Δεν ξέρουμε αν είναι στις προθέσεις του Βρετανού αρχιδιαιτητή να παίξει κυρίαρχο ρόλο και να τα πάρει όλα πάνω του, αλλά στην καριέρα του πάντα έβγαινε μπροστά. Δεν δίσταζε να εκφέρει γνώμη, ακόμα και την εποχή που ήταν διαιτητής. Μάλιστα οι περισσότερες παρεμβάσεις του ήταν ρηξικέλευθες και προκαλούσαν πλήθος αντιδράσεων.
Είναι βέβαιο ότι ο Μαρκ Κλάτενμπεργκ δεν θα περάσει απαρατήρητος. Όμως η τωρινή συζήτηση έχει πολύ μικρότερο ενδιαφέρον από αυτήν που θ’ ανοίξει όταν φτάσουμε στο τέλος της θητείας της ΚΕΔ.
Γιατί αν σήμερα μας ενδιαφέρει ο διάλογος για τη βιτρίνα, σε δύο χρόνια θα μας νοιάζει η συζήτηση για την επόμενη μέρα της ελληνικής διαιτησίας που τώρα μοιάζει αποθήκη.
Ο Μαρκ Κλάτενμπεργκ και οι συνεργάτες του έχουν επιλέξει να ασχολούνται με κάθε λεπτομέρεια αυτού που φαίνεται. Δηλαδή να κρίνουν κάθε αγωνιστική τις φάσεις, να παρεμβαίνουν σε ζητήματα που «καίνε» και αν χρειάζεται να ανοίγουν διάλογο με τους ενδιαφερόμενους. Υπάρχει ένα πολύ σπουδαιότερο κομμάτι της δουλειάς τους που ακόμη δεν έχει φωτιστεί. Είναι η διαχρονική εκπαίδευση των διαιτητών.
Το μεγάλο πρόβλημα με την ελληνική διαιτησία έγκειται στην έλλειψη μιας εθνικής σχολής που θα έβγαζε εκπαιδευμένους διαιτητές. Όλα εξαντλούνται σε σεμιναριακού επιπέδου μαθήματα και διήμερες μαζώξεις, οι οποίες καταλήγουν σε συναντήσεις γνωριμίας.
Δεν αρκούν οι δημόσιες σχέσεις για να γίνει κάποιος διαιτητής. Απαιτείται εργώδης και καθημερινή προσπάθεια. Και κυρίως απαιτούνται εκπαιδευτές που θα εισάγουν στο νέο διαιτητή όχι μόνο το γράμμα, αλλά και το πνεύμα του κανονισμού. Δυστυχώς στην ελληνική διαιτητική κουλτούρα αυτό δεν υπάρχει.
Ανεξάρτητα αν έχει δίκιο ή όχι να ασχολείται τόσο πολύ με την καθημερινότητα ο Μαρκ Κλάτενμπεργκ, οφείλει να κοιτάξει τη μεγάλη εικόνα: Τι θα παραδώσει, όταν θα μας επιστρέψει τα κλειδιά.