MENU

Το ανώτερο όριο που μπορεί να δώσει είναι οι 5,5 βαθμοί της κλίμακας Ρίχτερ. Μόνο αν οι δύο ομάδες ρηγμάτων διεγερθούν ταυτόχρονα θα υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για μεγάλο σεισμό. Αυτό το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί επιστημονικά, ωστόσο, το ιστορικό της σεισμικότητας στην περιοχή δεν έχει δείξει ποτέ κάτι τέτοιο.

Τα παραπάνω ανέφερε στο ethnos.gr ο ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και μέλος του Ινστιτούτου Μελέτης και Παρακολούθησης Ηφαιστείων Σαντορίνης, Σπύρος Παυλίδης, σημειώνοντας ότι η μία ομάδα ρηγμάτων είναι αυτήν που βρίσκεται κοντά στο υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο και η δεύτερη εκείνη που βρίσκεται βορειοανατολικά της Σαντορίνης, στην Άνυδρο. Η σεισμική ακολουθία ξεκίνησε από την ομάδα ρηγμάτων στην περιοχή του Κολούμπο και στη συνέχεια επεκτάθηκε προς εκείνη στην Άνυδρο.

«Οι σεισμοί που προέρχονται από τις δύο αυτές ομάδες ρηγμάτων και κυρίως αυτή από το Κολούμπο έχουν βάθος και άρα είναι τεκτονικοί. Όπως είναι σήμερα η κατάσταση, από τη στιγμή που πότε κουνάει η μία ομάδα ρηγμάτων και πότε η άλλη, δεν θα έχουμε μεγάλο σεισμό. Δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο να κουνήσουν και οι δύο ομάδες μαζί αλλά η προϊστορία δεν έχει δείξει κάτι τέτοιο. Να σημειώσω ακόμα ότι, αν υπάρξει σεισμική ακολουθία στη συγκεκριμένη περιοχή, διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα», τονίζει ο κ. Παυλίδης.

Σεισμοί - Σαντορίνη - Καθηγητής ΑΠΘ

Ο ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας σημειώνει ακόμα ότι το φαινόμενο που καταγράφεται αυτές τις μέρες στην περιοχή της Σαντορίνης, δεν είναι άγνωστο, αλλά επαναλαμβάνεται σταθερά, απεριοδικά κάθε λίγες δεκάδες χρόνια στο διάβα του ιστορικού και γεωλογικού χρόνου.

Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και από μελέτη που πραγματοποίησε στην περιοχή ομάδα επιστημόνων από τη Γερμανία και το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο Αθηνών. Στο πλαίσιο αυτής μετρήθηκαν 2175 μικροσεισμοί μεταξύ Σεπτεμβρίου 2002 και Ιουλίου 2004. Ένας μεγάλος αριθμός των μικροσεισμικών γεγονότων, μεγέθους από 0,5 ως 3,8 βαθμών και ο μεγαλύτερος 4,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, συγκεντρώνονταν σε βάθος 3 έως 10 χιλιομέτρων, με βαθύτερα γεγονότα μέχρι 15 χιλιομέτρων, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα.

«Αντανακλούσαν πιθανώς τη θέση της δεξαμενής μάγματος, της ίδιας δεξαμενής του κατώτερου γήινου φλοιού που σχετίζεται και με το ηφαίστειο Κολούμπο. Σε αυτήν τη μετακίνηση μάγματος και υγρών προς την επιφάνεια οφείλονταν οι παρατηρούμενοι μικροσεισμοί, όπως συμβαίνει και σήμερα. Αυτό το φαινόμενο μας παραπέμπει στην ελληνική Μυθολογία, που θεωρούσε ότι οι καταπλακωμένοι τιτάνες, ο Εγκέλαδος ή ο Πολυβώτης, ξυπνούν κάθε τόσο και προσπαθούν να σηκωθούν. Η φύση επαναλαμβάνεται, όμως, κρύβει τα μυστικά της και με πολύ κόπο πρέπει να τα ανακαλύπτει η επιστήμη, για να την κατανοούμε. Η υψηλότερη σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή μελέτης εντοπίστηκε κατά μήκος της ζώνης από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά μεταξύ Σαντορίνης και Αμοργού όπως και στις μέρες μας», τονίζει ο κ. Παυλίδης.

Απ’ όλα αυτά προκύπτει το συμπέρασμα ότι η περιοχή Σαντορίνης - Αμοργού είναι μια ζώνη ευαισθησίας του φλοιού ως ζώνη ενεργών ρηγμάτων.

«Αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό δομικό όριο του ηφαιστειακού τόξου στην περιοχή της Σαντορίνης, το οποίο διαπιστώνεται από ανεξάρτητες παρατηρήσεις από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια υποδιαίρεση του ηφαιστειακού τόξου και φυσικά μια ζώνη του φλοιού έντονης σεισμικότητας και ηφαιστειακής δραστηριότητας, με την οποία επιβιώνουν και δημιουργούν διαχρονικά οι κάτοικοι για περισσότερο από 5.000 χρόνια», καταλήγει ο ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας του ΑΠΘ.

Πηγή: ethnos.gr

Σαντορίνη: «Μεγάλος σεισμός μόνο αν οι 2 ομάδες ρηγμάτων είχαν διεγερθεί ταυτόχρονα - Δεν συνέβη ποτέ ιστορικά»