MENU

Δε θα έπρεπε να μας είναι τόσο οικείο το όνομά του. Δε θα έπρεπε να έχει έρθει ποτέ στην Α1, ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία, και να κάνει τους ακραιφνείς μπασκετικούς να ερωτευτούν την ευκολία με την οποία έστελνε την μπάλα στο διχτάκι. 

Ορίστε, μόλις αποτινάξαμε από πάνω μας τον τρόμο της διπλής άρνησης: δύο «δε» συνιστούν μία κατάφαση, έτσι δεν είναι; Και ο Μίτσελ Ουίγκινς όχι μόνο ήρθε στα 90s στο καλύτερο, τότε, πρωτάθλημα της Ευρώπης, αλλά άφησε με τόσο εκκωφαντικό τρόπο το στίγμα του στα γαλανόλευκα παρκέ που, είμαστε σίγουροι, αν τον προλάβατε μπορείτε εύκολα να φέρετε στο νου σας το ελαφρώς ράθυμο στιλ του, τις «μπούκες» του στο ζωγραφιστό και το φονικό του σουτάκι από μέση απόσταση. 

Στο μπροστά μισό του παρκέ κάθε του προσπάθεια έμοιαζε να έχει την ίδια μελωδική κατάληξη: χλατς. Κι όχι μόνο στην από εδώ πλευρά του Ατλαντικού, μα και στην από εκεί. 

Ο Ουίγκινς έγινε ντραφτ το 1983 από την Ιντιάνα και- όπως ήταν προαποφασισμένο- έφυγε απευθείας με ανταλλαγή στο Σικάγο. Οι Μπουλς εκείνης της περιόδου όχι απλά δε θύμιζαν σε τίποτα τη μεταγενέστερη δυναστεία ολόκληρου του ΝΒΑ, αλλά μόλις και μετά βίας θα λογίζονταν ως φαβορί αν με κάποιο μαγικό τρόπο κατέβαιναν στο φετινό Eurocup (αν είδατε το πρόσφατο φιλικό της Χάποελ Τελ Αβίβ με τον Άρη, καταλαβαίνετε το γιατί). 

Έχοντας για κύριο «ανταγωνιστή» του στη θέση του σούτινγκ γκαρντ τον παγκοσμίου φήμης (στα βαποράκια, όχι στους φιλάθλους) Κούντιν Ντέιλι, ο Ουίγκινς βρήκε ικανοποιητικό χρόνο συμμετοχής (σχεδόν 26 λεπτά) στη ρούκι σεζόν του και «έγραψε» 12.5 πόντους, 4 ριμπάουντ, 2.3 ασίστ και 1.3 κλεψίματα κατά μέσο όρο, δείχνοντας μέρος του επιθετικού του ταλέντου. 

Ωστόσο, το draft του 1984 (ένα από τα 3 καλύτερα στην ιστορία, αν όχι το απόλυτο νο1) έμελλε να τον στείλει εκτός της Πόλης των Ανέμων, με την ευκολία που χάνεται ένα φτερό στον μπασκετικό άνεμο: το Χιούστον επέλεξε τον Χακίμ Ολάζουον στο 1, το Πόρτλαντ κατέγραψε το πρώτο παγκοσμίως γνωστό “Error 404: brain not found” παίρνοντας στο 2 τον Σαμ Μπόουι των κολοσσιαίων προβλημάτων στα πόδια πριν καν γίνει επαγγελματίας, με αποτέλεσμα το Σικάγο να κάνει δικό του στο 3 τον συμπαθή αθλητή Μάικλ Τζόρνταν, που αγωνιζόταν στην ίδια θέση με τον άτυχο Ουίγκινς. 

Ο Μίτσελ, παρά τα πολύ καλά δείγματα αγωνιστικής γραφής, έφυγε για το Χιούστον, σε μια κίνηση που θ’ άλλαζε τη ζωή του εντός κι εκτός των τεσσάρων γραμμών: μπορεί να έγινε σημαντικό μέλος του ροτέισον των Ρόκετς και να έπαιξε μέχρι και στους τελικούς του 1986 (όπου και ηττήθηκαν από την κορυφαία εκδοχή των Σέλτικς ever), μπορεί να είδε τις μετοχές του ν’ ανεβαίνουν και να γίνεται ένα γκαρντ που έρχεται από τον πάγκο για να προσφέρει πολύτιμους πόντους σε μικρό διάστημα, όμως δεν άργησε να γίνει και κολλητός του Λιούις Λόιντ- του παίκτη, δηλαδή, του οποίου ήταν αναπληρωματικός. 

Λόιντ και Ουίγκινς έμπλεξαν μαζί στον ερεβώδη κυκεώνα των καταχρήσεων, φροντίζοντας, μυτιά τη μυτιά, να δηλητηριάσουν την καριέρα τους στην κορυφαία λίγκα του πλανήτη. «Πήρα ορισμένες κάκιστες αποφάσεις στη ζωή μου»,θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα ο Ουίγκινς. «Έκανα παρέα με τα λάθος άτομα και τους ακολουθούσα σε ό,τι έκαναν. Ωστόσο, αν κάποιοι στον κύκλο σου κάνουν χρήση ναρκωτικών ή πίνουν, αυτό δεν σημαίνει πως σε αναγκάζουν να κάνεις το ίδιο. Δική μου απόφαση ήταν να τους μιμηθώ. Και μου κόστισε ακριβά». 

Πόσο ακριβά; Στις αρχές του 1987 και όντας 27 ετών (πλησιάζοντας, δηλαδή, το πικ του) ο Ουίγκινς μαζί με τον Λόιντ τιμωρήθηκαν με διετή αποκλεισμό από το ΝΒΑ λόγω χρήσης κοκαΐνης.

Ο Μίτσελ δεν το έβαλε κάτω. Μπήκε σε πρόγραμμα αποκατάστασης και επέστρεψε στα λαμπερά παρκέ του ΝΒΑ για να κάνει την καλύτερη χρονιά του: την σεζόν 1989-1990 αγωνιζόμενους στους (ευρισκόμενους σε αγωνιστική πτώση, πάντως) Ρόκετς έβαζε κατά μέσο όρο 15.5 πόντους, αγγίζοντας το 50% ευστοχία (48.9%). 

Η κακή του φήμη, όμως, επικράτησε του σπάνιου ταλέντου του: τι κι αν το comeback του ήταν εντυπωσιακό; Το 1990 έμεινε εκτός πρωταθλήματος, πριν υπογράψει στους Σίξερς για την σεζόν 1991-1992, που αποτέλεσε το (δυστυχώς αδιάφορο) κύκνειο άσμα του στον Μαγικό Κόσμο. 

Η συνέχεια, λίγο-πολύ, γνωστή: έπειτα από ένα σύντομο πέρασμα στο CBA προσγειώθηκε σαν κομήτης πορτοκαλί αποχρώσεων στην Ελλάδα το 1993, για λογαριασμό του Μίλωνα. Αναδείχτηκε… αυτοστιγμεί πρώτος σκόρερ της Α1 (σε μέσο όρο) με 31,4 πόντους, πράγμα εξαιρετικά σημαντικό αν αναλογιστούμε πως έπρεπε να «κονταροχτυπηθεί» με Θεούς (Νίκος Γκάλης), δαίμονες (Χένρι Τέρνερ) και ιερά τέρατα (Ζάρκο Πάσπαλι). 

Ακολούθησε μια διετία στον Σπόρτινγκ (29.4 πόντοι τη χρονιά 1994-1995), έπειτα ο Πανιώνιος, η επιστροφή στα Πατήσια, η Λιμόζ, ορισμένες μικρότερες ομάδες στα τοπικά πρωταθλήματα των ΗΠΑ και το οριστικό πέσιμο της αυλαίας. 

Το σπάνιο επιθετικό του ταλέντο αποτυπώνεται και στους αριθμούς: στην πενταετία του στην Ελλάδα «έγραψε», σε σύνολο 123 αγώνων, 25,78 πόντους κατά μέσο όρο (με 48,5% στα δίποντα, 31,09% στα τρίποντα και 78,36% στις ελεύθερες βολές), μαζί με 6,06 ριμπάουντ, 1,34 ασίστ και 1,95 κλεψίματα. Κι όλ’ αυτά διάγοντας μία δεύτερη μπασκετική νιότη, παρά το γεγονός πως βιολογικά βρισκόταν πολύ πιο κοντά στο γήρας (34-38 ετών το διάστημα που βρέθηκε στα μέρη μας), θυμίζοντας τον θείο που παίζει με τη νεολαία. Ή που, ακριβέστερα, της κάνει πλάκα όποτε έχει την μπάλα στα χέρια του. 

Το σημαντικότερο όλων, ωστόσο, δεν είναι οι ψυχροί αριθμοί. Το να τον βλέπει κανείς εν δράσει σε μια εποχή που οι άμυνες είχαν αρχίσει να παίρνουν τα ηνία αποτελούσε μια συνεχιζόμενη επίκληση στους θεούς του μπάσκετ. 

Εκείνους που, υπό μία έννοια, αποφάσισαν πως στα 64 του, όντας καταβεβλημένος κι εξαντλημένος από τις συνεχείς μάχες για τη διατήρηση της αμφίβολης υγείας του, είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου. 

Ξέρετε, το όνομα «Μίτσελ Ουίγκινς» κανονικά δε θα έπρεπε να μας λέει και πολλά. Δε θα έπρεπε να γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τι «φονιάς» υπήρξε. 

Όμως, χαιρόμαστε ως τα βάθη της νοσταλγικής μας ψυχής που τον γνωρίσαμε. 

Ω, διάολε, να μια κατάφαση που αξίζει να ζήσει για πάντα.

Θυσιάστηκε για χάρη του Τζόρνταν: Το trade που έγινε η αρχή του τέλους για τον «φονιά» Μίτσελ Ουίγκινς