MENU

Και τα χρόνια πέρασαν, τα δάκρυα θεωρητικά στέγνωσαν, στέρεψαν. Η σκληρή πραγματικότητα έγινε δεδομένη. Αλίμονο όμως σε εκείνους που άφησαν τα συναισθήματά τους να «παγώσουν» με την πάροδο του χρόνου. Αλίμονο σε εκείνους που συμβιβάστηκαν με τη «φλόγα» που έσβηνε...

Αν το βράδυ της 9ης Ιουνίου 1985, του έλεγες πως το όνειρο του πρωταθλήματος θα ζωντανέψει μετά από 34 χρόνια, αυτά τα μάτια θα σε κοιτούσαν από πάνω μέχρι κάτω, ενδεχομένως και να σου χάριζαν ένα χαμόγελο υπεροψίας για να ξαναγυρίσουν στα τσιμέντα. Και έκτοτε από εκεί, κάτω, τα μάτια του είδαν πολλά...

Και τα μάτια -ξέρεις- δεν λένε ψέμματα. Ορκίστηκαν άπειρες φορές πως δεν θα ξαναγυρνούσαν εκεί, πως δεν θα άφηναν τίποτα πια να τα γεμίσει δάκρυα. Άλλωστε τις περισσότερες φόρες ήταν πίκρας. Τρυπήματα, χλευασμός και ένα μόνιμο σφίξιμο στο στομάχι. Ίσως και να ειπώθηκαν εν θερμώ το βράδυ της «μαύρης» νύχτας με την Παρί Σεν Ζερμέν. Ποιος ξέρει... Ακολούθησαν εξάλλου κι άλλα τέτοια βράδια. Δόθηκαν υποσχέσεις. Ποτέ ξανά...

Κάθε φορά όμως αρκούσε μια «σπίθα» για να γεμίσουν φλόγα και να βρεθούν με τους άλλους εκεί, πάντα στο ίδιο σημείο. Εκεί όπου το τσιμέντο σου δίνει την αίσθηση της οικειότητας, του σπιτιού σου, εκεί όπου νιώθεις ότι η καρδιά σου ανήκει. Ίσως και να αρκούσε ένα γκολ του Ζήση στο Χάιμπουρι γιατί ήσουν στην Ευρώπη το καλύτερο σιρόπι. Ποιος ξέρει πάλι...

Και τα μάτια αυτά έζησαν να δουν και μία από τις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές τραγωδίες. Αυτή των Τεμπών. Και πάλι τότε γέμισαν δάκρυα. Έξι παιδιά. Της δική σου... οικογένειας. Έπιασες τον εαυτό σου να ρωτάει τι ήθελαν μωρέ έξι παιδιά στην Αθήνα; Και δαγκώνεσαι. Εσύ που έδινες υπόσχεση πως δεν αξίζει όλο αυτό και κάθε φορά ήσουν και πάλι στο τσιμέντο. Και ξέρεις πως θα έμπαινες στο πρώτο πούλμαν για να βρεθείς μαζί τους στο τσιμέντο.

Και ξαναγύρισες στο γήπεδο. Γιατί αυτά τα μάτια έπρεπε να κοιτάξουν τον ουρανό και να φωνάξουν μαζί με τους υπόλοιπους πως τα παλικάρια δεν τα κλαίνε, τα τραγουδάνε: «Κι αν σίγησε η φωνή σου, σ΄ακούω να μου μιλάς, μου λες στην Θύρα 4 πως είσαι εσύ με μας...».

Μεγάλωσες όμως και αποφάσισες να φύγεις από την 4, να πας πιο δίπλα. Στην 5 ή στην 6. Με τα μάτια πάντα «καρφωμένα» εκεί, στο γήπεδο. Πιο έμπειρα πλέον, πιο κατασταλαγμένα. Μάτια που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ρεαλιστικά την κατάσταση, χωρίς ενδεχομένως να περιμένουν κάτι... Έτσι απλά εκεί, για την καψούρα σου την πιο μεγάλη.

Μέχρι την Κυριακή... Μέχρι τα γκολ του Βιεϊρίνια, του Μπίσεσβαρ, του Άκπομ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή που ένιωσες να... αγκαλιάζεις αυτό που περίμενες τόσα χρόνια. Στο όνομα του οποίου έγινε «σκληρός» και κυνικός πλέον για να προστατέψεις τα μάτια σου. Αλλά και οι «σκληροί» ακόμη λυγίζουν. Αγκαλιά με το συρματόπλεγμα, με το έμβλημα να ξεπροβάλλει από το στήθος σου και με μάτια που κλαίνε...

Και να σου πω και κάτι, μου έλεγαν πάντα: «Βλέπε, άκου, σώπα, από παιδί σου΄το πα, ζήσε, νιώσε, ρώτα, πως είναι όταν ανάβουν στην Τούμπα, όλα τα φώτα».

Τώρα ξέρω πως είναι όταν σβήνουν... Έχουν το πρόσωπό σου.

*Επειδή μια εικόνα χίλιες λέξεις, όλα τα εύσημα ανήκουν στο φωτογράφο Γιάννη Μωυσιάδη από το πρακτορείο του Intime που απαθανάτισε αυτή την τόσο δυνατή στιγμή.

Μάτια που κλαίνε...