MENU

Η φανέλα με το νούμερο «7», ο σπεσιαλίστας στις εκτελέσεις φάουλ, ο ικανότατος τεχνίτης, ο ταλαντούχος παίκτης, αυτός που σύγκριναν με τον Χατζηπαναγή, αυτός που πανηγυριζε τα γκολ του με έναν τρόπο που όλοι οι πιτσιρικάδες στις αλάνες προσπαθούσαν να αντιγράψουν: ένα σύντομο σπριντ, άλμα και η δεξιά γροθιά στον αέρα! Ο αξεπέραστος Σαραβάκος...

Γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου του 1961 στη Νέα Σμύρνη. Ήταν γιος του Θανάση Σαραβάκου, ο οποίος αγωνίστηκε στον Πανιώνιο, και ήταν λογικό να κληρονομήσει την αγάπη για τη μπάλα και να ακολουθήσει τα βήματα του. Το γήπεδο της Νέας Σμύρνης ήταν, χωρίς καμία υπερβολή, το δεύτερο σπίτι του. Μπορεί τα παιδικά του χρόνια να ήταν στερημένα από πολυτέλειες, αλλά τα γέμιζε η αγάπη για το ποδόσφαιρο. Καλός μαθητής δεν ήταν και οι κοπάνες γίνονταν για έναν και μοναδικό λόγο: για τη μπάλα. Στα 14 του ξεκίνησε στους ερασιτέχνες του Πανιωνίου, σε μια εποχή που οι «κυανέρυθροι» αναδείκνυαν μεγάλα ταλέντα από τις ακαδημίες τους και τροφοδοτούσαν τις μεγάλες ομάδες. Τότε θαύμαζε τον Θωμά Μαύρο και ονειρευόταν να του μοιάσει. Μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας το 1979, προωθείται στην πρώτη ομάδα και αγωνίστηκε σε αυτήν πέντε ολόκληρα χρόνια.

Αγωνιζόμενος πότε σαν δεύτερος επιθετικός και πότε σαν δεξί εξτρέμ, ο Σαραβάκος άρχισε να δείχνει δείγματα της μεγάλης κλάσης του ουσιαστικά στην πρώτη γεμάτη σεζόν του, το 1980-81. Πρώτο γκολ στις 14 Δεκεμβρίου 1980 στο 36ο λεπτό της εντός έδρας αναμέτρησης με την Παναχαϊκή (2-1). Ακολούθησαν τρία ακόμα γκολ αλλά και δύο κερδισμένα πέναλτι, ένα από τα σήματα-κατατεθέν του σπεσιαλίστα αργότερα Σαραβάκου. Ο Νίκος Αναστόπουλος παίρνει μεταγραφή για τον Ολυμπιακό και ο «μικρός» μετατρέπεται στον φυσικό ηγέτη της ομάδας. Την επόμενη τριετία, μέχρι τη μετακίνησή του στον Παναθηναϊκό το 1984, σκοράρει 34 γκολ σε 89 αναμετρήσεις, αν και ο Πανιώνιος θα φτάσει μόνο μέχρι την έβδομη θέση του πρωταθλήματος το 1981-82.

Το 1984 ανοίγει το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ποδοσφαιρικής του καριέρας με τη μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό έναντι 60 εκατομμυρίων δραχμών. Από την πρώτη του σεζόν στους «πράσινους» εντυπωσίασε και ήταν από τους βασικούς συντελεστές της μεγάλης πορείας της ομάδας μέχρι τον ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου αποκλείστηκε από τη Λίβερπουλ. Η ντρίμπλα και η άνεσή του στο σκοράρισμα ήταν τα χαρακτηριστικά που τον έκαναν να ξεχωρίζει και να ξεσηκώνει τον κόσμο στις εξέδρες.

Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να καταφέρει να κερδίσει τον κόσμο του «τριφυλλιού». Από την πρώτη του χρονιά δείχνει ότι έχει κάτι ξεχωριστό, έχει την αύρα του μεγάλου παίκτη. Με δικά του γκολ, ο Παναθηναϊκός θα αποκλείσει την Γκέτεμποργκ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, πριν αποκλειστεί από την Λίβερπουλ. Στο πρώτο παιχνίδι ο Σαραβάκος είχε σκοράρει από το σημείο του πέναλτι και στη ρεβάνς στις 20 Μαρτίου του 1984 οι πράσινοι θα βρεθούν πίσω στο σκορ δύο φορές πριν ισοφαρίσει σε 2-2 ο Σαραβάκος και βάλει φωτιά στο ΟΑΚΑ. Η σχέση του με τις ξένες αντιπάλους θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Το πιο αξιομνημόνευτο είναι το τέρμα που πέτυχε απέναντι το 1991 - και πάλι - στην Γκέτεμποργκ για να περάσει ο Παναθηναϊκός σε όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ. Πέρασε όποιον βρήκε μπροστά του μέσα στην περιοχή, σούταρε και η μπάλα κατέληξε στα δίχτυα.

Ήταν από τους βασικούς συντελεστές σε δύο μεγάλες ευρωπαϊκές πορείες του «τριφυλλιού». Αυτή της περιόδου 1984-85 όταν ο Παναθηναϊκός απέκλειε τη Φέγενορντ του Γκούλιτ, την Λίνφιλντ, την κάτοχο του ΟΥΕΦΑ Γκέτεμποργκ και έπαιζε στον ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών κόντρα στην μεγάλη ομάδα της Λίβερπουλ και αυτή της περιόδου 1987-88 κόντρα στις Οσέρ, Γιουβέντους και Χόνβεντ.

Ποια ήταν η πιο μαγική στιγμή του στον Παναθηναϊκό; Μα, φυσικά, το γκολ που πέτυχε κόντρα στη Γιουβέντους το φθινόπωρο του 1987 στο πρώτο παιχνίδι των δύο ομάδων για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Ένα από τα πιο ωραία γκολ της καριέρας του και σίγουρα το πιο σημαντικό… Ήταν η φάση των «16» του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Στο πρώτο παιχνίδι ο Σαραβάκος είχε σκοράρει και ο Παναθηναϊκός κέρδισε 1-0 τη «μεγάλη κυρία» και στη ρεβάνς είχε ανοίξει το σκορ μέσα στο Τορίνο. Οι πράσινοι έχασαν 3-2, αλλά πήραν την πρόκριση και την επόμενη μέρα ο ιταλικός Τύπος αποθέωνε τον Σαραβάκο. Η Γιουβέντους ενδιαφέρθηκε τότε για την απόκτησή του. Κι αυτό σε μια εποχή που φάνταζε σενάριο επιστημονικής φαντασίας η μεταγραφή Έλληνα στο εξωτερικό. Θα μπορούσε να έχει αγωνιστεί σε κάποιο μεγάλο ευρωπαϊκό σύλλογο, αλλά δεν πήρε ποτέ τη μεγάλη απόφαση.

Το καλοκαίρι του 1988 ο Γιώργος Κοσκωτάς τον θέλει στον Ολυμπιακό και δεν διστάζει να προσφέρει ένα υπέρογκο ποσό για να τον πάρει: 600 εκατομμύρια δραχμές! Το πακέτο των μπόνους που του πρόσφερε ο μεγαλομέτοχος της πειραιώτικης ομάδας προκαλούσε ίλιγγο: Ένα εκατομμύριοδραχμές ετήσιο μισθό, ειδικά πριμ συμμετοχών, τερμάτων και τίτλων, σπίτι και επαγγελματική αποκατάσταση των συγγενών σε εκδοτικό όμιλο του Κοσκωτά και στην Τράπεζα Κρήτης». Ο Σαραβάκος φτάνει μια… ανάσα από τους «ερυθρόλευκους», αλλά είναι η εποχή που αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα διοικητικά προβλήματα. Η μεταγραφή τελικά ναυαγεί. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι μαζί με τον Κριστόφ Βαζέχα και τον Γιώργο Σιδέρη είναι πρώτος σκόρερ μαζί με τους στην ιστορία των «αιώνιων» ντέρμπι με επτά γκολ.

Οι εμφανίσεις του με τον Παναθηναϊκό στην Ευρώπη αλλά και με την εθνική ομάδα έφεραν και μια μεγάλη ατομική διάκριση αφού το 1991 κλήθηκε και έπαιξε στην Μικτή Κόσμου. Η εθνική ομάδα υπήρξε, επίσης, μεγάλο κεφάλαιο στην καριέρα του Σαραβάκου. Φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα με το εθνόσημο την 1η Δεκεμβρίου του 1982 στη φιλική ήττα από την Ελβετία (3-1) στο Ολυμπιακό Στάδιο. Συνολικά είχε 78 συμμετοχές στην εθνική και πέτυχε 21 γκολ. Κατέχει, επίσης, και ένα μοναδικό ρεκόρ καθώς πέτυχε πέντε γκολ σε έναν αγώνα, στη νίκη με 6-1 επί της Αιγύπτου τον Οκτώβριο του 1990. Με την εθνική Ελλάδας, εξάλλου, πήγε και στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1994.

Τη φανέλα του Ολυμπιακού μπορεί να μην την φόρεσε, αλλά στην ΑΕΚ αγωνίστηκε. Αυτό συνέβη το 1994. Στον Παναθηναϊκό έκαναν ανανέωση και ο «μικρός» αποφασίζει να συνεχίσει στην ΑΕΚ. Έπαιξε δύο χρόνια στο Τσάμπιονς Λιγκ και κατάφερε να αφήσει τη σφραγίδα του. Κόντρα στη Ρέιντζερς, στον αγώνα της Νέας Φιλαδέλφειας με δύο γκολ έδωσε προβάδισμα στην «Ένωση» και ουσιαστικά την έστειλε στους ομίλους της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης για πρώτη φορά στην ιστορία της.

Το 1996, στα 35 του πια, η καριέρα του στην ΑΕΚ τελειώνει, μένει ένα χρόνο εκτός και το καλοκαίρι του 1997 απορρίπτει πρόταση του Πανιωνίου και γυρίζει στον Παναθηναϊκό. Ο Βασίλης Δανιήλ δηλώνει πως τον υπολογίζει για τη νέα σεζόν, ο Σαραβάκος κάνει την επανεμφάνισή του με την πράσινη φανέλα την δεύτερη αγωνιστική κόντρα στον Απόλλωνα, αλλά η σεζόν δεν εξελίσσεται όπως θα ήθελε. Οι τραυματισμοί που τον ταλαιπωρούν τον αναγκάζουν έξι μήνες μετά να πάρει τη μεγάλη απόφαση και να «κρεμάσει» τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.

«Σαν κύκλος, ναι. Έμεινα ικανοποιημένος από το κλείσιμο της καριέρας μου. Σαν φινάλε, δηλαδή το τέλος, θα έλεγα όχι. Δεν έφυγα μέσα από το γήπεδο. Με στενοχωρεί το γεγονός ότι δεν κατάφερα να φύγω μέσα από κάποιο παιχνίδι...».

Κλικς μιας σπουδαίας καριέρας

Δημήτρης Σαραβάκος, ο μικρός, ο μέγας (pics, vids)