των χάι-λάιτ δεν θα δει κάποια μαϊμού ή κανέναν κροκόδειλο να ξεπροβάλλει από την οθόνη.
Τότε, πως είναι όλοι πεπεισμένοι ότι ο Παπαπέτρου τα έκανε μαντάρα;
Γιατί πριν τελειώσει καν το πρώτο μέρος, όλη η Τούμπα άρχισε να τον στολίζει με… γαλλικά; Γιατί ο Λουτσέσκου τον κατηγόρησε ότι ήθελε να λήξει το παιχνίδι ισόπαλο;
Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Αν υπήρχε ένα μαγικό κουμπί που θα ενεργοποιούνταν με ένα σφύριγμα και θα έληγε όλα τα παιχνίδια ισόπαλα, τότε ο μέσος Έλληνας διαιτητής θα είχε βρει την υγειά του.
Διότι, ο μέσος Έλληνας διαιτητής δεν σφυρίζει για να αποδώσει δικαιοσύνη σε κάθε φάση. Σφυρίζει για να κάνει δημόσιες σχέσεις. Σφυρίζει για να κάνει πολιτική. Σφυρίζει για την ηρεμία του, την ησυχία του, τον επόμενο ορισμό του. Σφυρίζει, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του, τι θα πει ο κόσμος.
Στο μυαλό του είναι να μοιράσει τα πάντα. Να έχουν και οι δύο ομάδες πάνω-κάτω τα ίδια φάουλ, άσχετα αν η μία παίζει κατς και η άλλη μαρκάρει με τριαντάφυλλα. Να έχουν και οι δύο ομάδες πάνω-κάτω τις ίδιες κάρτες, άσχετα αν η μία κλωτσάει στην καρωτίδα και η άλλη διαμαρτύρεται που τις τρώει. Κάθε σφύριγμα, ισοφαρίζει ή διορθώνει το προηγούμενο. Κάθε κάρτα είναι επειδή δόθηκε ή δεν δόθηκε μία προηγούμενη.
Καμία ενιαία λογική στο τι συνιστά παράβαση και τι όχι, ακόμα και στο ίδιο παιχνίδι, καμία ενιαία λογική στις επαφές, στις διαμαρτυρίες, στην χρήση του πλεονεκτήματος. Ένα μπάχαλο.
Αν δει κανείς όοοοολο το ντέρμπι της Θεσσαλονίκης, ο Παπαπέτρου μπαίνει με την λογική να επιτρέψει το ξύλο, τις αγκαλιές, τις μουλωχτές κλωτσιές μετά από πάσα, κάτι που βοηθά πάντα την ομάδα που υστερεί σε ποιότητα και αμύνεται, μετά αρχίζει να αλλάζει κριτήρια και να διακόπτει συνεχώς το παιχνίδι, μετά αρχίζει εκπτώσεις σε κάρτες, μετά για να ηρεμήσει το γήπεδο που βράζει μαζί του αρχίζει να δίνει σπόρια στο κέντρο υπέρ των γηπεδούχων και όσο κυλά το παιχνίδι στο βολικό 0-0 για αυτόν, μπαίνει στο mode «σφύρα να φύγουμε», αγνοώντας οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει υποψία φάσης.
Το αγχωμένο σφύριγμα λήξης ακριβώς στο 101ο λεπτό, παρότι στα 11 λεπτά καθυστερήσεων (ήταν τόσα πολλά γιατί στο ξεκίνημα της επανάληψης υπήρξε διακοπή 5-6 λεπτών για να φύγει η καταχνιά από τα καπνογόνα) υπήρξαν δύο διακοπές για αλλαγές, ενώ έγιναν επιπλέον καθυστερήσεις μέσα στις καθυστέρησεις μαρτυρά έναν διαιτητή, που σφυρίζει ξεκάθαρα μόνο για τον εαυτό του, όχι για το παιχνίδι.
Όπως ο μέσος Έλληνας διαιτητής δεν σέβεται το παιχνίδι, χρησιμοποιώντας ιδιοτελώς άλλοτε το γράμμα κι άλλοτε το πνεύμα του κανονισμού, έτσι και ο νομοθέτης δεν σέβεται το θεατή, διατηρώντας τον πιο κωμικό, άδικο και γελοίο κανονισμό που υπάρχει στο άθλημα.
Ο κανονισμός του οφσάιντ οριοθετήθηκε και θεσμοθετήθηκε για να στερήσει από τον επιτιθέμενο το πλεονέκτημα να βρίσκεται πιο κοντά στην εστία από τον προτελευταίο αμυνόμενο και την μπάλα. Ουσιαστικά, σταμάτησε αυτό που μικροί λέγαμε «περίπτερο». Στέρησε από τον επιτιθέμενο το δικαίωμα να βρίσκεται μονίμως πίσω από τον τελευταίο αμυντικό και όσο πιο κοντά γίνεται στην εστία. Πολύ λογικό και δίκαιο.
Τι νόημα όμως έχει ο καταλογισμός παράβασης οφσάιντ, ενός παίκτη που από την θέση του μπροστά από τον προτελευταίο αμυντικό δεν έχει το παραμικρό πλεονέκτημα στην φάση, αλλά έχει μόνο μειονέκτημα; Ας το κάνουμε πιο λιανά.
Με το γράμμα του νόμου το γκολ του Ντεσπόντοφ είναι άκυρο, δεν πρέπει να μετρήσει. Τι λόγο ύπαρξης έχει όμως ένας τέτοιος κανονισμός, σε ένα άθλημα που διαρκώς τροποποιεί τους νόμους του, ώστε να επιτυγχάνονται περισσότερα τέρματα;

Το γκολ του ΠΑΟΚ δεν μέτρησε διότι ο παίκτης που δίνει την πάσα στον Βούλγαρο (Μπράντον), ήταν οφσάιντ, την ώρα που γίνεται η κεφαλιά προς τα πίσω από συμπαίκτη του.
Ένα λεπτάκι όμως. Τι πλεονέκτημα αποκτά ο επιτιθέμενος σε αυτή την φάση ευρισκόμενος πιο κοντά στην εστία; Ίσα-ίσα, επειδή η μπάλα πηγαίνει στο σημείο του πέναλτι, επειδή πρέπει να κάνει κίνηση προς τα πίσω, πρέπει να διανύσει περισσότερα μέτρα για να την φτάσει πρώτος.
Το πλεονέκτημα (που θέλει να τιμωρήσει ο νομοθέτης), εδώ γίνεται μειονέκτημα. Πως γίνεται να τιμωρείται το μειονέκτημα; Τι σόι κανονισμός είναι αυτός, που τιμωρεί έναν παίκτη που απομακρύνεται από την εστία για μία πάσα που πηγαίνει προς τα πίσω;

Οι κανονισμοί υπάρχουν για να υπηρετούν το άθλημα, για να το βοηθούν. Όχι, για να ναρκοθετούν.
Κι αυτός είναι ένας από τους πρώτους που πρέπει να αλλάξουν στην επόμενη τροποποιητική σύσκεψη της IFAB που φτιάχνει το νομοθετικό πλαίσιο του παιχνιδιού…