MENU

Ο Κώστας Μανωλάς μίλησε για «ντροπή». Το SDNA, όπως και πολύς απλός κόσμος στα social media, έκαναν λόγο για «ξεφτίλα». Οι πιο soft επιλογές συναδέλφων σε άλλα media, έγραψαν για «σοκ». Όλα λάθος. Η ντροπή, η ξεφτίλα, το σοκ και όλα τα παραπλήσια, είναι εφήμερα συναισθήματα που εξηγούν στον αθλητισμό συνήθως εφήμερα, μεμονωμένα, αποτελέσματα. Ντροπή θα ήταν π.χ. για τη Μπαρτσελόνα του Γκουαρδιόλα που μόλις έχει κατακτήσει τα 6 τρόπαια σε μια χρονιά, να παίζει με βασικούς ένα νοκ-άουτ ματς Κυπέλλου Ισπανίας κόντρα στην Εξτρεμαδούρα στο Καμπ Νόου και να χάνει 0-3. Ξεφτίλα θα ήταν για τη Ρεάλ Μαδρίτης των τριών σερί Champions League να παίζει, πάνοπλη, ματς ομίλων στο «Μπερναμπέου» απέναντι στη Νέφτσι Μπακού, να χρειάζεται απλή νίκη για να περάσει έστω ως 2η το γκρουπ και να χάνει 0-2 χωρίς να κάνει ευκαιρία. Σοκ θα ήταν να παίζει η Μπάγερν Μονάχου των δέκα σερί πρωταθλημάτων Γερμανίας, τελευταία αγωνιστική στην «Αλιάντς Αρένα» κόντρα στη Γκρόιτερ Φιρθ, να θέλει ισοπαλία για να πάρει το ενδέκατο και να χάνει 0-1 με γκολ στο 98'.

Στην περίπτωση του Ολυμπιακός – Μακάμπι Χάιφα 0-4 δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Η Μακάμπι είναι απλά η ομάδα που φόρεσε τη στολή της Νέμεσης και τιμώρησε την ποδοσφαιρική Ύβρη που συντελείται εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο στο Λιμάνι. Η πραγματική ντροπή δεν βρίσκεται ούτε στον αποκλεισμό, ούτε στο αποτέλεσμα. Η πραγματική ντροπή είναι μια ομάδα που έκανε πλάκα σε ομάδες όπως η Μίλαν και η Άρσεναλ και έριχνε τριαρο-τεσσαρο-πεντάρες στον εγχώριο ανταγωνισμό, να καταντά σε αυτή την αποκαρδιωτική, σε αυτή την ξεψυχισμένη και άδεια από κάθε άποψη εικόνα που μόνο θλίψη προκαλεί. Μια εικόνα που κάνει μπαμ σε όλους εδώ και ένα χρόνο, ωστόσο ο προφεσόρ Πέδρο, μετά από κάθε σφαλιάρα, μετά από κάθε άθλια εμφάνιση, έβαζε την ίδια κασέτα: «Φταίω εγώ, ξέρω τι χρειάζεται, πρέπει να δουλέψουμε πολύ για να το γυρίσουμε» κτλ κτλ κτλ.

Ο Μαρτίνς πέτυχε, το έργο του ολοκληρώθηκε

Όχι, η δουλειά δεν έλειψε στον Ολυμπιακό και τον Μαρτίνς. Εσχάτως, λείπει το χρήμα που κυκλοφορούσε τα προηγούμενα χρόνια. Λείπουν οι σωστές αποφάσεις που παίρνονταν τα προηγούμενα χρόνια. Λείπει η ποιότητα που ξελάσπωνε τους πάντες και τα πάντα πριν ξεφύγει η κατάσταση (βλέπε: Ματιέ Βαλμπουενά και Γιουσέφ Ελ Αραμπί). Λείπει το καθαρό μυαλό που θα διακρίνει ότι χρειάζονται νέες γενναίες αποφάσεις και αλλαγή πλεύσης. Όπως τώρα φαίνεται, αυτή η αλλαγή πλεύσης δεν θα γίνει από τον Πέδρο Μαρτίνς αφού αυτός είχε όλο το χρόνο για να το κάνει. Δεν το έκανε, είτε επειδή δεν είχε τον τρόπο, τα υλικά, τη διάθεση ή τις γνώσεις. Οι ιδέες του, η φιλοσοφία του, πλέον είναι γνωστές και αντιμετωπίζονται εύκολα. Μπορεί πλέον και να μην ταιριάζουν στο συγκεκριμένο, γερασμένο, ταλαιπωρημένο και χωρίς την όρεξη των προηγούμενων ετών ρόστερ. Σε κάθε περίπτωση, ο Πέδρο Μαρτίνς φαίνεται πως ό,τι είχε να δώσει σε αυτή την ομάδα το έδωσε. Το έργο του ολοκληρώθηκε και θα μείνει στην Ιστορία ως ένας από τους πιο επιδραστικούς, τους πιο επιτυχημένους προπονητές του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου. Τώρα όμως η αλλαγή πλεύσης που χρειάζεται η ομάδα, ο σύλλογος, θα γίνει με κάποιον άλλο στην άκρη του πάγκου.

Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται πως η συγκεκριμένη αλλαγή άργησε να αποφασιστεί. Ωστόσο, όσοι παρακολουθούν από κοντά -και κυρίως όσους έχουν το... κουράγιο να καταγράψουν- όσα συμβαίνουν στον πλανήτη Ολυμπιακό τα έχουν πει, τα έχουν γράψει, τα έχουν ξαναπεί, τα έχουν ξαναγράψει. Η συγκεκριμένη στήλη δεν είναι εξαίρεση...

Τα προβλήματα είχαν αρχίσει καιρό τώρα...

Ήταν 22 Σεπτεμβρίου του 2019 όταν είχε εντοπιστεί πρώτη φορά το πρόβλημα, μετά από ένα Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός 1-1, με κακή εμφάνιση και γκολ-σωσίβιο στο 95'. «Όταν πας κόντρα στο πλάνο και τη λογική σου», ήταν ο τίτλος του κειμένου που εξηγούσε ότι κάποια πράγματα, κάποιες επιλογές, κάποιες τακτικές, δεν ταιριάζουν ούτε στον Ολυμπιακό, ούτε στη συγκεκριμένη ομάδα που φτιαχνόταν ακόμη τότε. Ήταν 27 Αυγούστου του 2021 και το κείμενο «Αμ' έπος αμ' έργον» που εξηγούσε ότι με το ρόστερ του σχηματισμένο, με τις απαιτήσεις του προπονητή να έχουν ικανοποιηθεί από τη διοίκηση, δεν υπήρχε άλλος χρόνος και χώρος για δικαιολογίες ως προς την ευρωπαϊκή παρουσία του. Ήταν μόλις πέντε μήνες αργότερα, 19 Ιανουαρίου του 2022, όταν μετά από ήττα από τον Παναιτωλικό για το Κύπελλο καταγράφηκε πως παρακολουθούσαμε και επισήμως τον «Χειρότερο Ολυμπιακό της εποχής Μαρτίνς». Με αναφορές σε όλα όσα είχαν ήδη προηγηθεί τη χρονιά που είχε ξεκινήσει.

Έναν -και κάτι- μήνα αργότερα, στις 25 Φεβρουαρίου 2022, ακολούθησε κείμενο που ρωτούσε: Ο Ολυμπιακός «Δεν έπιασε πάτο, μήπως όμως έχει πιάσει ταβάνι;». Ήταν μετά τον εύκολο αποκλεισμό από την Αταλάντα, με έναν Ολυμπιακό και έναν Μαρτίνς που ακόμη έκαναν πειράματα και αλχημείες και πάνω στο χορτάρι δεν έκαναν ούτε βασικά. Φτάνοντας πια στο φινάλε της περσινής σεζόν, ακολουθεί κείμενο με τίτλο «Τη σεζόν (πρέπει να) τη λες μέχρι και αποτυχημένη...», το οποίο μάλιστα είχε προκαλέσει και... ανεπίσημες, επίσημες αντιδράσεις από τον Ολυμπιακό. Σε αυτό είχε γίνει μια αναλυτική σύνοψη όσων είχαμε δει και δεν είχαμε δει από τον Ολυμπιακό του Μαρτίνς και επί της ουσίας εξηγούσε ότι εάν ο σύλλογος μείνει στην κατάκτηση του τίτλου και θεωρήσει πως όλα όσα κάνει είναι σωστά και πρέπει να συνεχιστούν, τότε πολύ σύντομα θα βρισκόταν προ μεγάλων εκπλήξεων. Για την Ιστορία, ακολουθεί ο επίλογος εκείνου του κειμένου:

«Αυτή τη στιγμή λοιπόν, αν ο Ολυμπιακός μείνει στον τύπο της κατάκτησης ενός πρωταθλήματος και αφήσει την ουσία της εξέλιξης, της προόδου, της βελτίωσης, θα βαδίσει με μαθηματική ακρίβεια προς την επόμενη παταγώδη αποτυχία του. Ίσως λοιπόν έχει έρθει η ώρα για μια ακόμη ποδοσφαιρική καινοτομία. Ίσως έφτασε η στιγμή να ακούσουμε επισήμως από έναν σύλλογο ότι βάζει προτεραιότητα στην ουσία και όχι στους τύπους. Ότι πανηγυρίζει για την κατάκτηση ενός τίτλου, αλλά ταυτόχρονα αποδέχεται ότι η σεζόν του είναι αποτυχημένη, γιατί όλα όσα έκανε -ή πιο σωστά δεν έκανε αυτή η ομάδα- απλώς δεν είναι αρκετά καλά, δεν είναι αποδεκτά, δεν είναι ανεκτά για την ιστορία της. Γιατί θέλει και γιατί μπορεί να πετύχει πολλά περισσότερα από το να τερματίσει -αγκομαχώντας- πρώτη σε ένα πρωτάθλημα που ο μονόφθαλμος βασιλεύει επί των τυφλών».

Το καλοκαίρι πέρασε και φτάσαμε στο... σήμερα. Για την ακρίβεια, φτάσαμε στο προ εβδομάδας πρώτο ματς. Το κείμενο μετά το ματς είχε τίτλο «Η ρεβάνς θα χρειαστεί... πλάνο» και ξεκινούσε με το εξής: «Όποιο κι αν ήταν το πλάνο του Ολυμπιακού στο πρώτο ματς με τη Μακάμπι, η εικόνα του έδειξε πως στη ρεβάνς θα χρειαστεί κάτι πολύ καλύτερο απέναντι σε μια ομάδα που είναι ικανή να σου κάνει... κηδεία». Το κείμενο εξηγούσε: «Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτή τη στιγμή, η συγκεκριμένη ομάδα δεν κάνει -δεν πλησιάζει καν- αυτά που πρέπει να κάνει για να πείσει το κοινό της ότι υπάρχει πρόοδος. Ότι υπάρχει πλάνο για να διορθωθούν όσα (δεν) έγιναν πέρσι». Και έκλεισε με το εξής: «η ελπίδα είναι πως αυτό το πρώτο ματς, όχι τόσο μιλώντας για το αποτέλεσμα που στο φινάλε είναι θετικό, αλλά κυρίως για την εικόνα της ομάδας, θα αποτελέσει το πρώτο και τελευταίο φετινό καμπανάκι. Γιατί η συγκεκριμένη εμφάνιση όχι για ομίλους Champions League δεν ήταν, ίσως δεν ήταν καν για αυτούς του Conference..»

Αυτά και άλλα πολλά για όποιον έχει τη διάθεση να ανατρέξει στο ιστορικό της στήλης, ως προκαταβολική απάντηση-απόδειξη για το ότι κάποιοι δεν θυμηθήκαμε τώρα ξαφνικά ότι κάτι δεν πάει καλά στον Ολυμπιακό ή να τα ρίξουμε όλα στον Μαρτίνς. Έναν Μαρτίνς ο οποίος, σημειωτέον, από τη συγκεκριμένη στήλη έχει στηριχθεί 100% από την εποχή που ακόμη ο «ερυθρόλευκος» Τύπος έβλεπε στην πρώτη του χρονιά έναν τεχνικό «υπ' ατμόν», επειδή «δεν ξέρει να νικά στα ντέρμπι».

Φταίει κυρίως ο Μαρτίνς, φταίει μόνο ο Μαρτίνς, ή...

Μιλώντας για τον Πέδρο Μαρτίνς, το πρώτο μεγάλο ερώτημα μετά την πρώτη παταγώδη αποτυχία της σεζόν είναι τώρα το εξής: είναι ο μόνος ή ο κύριος υπεύθυνος για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο Ολυμπιακός; Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Πορτογάλο είναι σαφέστατα ο κύριος υπεύθυνος για την μικροοικονομία της ομάδας. Για τη διαχείριση των αγώνων, για τα (πολλά) τελευταία αποτελέσματα. Ο Ολυμπιακός έχει αποθεωθεί την τελευταία τριετία-τετραετία ως «Ολυμπιακός του Μαρτίνς». Σε αυτόν έχει πιστωθεί το μεγαλύτερο μερίδιο της αγωνιστικής εικόνας και των αποτελεσμάτων της ομάδας. Μοιραία, αυτός θα χρεωθεί και την τωρινή κατάστασή της, η οποία μοιάζει μη αναστρέψιμη χωρίς ολική αναδόμηση.

Ωστόσο, έφτασε η ομάδα από μόνη της να έχει αυτή την εικόνα; Επίσης προφανώς και όχι. Το αγωνιστικό πρόβλημά της διογκώθηκε, όταν τα θέματά της έφυγαν από τη σφαίρα της καθημερινότητας, από τα θέματα μικροοικονομίας, όταν έπαψαν να είναι θέματα που άπτονται των αγωνιστικών και ποδοσφαιρικών επιλογών και έγιναν δομικά. Η εικόνα της ομάδας είναι σήμερα αυτή που είναι λόγω των επιλογών του συλλόγου. Λόγω της πολιτικής του, ποδοσφαιρικής ή και όχι μόνο ποδοσφαιρικής.

Το μερίδιο ευθύνης του Μαρινάκη

Να το πούμε ακόμη πιο απλά, κάποιος παράτησε την ομάδα στην τύχη της. Κάποιος αποφάσισε να βάλει πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, είτε αυτά λέγονται Νότιγχαμ Φόρεστ, είτε αυτά λέγονται σχέσεις με άλλους συλλόγους και μεγαλομανατζαραίους που πάντα στο φινάλε επηρεάζουν και τις ποδοσφαιρικές επιλογές σου, είτε λέγονται οτιδήποτε άλλο. Η μακροοικονομία της ομάδας ανήκει πάντα στη διοίκηση και όπως φάνηκε τον τελευταίο χρόνο, ο Ολυμπιακός δεν αποπνέει τη διοικητική υγεία των περασμένων ετών. Όπως συνέβη με τον Πέδρο Μαρτίνς, το ίδιο ισχύει και για τον Βαγγέλη Μαρινάκη. Ο Μαρτίνς πιστώθηκε την αγωνιστική εικόνα της ομάδας που οδήγησε στις επιτυχίες, ο Μαρτίνς χρεώνεται τώρα και την αγωνιστική κατάρρευσή της.

Ο Βαγγέλης Μαρινάκης είναι αυτός που πιστώθηκε την επιλογή του Μαρτίνς, την επιλογή να τον στηρίξει όποτε προέκυψε το παραμικρό θέμα, την επιλογή να τον ακούσει και να τον ικανοποιήσει σε ό,τι κι αν ζήτησε. Στο τέλος της τετραετίας, τα τρία σερί πρωταθλήματα και το ποδόσφαιρο που έπαιξε τα προηγούμενα χρόνια, είναι προφανώς δουλειά και επιτυχία του Μαρινάκη τουλάχιστον όσο είναι και του Μαρτίνς, αν όχι ακόμη μεγαλύτερη. Μοιραία, αυτός έχει το καρπούζι και το μαχαίρι και τώρα είναι αυτός που φέρει την ευθύνη για το ότι η ομάδα βάλτωσε και συνέχισε να βαλτώνει επί ένα χρόνο μέχρι να φτάσει στην εκκωφαντική σφαλιάρα από τη Μακάμπι.

Το γιατί ο Μαρινάκης επέτρεψε να φτάσει η ομάδα σε αυτό το σημείο, ίσως είναι πολύ απλό. Ίσως οι λόγοι είναι πολύ απλοί και κυρίως ανθρώπινοι. Ίσως να φταίει η έπαρση της επιτυχίας, χάρη στην οποία πιστεύεις πως επειδή ότι κάνεις δουλεύει μέχρι ένα σημείο, θα συνεχίσει να δουλεύει για πάντα. Ίσως πάλι οι λόγοι να είναι τόσο περίπλοκοι που δεν μπορούμε καν να τους αντιληφθούμε όσοι απλά παρατηρούμε. Στο τέλος όμως, ό,τι κι αν τελικά ισχύει, το αποτέλεσμα παραμένει. Ο Ολυμπιακός πλέον χρειάζεται ολικό restart και επιστροφή στις εργοστασιακές ρυθμίσεις του όπως είχε γίνει πριν τέσσερα χρόνια.

Σταμάτησε να σέβεται το ποδόσφαιρο

Ο προ τετραετίας και πενταετίας Ολυμπιακός, ήταν μια ομάδα που δεν σεβόταν τις βασικές αρχές του ποδοσφαίρου και το ποδόσφαιρο επιβραβεύει μονάχα όσους το σέβονται. Η συγκεκριμένη φράση έχει χρησιμοποιηθεί σαν τίτλος σε κείμενα της στήλης δύο φορές (η πρώτη και η δεύτερη). Και στις δύο καταγραφόταν ότι για να επιστρέψει ο Ολυμπιακός στον δρόμο των επιτυχιών, έπρεπε να αλλάξει τρόπο λειτουργίας και φιλοσοφίας σαν σύλλογος και η ομάδα του να αποκτήσει αρχή, μέση και τέλος σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, με έναν άνθρωπο στο τιμόνι της που θα μπορεί να αποτελεί το Α και το Ω.

Πράγματα τα οποία έγιναν στην εποχή Μαρτίνς. Ο Ολυμπιακός έγινε ένας σύλλογος που δούλευε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι σε θέματα ποδοσφαιρικού σχεδιασμού, μεταγραφών και γενικότερης λειτουργίας. Η δε ομάδα με τον Πορτογάλο στο τιμόνι, ήταν μια ομάδα που αποθεώθηκε από φίλους και εχθρούς και την οποία άπαντες παραδέχθηκαν ως η με διαφορά καλύτερη στην Ελλάδα.

Από τον Χάπελ, στον Μπακχάρ...

Έκτοτε, κύλησε στο αυλάκι όλο το... νερό που προαναφέρθηκε και έφτασε το βράδυ της Τετάρτης. Από την έδρα του Ολυμπιακού, έχουν περάσει και έχουν γονατίσει μεγαθήρια, ομάδες-κολοσσοί, ομάδες-θρύλοι του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Όσες δεν έφυγαν με το κεφάλι σκυφτό, σπανίως έκαναν παρέλαση στο ΟΑΚΑ, στη Ριζούπολη ή το Καραϊσκάκη. Συνήθως, υπέφεραν και μάτωναν για να τον νικήσουν ή για να μη χάσουν. Το βράδυ της Τετάρτης, το θεριό από την ποδοσφαιρομάνα Χάιφα, του προφέσορα, του δόκτωρα Μπαράκ Μπακχάρ, τον υποχρέωσε στην πιο βαριά εντός έδρας ήττα της ιστορίας του. Η μοναδική άλλη φορά που έφαγε 4 και δεν έβαλε κανένα, ήταν ακριβώς 40 χρόνια πριν, Νοέμβρη του 1982. Με τη διαφορά ότι τότε είχε περάσει από το ΟΑΚΑ το Αμβούργο του μύθου Έρνστ Χάπελ, του Μάγκατ και του Χρούμπες που 6 μήνες μετά σήκωσε το Κύπελλο Πρωταθλητριών στο ίδιο γήπεδο νικώντας 1-0 τη Γιουβέντους των Τραπατόνι, Τζοφ, Σιρέα, Πλατινί, Μπόνιεκ, Ρόσι κ.α.

Η ποδοσφαιρική δικαιοσύνη και η επιβράβευση της Μακάμπι

Σε λίγο πιο σοβαρό τόνο τώρα, όπως ειρωνεύεται και μειώνει τη Μακάμπι, δείχνει μόνο την άγνοιά του και την έλλειψη κριτικής και αναλυτικής ικανότητας. Αν μια από τις δύο ομάδες δεν αξίζει ίχνος ειρωνείας, τότε σίγουρα αυτή δεν είναι η Μακάμπι Χάιφα. Η Μακάμπι είναι αυτή που διέλυσε τον Ολυμπιακό. Δεν «έχασε ο Ολυμπιακός από τη Μακάμπι επειδή, επειδή και επειδή...» δηλαδή όλα τα κλασικά γράφονται στα ελληνικά ρεπορτάζ σε αυτές τις περιπτώσεις. Η Μακάμπι ήταν η ομάδα που υποχρέωσε τον Ολυμπιακό σε αυτή τη θλιβερή εικόνα των 180 λεπτών χωρίς υποψία ευκαιρίας από οργανωμένο ποδόσφαιρο.

Γιατί; Ε, γιατί το ποδόσφαιρο επιβραβεύει όσους το σέβονται! Part III. Στο ζευγάρι αυτό, δεν έγινε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την εφαρμογή της ποδοσφαιρικής δικαιοσύνης!

Οι Ισραηλινοί σαφέστατα και δεν είναι κανένα ποδοσφαιρικό θεριό. Είναι όμως ομάδα που παίζει ποδόσφαιρο. Με αρχή, μέση και τέλος. Με ξεκάθαρη αγωνιστική φιλοσοφία, με τακτικό πλάνο, με την τόλμη να το ακολουθήσει (σ.σ. φουλ επίθεση και εκτός έδρας, «σημάδι» στις αδυναμίες του αντιπάλου), με την ελάχιστη απαραίτητη ποιότητα και τα πνευμόνια για να το εφαρμόσει. Η Μακάμπι ήταν μια ομάδα που έδειξε ότι μπορεί να κάνει μια χαρά τα απολύτως βασικά μέσα στο γήπεδο και πολλές φορές, ειδικά σε καλοκαιρινά προκριματικά, αυτό είναι αρκετό.

Το πιο περίπλοκα απλό σπορ

Αυτό συμβαίνει γιατί το ποδόσφαιρο είναι το πιο περίπλοκα απλό σπορ. Απλό στην κεντρική ιδέα του, (4 γραμμές-όρια και δύο ορθογώνιοι παραλληλόγραμμοι στόχοι) περίπλοκο ως προς την εκτέλεσή του λόγω του αριθμού των παικτών και του μεγέθους του -άνευ περιορισμών- αγωνιστικού χώρου. Έτσι, δημιουργούνται δύο αξιώματα για τη φύση του σπορ.

Πρώτον, η δουλειά αργεί να φανεί. Ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων, μια ομάδα χρειάζεται ένα εύλογο χρονικό διάστημα προκειμένου να εφαρμόσει αυτά που δουλεύει. Δεύτερον και σαν συνέπεια του πρώτου, σε βάθος χρόνου είναι αδύνατο να μην γίνει αντιληπτό πότε μια ομάδα παίζει καλύτερα από μια άλλη ή από τον ανταγωνισμό της γενικότερα.

Αυτό το «παίζει καλύτερα» δεν αφορά στο θέαμα φυσικά. Μιλάμε για τη συνολική εικόνα της στο γήπεδο. Πότε η χ ομάδα μπορεί και εφαρμόζει άψογα το πλάνο, τη φιλοσοφία της. Δεν μιλάμε αναγκαστικά για εντυπωσιακό, φαντεζί ή ούτε καν για επιθετικό ποδόσφαιρο. Για παράδειγμα, δεν είναι πολλές ομάδες στην Ευρώπη την τελευταία δεκαετία που μπορούν να υποστηρίξουν ότι «παίζουν καλύτερα» από την Ατλέτικο του Σιμεόνε. Τα αποτελέσματα είναι μια εντελώς διαφορετική κουβέντα. Όλα αυτά μεγεθύνονται στη σύγχρονη εποχή που μέσω της τεχνολογίας και της ταχύτητας με την οποία μπορεί να κυκλοφορεί η παραμικρή πληροφορία, δεν υπάρχουν πια μυστικά στο ποδόσφαιρο. Δεν υπάρχουν καινοτομίες και τρικ που προκαλούν... κοσμογονία. Η γνώση είναι κοινή πλέον για όλους, το θέμα είναι ποιος μπορεί να την εφαρμόσει καλύτερα από τον άλλο. Και φυσικά ποιος μπορεί να την... αγοράσει!

Η σύγχρονη προπονητική φιλοσοφία

Κάπου εδώ φτάνουμε και στην σύγχρονη ποδοσφαιρική φιλοσοφία. Σύμφωνα με αυτή, το αποτέλεσμα πάντα ακολουθεί το σωστό παιχνίδι. Πιο απλά, ο προπονητής ακολουθεί σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια όλες τις μεθόδους σύμφωνα με τις οποίες πιστεύει ότι η ομάδα του θα παίξει το «σωστό ποδόσφαιρο». Σύμφωνα με αυτές τις αρχές θα εκπαιδεύσει ατομικά τους ποδοσφαιριστές του και ακολούθως θα εκπαιδεύσει το σύνολο ώστε να παίζει πάντα το σωστό παιχνίδι. Όταν συμβούν όλα αυτά, η κοινή θεώρηση είναι ότι μοιραία θα αρχίσουν σε βάθος χρόνου να έρχονται και τα επιθυμητά αποτελέσματα. Εδώ και πολλά χρόνια, έχουν εγκαταλειφθεί από το σύνολο των μεγάλων Ευρωπαίων προπονητών οι τακτικές που θέλουν μια ομάδα να προσαρμόζεται -σχεδόν μπασκετικά- σε κάθε αντίπαλο ή του να αλλάζει πρόσωπα και τακτικές προκειμένου να κυνηγήσει πιο άμεσα και πιο αποτελεσματικά, μεμονωμένα αποτελέσματα. Οι άνθρωποι απλά διαπίστωσαν ότι είναι πιο ασφαλές, πιο αποτελεσματικό ή και πιο εύκολο σε αρκετές περιπτώσεις, να προσπαθείς να κάνεις το δικό σου παιχνίδι και στο τέλος να... συγκρίνεις παιχνίδια με τον αντίπαλο ώστε να προκύψει το αποτέλεσμα. Ο ποδοσφαιρικός κόσμος διαπίστωσε ότι όταν... παίζεις -ό,τι κι αν είναι αυτό που μπορείς να παίξεις- και όταν το παίζεις σταθερά, τότε μόνο καλά πράγματα προκύπτουν. Τα παραδείγματα της τελευταίας 20ετίας είναι τόσα πολλά που δεν χρειάζεται καν να αναφερθούν. Ζούμε στην εποχή που οι «μικροί» είναι πιο κοντά από ποτέ στους «μεγάλους» σε όλα τα επίπεδα και αυτό αρκεί. Το μοναδικό πρόβλημα -εκτός ή και εντός εισαγωγικών- είναι ότι οι μεγάλοι παραμένουν πολύ πιο πλούσιοι από τους μικρούς!

Το ακριβό στοιχείο που κάνει τη διαφορά

Αυτό φέρνει και το τελευταίο ποδοσφαιρικό αξίωμα που πρέπει να αναφερθεί, σε μια προσπάθεια να εξηγηθεί πως ο Ολυμπιακός έφτασε στο φετινό Βατερλώ. Σε ανύποπτο χρόνο, πριν αρκετά χρόνια, το είχε εξηγήσει καλύτερα απ' όλους ο Πεπ Γκουαρδιόλα σε μια συνέντευξη Τύπου: «Το να παίξει η ομάδα μου καλή άμυνα, είναι δικό μου θέμα. Το να παίξει καλή επίθεση, είναι θέμα της διοίκησης»!

Τι εννοούσε ο σύγχρονος αυτός ποδοσφαιρικός ποιητής; Απλό. Στην εποχή της έλλειψης μυστικών και της κοινής για όλους γνώσης, η τέλεια άμυνα μπορεί να διδαχθεί από το μηδέν, τόσο ατομικά όσο και συνολικά σε μια ομάδα. Είναι θέμα επιλογών, είναι θέμα δουλειάς. Η επίθεση όμως πλέον είναι άλλη ιστορία. Η τέλεια επίθεση που θα νικήσει την τέλεια άμυνα, ναι μεν μπορεί να βελτιωθεί και να δουλευτεί έως ένα σημείο, αλλά όλα τα... σημεία που θα κάνουν την τελική διαφορά, άπτονται του ατομικού ταλέντου. Το ταλέντο είναι που θα νικήσει την τακτική, τις αγωνιστικές επιλογές και φυσικά ως γνωστόν, το ταλέντο δεν εκπαιδεύεται. Το στοιχείο που κάνει τη Νο1 διαφορά πια στο σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι πιο επιδραστικό από ποτέ στα αποτελέσματα των ομάδων, ειδικά στο κορυφαίο επίπεδο του ανταγωνισμού, άρα είναι και το πιο ακριβό. Όσοι μπορούν να το πληρώσουν, θα μπορούν να έχουν και όλα όσα ακολουθούν. Όλοι οι υπόλοιποι, θα βράζουν στο ίδιο καζάνι και συνήθως θα κάνουν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους.

Η φιλοσοφία Μαρτίνς και το ταλέντο που... στέρεψε

Ό,τι ακριβώς έκανε και ο Ολυμπιακός του Μαρτίνς. Σε επίπεδο ελληνικού ποδοσφαίρου, το συνολικό ταλέντο της ομάδας αυτής ήταν αρκετό για να πάρει τρία σερί. Κάτι που πλέον δεν είμαστε καν σίγουροι ότι θα ισχύσει και τη χρονιά που ξεκίνησε. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα αποτελέσματα επίσης μιλούν από μόνα τους. Όσο το αθροιστικό ταλέντο του ρόστερ συνδυαζόταν με νιάτα, με φρεσκάδα, με όρεξη, με πλάνο που υποστηριζόταν από το υλικό, μπορούσε να προσφέρει σπουδαία μεμονωμένα αποτελέσματα, τα οποία όμως και πάλι δεν γινόταν να είναι σταθερά σε βάθος χρόνου. Η ομάδα απέδειξε ότι έφτασε το ταβάνι της σε επίπεδο ευρωπαϊκής πορείας και μοιραία τα αποτελέσματά της άρχισαν να φθίνουν, όσο τα χρόνια περνούσαν, όσο τα νιάτα, η φρεσκάδα και η όρεξη στέρευαν, τόσο το όποιο ταλέντο από μόνο του δεν θα μπορούσε να προσφέρει το κάτι παραπάνω. Όταν πια, είτε για λόγους οικονομικούς, είτε για λόγους λάθος επιλογών, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, το φρέσκο ταλέντο σταμάτησε να προστίθεται σταθερά στο ρόστερ, η ομάδα πήρε την κάτω βόλτα. Γι αυτό και έχασε εύκολα σχεδόν από όλες τις στοιχειωδώς σοβαρές και ποιοτικές ομάδες τις οποίες αντιμετώπισε.

Ο Πέδρο Μαρτίνς ήταν αυτός που όλο το αυτό το διάστημα υποστήριζε ότι «ξέρει τι χρειάζεται να γίνει» και πως το μόνο που αρκούσε ήταν η δουλειά. Πράγμα το οποίο επίσης αποδείχθηκε πως δεν ίσχυες. Η ομάδα και ο ίδιος είχαν και τον χρόνο και τα υλικά για να δουλέψουν. Τα λάθη -όλων- ήταν πια λάθη φιλοσοφίας. Ναι, σύμφωνοι, η ανεξήγητη (;) επιστροφή της διοίκησης στις προ Μαρτίνς λογικές της χρεώνεται τεράστιο ποσοστό της αποτυχίας. Με τις αλλαγές σε όλα τα επίπεδα που γίνονται περισσότερο για να γίνονται, με μεταγραφές που επίσης γίνονται για να γίνονται, με επιλογές χαμηλού κόστους και αμφιβόλου ποιότητας. Ναι, σύμφωνοι, τον Χρόνο δεν τον νίκησε κανείς. Ο Μανωλάς, ο Παπασταθόπουλος, ακόμη και ο Μπουχαλάκης, ο Μασούρας ή και ο Μαντί προφανώς δεν είναι οι προ τριετίας-τετραετίας παίκτες. Δεν μιλάμε καν για τον Ελ Αραμπί και τον Βαλμπουενά που έβγαζαν σταθερά τα κάστανα από τη φωτιά όλα αυτά τα χρόνια.

Η πιο τρανταχτή αδυναμία και ο αστερίσκος

Ωστόσο, ο Μαρτίνς είναι αυτός που παρουσίασε την πιο τρανταχτή αδυναμία του ρόστερ: την αδυναμία να διαγνώσει την επιτακτική ανάγκη είτε για αλλαγή της συνολικής ποδοσφαιρικής φιλοσοφίας του, είτε για... αλλαγή περιβάλλοντος. Ο Πέδρο Μαρτίνς είναι ένας από τους τεχνικούς που ακολουθούν πιστά αυτό το σύγχρονο δόγμα προπονητικής που προαναφέρθηκε, όμως εδώ μιλάμε για Ολυμπιακό, μιλάμε για Ελλάδα και μοιραία μπαίνει δίπλα σε αυτό και ένας τεράστιος αστερίσκος. Οι σύγχρονοι προπονητές που μπορούν να έχουν το εξής ένα σταθερό ποδοσφαιρικό δόγμα και να το ακολουθούν με ελάχιστες διαφοροποιήσεις ανά τα χρόνια, γνωρίζουν κάθε χρονιά κάποιες πολύ σημαντικές... λεπτομέρειες. Ξέρουν ακριβώς τι μπάτζετ έχουν στα χέρια τους. Ξέρουν ότι οι μεταγραφές τους δεν περιορίζονται σε ελεύθερους, δανεικούς ή... ανακυκλώμενους παίκτες ανάμεσα σε ένα γκρουπ συγκεκριμένων ομάδων και συγκεκριμένων γραφείων μάνατζερ. Ξέρουν ότι έχουν κατά κανόνα τον απόλυτο λόγο στη λήψη αποφάσεων.

Στη σύγχρονη εποχή του Ολυμπιακού δύσκολα θα βρει κανείς προπονητή που πήγε στον πρόεδρο, στον Κόκκαλη ή τον Μαρινάκη, που να ζήτησε ξεκάθαρο μπάτζετ και τον απόλυτο έλεγχο του ρόστερ και να μην πήρε απάντηση κάτι σαν «θα εξετάσουμε το αίτημα σας και θα σας ειδοποιήσουμε από Δευτέρα». Και βέβαια όλα όσα προκύπτουν κατά καιρούς για «επιλογή Μαρτίνς ο τάδε» ή «αυτόν ήθελε διακαώς ο Μαρτίνς», είναι ωραίες ιστορίες για τα ρεπορτάζ, αλλά όχι η πραγματικότητα. Αν ο Μαρτίνς είχε την επιλογή τριών ελεύθερων και δύο δανεικών από τη Νότιγχαμ, τότε προφανώς θα επιλέξει κάποιον αλλά αυτή δεν θα είναι «επιλογή Μαρτίνς».

Έζησε με το σπαθί, «πέθανε» από το σπαθί

Ο Πορτογάλος ακολούθησε τη φιλοσοφία του για όσο καιρό αυτό ήταν επιτρεπτό, για όσο καιρό ήταν αποτελεσματικό, για όσο καιρό οι συνθήκες το ευνόησαν, για όσο καιρό μπορούσε να το κάνει, όπως μπορούσε να το κάνει. Εδώ και αρκετό καιρό, αυτό απλά έπαψε να ισχύει. Η ομάδα του δεν μπορούσε να εκπαιδευθεί στο «σωστό παιχνίδι» γιατί απλά δεν υπήρχαν τα υλικά: η διάθεση, η όρεξη, το ταλέντο ή τα πνευμόνια. Και το χρήμα βεβαίως. Μοιραία, σε βάθος χρόνου σταδιακά σταμάτησαν να έρχονται και τα αποτελέσματα. Τι θα έπρεπε να κάνει από τη στιγμή που ήταν αδύνατο να προσαρμοστεί σε αυτές τις νέες συνθήκες; Ή να αλλάξει φιλοσοφία και αγωνιστικό πλάνο, κάτι που επίσης αποδείχθηκε ότι δεν ήταν δυνατό -ειδικά χωρίς ολική αναδόμηση του ρόστερ- ή να παραιτηθεί.

O Αϊνστάιν είχε πει ότι «δεν έχει κάνει ποτέ λάθος όποιος ποτέ δεν δοκίμασε κάτι καινούργιο». Ο Πορτογάλος που συνεχώς επικαλούταν την ανάγκη για «περισσότερη δουλειά» έπεσε στην παγίδα που ο ίδιος έστησε στον εαυτό του. Επέλεξε την τακτική της απραξίας και αυτή αποδείχθηκε καταστροφική για την ομάδα του. Και παραδόξως, οι λύσεις στα προβλήματά της θα πρέπει τώρα να έρθουν επειδή κάποιος άλλος (βλέπε Βαγγέλη Μαρινάκη) θα πάρει αποφάσεις, με κάποιον άλλο (βλέπε νέο προπονητή) να έχει την ευθύνη να τις εκτελέσει.

Ο Πέδρο Μαρτίνς δεν άξιζε αυτό το (επικείμενο) τέλος από τον Ολυμπιακό. Όσο το μέλλον παραμένει άγνωστο όμως, οι προπονητές αυτού του επιπέδου θα συνεχίσουν να κάνουν ότι έκανε κι αυτός, όσο δύσκολο κι αν φαντάζει, όσο ακατόρθωτο κι αν αποδεικνύεται. Θα ζουν με το (δικό τους ποδοσφαιρικό) σπαθί και θα πεθαίνουν από το ίδιο σπαθί.

Και ο Πέδρο στον Ολυμπιακό, ό,τι πέτυχε, το πέτυχε με το σπαθί του.

 

Ούτε ντροπή, ούτε ξεφτίλα, είναι η δικαιοσύνη του ποδοσφαίρου