MENU

Μια νίκη επί της γείτονας χώρας αλλά και της Αυστρίας, αμφότερες με 3-0, μπορεί να μην είναι τα σημαντικότερα αποτελέσματα στην ιστορία της εθνικής γυναικών. Παρόλα αυτά είναι τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα που θα μπορούσε να πάρει αυτή η ομάδα ώστε να βρίσκεται όλο και πιο κοντά στο στόχο της. Και η αλήθεια είναι ότι το να συναντάει βατούς αντιπάλους στα προκριματικά είναι κάτι που κερδήθηκε σε βάθος χρόνου, άξια και δίκαια.

Η ελληνική ομάδα, σε αυτή τη χρονική στιγμή τουλάχιστον, μπορεί να κριθεί με βάση αυτά τα δύο επίσημα παιχνίδια (ούτε καν τα φιλικά που προηγήθηκαν) και με βάση τους αντιπάλους που συνάντησε. Το τι θα γίνει σε δύο χρόνια σε επίσημη διοργάνωση είναι κάτι διαφορετικό και τότε θα κριθεί με αντίστοιχα κριτήρια. Με βάση αυτά τα δεδομένα η εθνική γυναικών πήρε άριστα. Από τη μία ο προπονητής της ομάδας διαχειρίστηκε το ρόστερ ιδανικά, δίνοντας σε όλες την ευκαιρία να προσφέρουν, και από την άλλη οι αθλήτριες έδειξαν πάθος και θέληση.

Η ταυτότητα που αποκτά η ομάδα είναι αυτή ενός μαχητικού συνόλου που έχει διάθεση να παλέψει με όλες τις δυνάμεις του σε κάθε φάση. Θεωρητικά στο βόλεϊ οι κεντρικοί είναι οι πιο αδύναμοι αμυντικά. Ωστόσο στο ξεκίνημα του παιχνιδιού με τα Σκόπια η Χατζηευστρατιάδου έβγαλε μια εντυπωσιακή διπλή άμυνα ενώ λίγο αργότερα η Τερζόγλου θύμισε λίμπερο με άμυνα «πλακάκι». Αυτά μπορεί να είναι λεπτομέρειες αλλά φανερώνουν το πόσο πάθος είχαν τα κορίτσια της εθνικής από την πρώτη στιγμή.

Είναι δύσκολο να βρεθούν MVP σε τέτοια παιχνίδια αφού ο πλουραλισμός ήταν το μεγαλύτερο όπλο της ομάδας. Παρόλα αυτά ένα από τα αξιοσημείωτα των δύο αγώνων είναι η Καρακάση. Στην Αυστρία η εθνική είχε την ατυχία να χάσει τη βασική της πασαδόρο που διανύει μια διετία που ίσως να είναι η καλύτερη της καριέρας της. Η νεαρή Έλενα Καρακάση, όμως, δεν είχε κανένα πρόβλημα να μπει με τεράστια σιγουριά και να κάνει το παιχνίδι της με άνεση. Και αυτό συνέβη και στο δεύτερο παιχνίδι όπου πλέον ήταν η βασική και εναλλάσσονταν με την επίσης rookie Τάνη. Το γεγονός ότι μια τόσο κομβική θέση μοιράστηκε σε δύο νεαρές που δεν είχαν ξαναπαίξει σε εθνική γυναικών σε επίσημο παιχνίδι και αυτές ανταπεξήλθαν σαν να είχαν εμπειρία χρόνων είναι κάτι πολύτιμο.

Το περασμένο καλοκαίρι η εθνική γυναικών εμφανίστηκε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα μέσα σε αμφισβήτηση λόγω της ανανέωσης και του μικρού μέσου όρου ηλικίας. Εκτός του ότι η παρουσία της Ελλάδας ήταν αξιοπρεπέστατη και η πρόκριση στους 16 χάθηκε στις λεπτομέρειες τα κέρδη εκείνης της παρουσίας εμφανίζονται τώρα. Αθλήτριες όπως η Ανθούλη, η Νικολογιάννη, η Τεζόγλου και η Τοντάι ήταν είτε πρωτοεμφανιζόμενες σε τέτοια διοργάνωση είτε είχαν για πρώτη φορά τόσο ενεργό ρόλο. Η παρουσία τους ήταν θετική τότε και αυτό εξαργυρώνεται τώρα καθώς όλες τους είναι πλέον βασικά γρανάζια της ομάδας και η απόδοσή τους οδηγεί σε νίκες. Η αυτοπεποίθηση με την οποία παίζει πλέον η Νικολογιάννη και αξιοποιεί τα αθλητικά της προσόντα είναι βασικός παράγοντας για την εθνική. Η Τερζόγλου δεν είναι πια μια καλή «ρεζέρβα» αλλά μια σταθερή και αξιόπιστη κεντρικός όπως και η Τοντάι η οποία ετοιμάζεται για ένα μεγάλο βήμα στην καριέρα της. Η Ανθούλη είναι το μεγάλο όπλο αυτής της ομάδας ενώ το πείσμα, η θέληση και η δουλειά της Τσιτσιγιάννη δημιουργεί ένα καλό δίδυμο σε αυτή τη θέση. Ακόμα και η Μπάκα, η οποία πέρυσι ήταν η τελευταία παίκτρια του ροτέισον, είναι μια καλή λύση στη θέση της ακραίας και το έδειξε και μέσα στη σεζόν με τον Άρη αλλά και στα δύο παιχνίδια των Προκριματικών.

Το ζητούμενο δεν είναι κάθε καλοκαίρι να μετράμε πόσες και ποιες είναι οι απούσες αλλά το θέμα είναι ποιες είναι οι παρούσες στην εθνική. Η ανανέωση του περασμένου καλοκαιριού δεν ήταν μια παρένθεση αλλά κάτι στο οποία πρέπει να χτίσει η εθνική και αυτό κάνει. Μπορεί πλέον να μην υπάρχουν στην εθνική παίκτριες όπως η Παπαφωτίου, η Χριστοδούλου, η Λαμπρούση, η Βασιλαντωνάκη, η Χαντάβα αλλά για να ετοιμαστούν οι διάδοχοι θα πρέπει να περάσουν από αυτό το στάδιο που περνάνε τώρα. Κάποιες θα τα καταφέρουν και θα ακολουθήσουν εξίσου σπουδαίες καριέρες, κάποιες όχι. Και ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι το 2019 η εθνική αποτύγχανε να πάρει προκρίσεις παρά τα αξιόλογα ρόστερ που είχε τότε. Τώρα ετοιμάζεται για το τέταρτο συνεχόμενο Eurovolley της και φλερτάρει με την πρόκριση στο Παγκόσμιο μετά από το μακρινό 2001! Και αυτό δεν χαρίστηκε αλλά κατακτήθηκε από όλες τις αθλήτριες που πέρασαν από την ομάδα αυτά τα χρόνια αλλά και στους προπονητές που μπορεί να μην τρύπησαν ταβάνι αλλά κράτησαν την εθνική σε αυτό το επίπεδο.

Το πιο σημαντικό από όλα, όμως, είναι πως οι περισσότερες από αυτές τις κοπέλες δεν είναι καν βασικές στις ομάδες τους. Η Τάνη, που πήρε αρκετό χρόνο συμμετοχή ήταν αναπληρωματική στον Ολυμπιακό, η Νικολογιάννη, η Αντωνακάκη και η Τοντάι έπρεπε να πάνε στο Μαρκόπουλο για να παίξουν βασικές, η Τσιτσιγιάννη συνεχίζει να ψάχνει την… Ιθάκη που θα της δώσει το χρόνο συμμετοχής που της αξίζει, η Τερζόγλου έχει μονίμως να ανταγωνιστεί κάποια ξένη για να γίνει βασική. Ακόμα και η Στράντζαλη, η πιο έμπειρη και αρχηγός της ομάδας υπήρχαν πολλές στιγμές της σεζόν που έμενε πίσω στο ροτέισον. Αυτές οι αθλήτριες έχουν πέρα από κάθε αντίπαλο να διαχειριστούν μόνιμα μια αμφισβήτηση προς το πρόσωπό τους και μια έξτρα πίεση. Σαφώς και υπάρχουν περιπτώσεις που πληρώνουν δικά τους λάθη και αδυναμίες τις οποίες καλούνται να διορθώσουν ωστόσο πίεση έχουν μπόλικη και δεν τους χρειάζεται μια έξτρα αχρείαστη πίεση. Αυτό που χρειάζονται είναι εμπιστοσύνη και θετική ενέργεια. Ενδεχομένως για αυτό να απολαμβάνουν τη συμμετοχή τους στην εθνική ομάδα, γιατί εκεί βρίσκουν τις ευκαιρίες τους και με περίσσια διάθεση αποδίδουν στο μέγιστο.

Τόσο η ομάδα όσο και ο προπονητής της έχουν τις βάσεις για κάτι καλό. Ο Οικονόμου ξέρει καλά αυτά τα κορίτσια και ξέρει τι μπορούν να του προσφέρουν. Και η πρώτη σελίδα αυτού του έργου δείχνει απόλυτα θετική. Το ζητούμενο είναι αφενός η ομάδα να βρεθεί και στο επόμενο Ευρωπαϊκό και στο μεθεπόμενο. Η δουλειά όμως αποδίδει σε βάθος χρόνου και όχι από τη μια μέρα στην άλλη. Οι τωρινές επιτυχίες έχουν τη βάση τους στις αποτυχίες των περασμένων χρόνων που ωστόσο είχαν εξέλιξη και με τον ίδιο τρόπο αυτό που φτιάχνεται την τελευταία διετία μπορεί να δώσει κάτι καλό στο υπόλοιπο της δεκαετίας.

Κερδίζει στο γήπεδο αλλά κερδίζει και το σεβασμό