«Ναι ρε, θα το βάλω εγώ. Στο ζεύγος γεννητικών αδένων που αποτελούν μέρος των γεννητικών οργάνων σου…»
Εντάξει, ενδεχομένως να μην ήταν ακριβώς αυτά τα λόγια του, αλλά μέσες-άκρες το πιάσατε το νόημα.
Δεδομένου του γεγονότος πως σε μία βάρδια έγραφε κατά μέσο όσες λέξεις αντιστοιχούν σε περίπου τρεις με τέσσερις ραψωδίες της Ιλιάδας (κι από τις μεγάλες, σαν την «Ψ», όχι τίποτα ξεπέτες σαν την «Α»), σου ήταν κάπως δύσκολο να του ζητήσεις, στο τέλος της βάρδιας, «να βάλει ένα μικρό» ακόμα.
Αλλά, να: «Άσε ρε τους μικρούς να κλείσουν, εγώ σου λέω».
ΟΚ, εσύ.
Και οι μικροί μας: ο Νικόλας, ο Γιάννης, ο Παναγιώτης, με τους οποίους είχε πάει το κόσμιο και ευπρεπές πείραγμα με χρήση πολύ συγκεκριμένων λέξεων σε επίπεδο Champions League, όταν συμμετείχαν σ’ αυτό ο Κριστιάνο και ο Μέσι.
Με τον Σώτο και τον Αλέξη στο chat η καζούρα σταματούσε μόνο με προεδρικό διάταγμα- το οποίο, ακόμη κι αυτό, δεν μπορούσε να τερματίσει τις αναφορές στις μπανάνες (δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα).
Με τον Άκη και τον Γιώργο υπήρχαν άλλοι κώδικες επικοινωνίας: ένας Ολυμπιακός και δύο ΑΕΚτζήδες, άπαντες πιο ψύχραιμοι κι από παίκτη που έχει κάνει κουτσουκέλα στη «Στιγμή της Αλήθειας», είναι αρκούντως εκρηκτικός, μα υπέροχος, συνδυασμός.
Με τον Παπ και τον Σταθό μιλούσαν νυχθημερόν- κυριολεκτικά μέρα και νύχτα, ανεξαρτήτως ώρας- για τις ανάγκες του ρεπορτάζ σε σημείο «Σταματήστε, γ#$ω στο στανιό σας». Τον Τολάρα τον έλεγε «γίγαντα». Με τη Σοφία, τον Φραδέ, την Βάσω και την Αργυρώ η συνεργασία του- αν και δεν ήταν στη δική του βάρδια- ήταν πιο άρτια κι από το «10», τον απόλυτο άρτιο αριθμό.
Βοηθούσε τους μπασκετικούς παρά το γεγονός πως δεν ήταν το αντικείμενό του, αντάλλασσε μηνύματα με τα παιδιά στην Θεσσαλονίκη όπως η Ελένη και ο Θωμάς, καμιά φορά «πάσαρε», λόγω εμπειρίας σε πολιτικές ιστοσελίδες, θέματα για το Μαράκι, μέχρι και τένις είχε γράψει όταν η Βίκυ βρισκόταν πέρα από τα όρια της εξάντλησης. Στον Πάνο, όταν «του αφήναμε το σάιτ», πάντα έκλεινε με ένα «Έχε τον νου σου ρε τιτάνα αν βγει κάτι…»
Στην συντριπτική πλειονότητα των φορών που έλεγες «Κώστα, μπορείς;…», αποκρινόταν «Ναι πασά μου». Όπου «πασά μου», η προσφώνηση των πάντων. 7 γράμματα σε ρόλο νοσταλγικής κουβέρτας που απλώνει ζεστασιά στο χώρο.
Το ξέρουμε, το ξέρουμε: μέχρι στιγμής το κείμενο προσιδιάζει σε αγιογραφία.
Δεκτό, γι’ αυτό ας ρίξουμε μια ματιά πίσω από την κουρτίνα: άγχος, πολύ άγχος, απειράριθμες ώρες μπροστά στον υπολογιστή, καθιστική ζωή- ένα τρίπτυχο που, ιδίως την τελευταία δεκαπενταετία της «έκρηξης» των sites, είναι συνυφασμένο με τη δημοσιογραφία.
Μέσα σ’ αυτόν τον ερεβώδη κυκεώνα καθολικών στιγμών με αρνητικό πρόσημο, όμως, το γέλιο του. Κακαριστό, έντονο, λίγο βραχνό λόγω του καπνίσματος, μια ρωγμή φωτός μέσα στο αρραγές γκρίζο.
Ένα απόγευμα, στα παλιά γραφεία, η πιο χαρακτηριστική ιστορία. Ημέρα στην οποία γίνεται της Άννας- εκείνης, όμως, με το ιερόδουλο παρελθόν: αγώνες επί αγώνων, αμφισβητούμενες φάσεις, βίντεο, δηλώσεις, διεθνή παιχνίδια, Superleague, μπάσκετ, ντέρμπι, βόλεϊ, όλα. Για μας, δηλαδή, μια απλή Κυριακή.
Το ματς της ΑΕΚ έχει τελειώσει. Ο Κώστας γράφει το παιχνίδι, έχει την κριτική των παικτών της Ένωσης, βάζει και κάτι δηλώσεις και «σκάει» κι ένα σημαντικό θέμα παράλληλα. Δεν έχει σημασία ποιο, απλά κρατήστε ότι συνέβη.
Βγαίνει από το δίπλα γραφείο και φωνάζει «Ρε παιδιά, ας με βοηθήσει κάποιος!», την στιγμή που ο κάθε «κάποιος», βέβαια, πληκτρολογεί με ένθεη μανία, λες και προσπαθεί να κερδίσει τον παγκόσμιο διαγωνισμό πληκτρολόγησης.
Γυρίζει στην καρέκλα του.
Δύο λεπτά περνάνε.
Ένας από μας τον πλησιάζει και τον ρωτάει αν, τώρα που τελείωσε τη δουλειά του, θέλει να κάνει κάτι.
«Όχι φίλε, το έφτιαξα εγώ».
Ο άλλος τον ρωτάει αν είναι σίγουρος.
«Ναι πασά μου».
Φεύγει.
Ο καιρός περνάει στο SDNA κι αυτή η ιστορία- δείγμα του πόσο σπάνια εργατικό παιδί υπήρξε (γιατί, αλήθεια, ποιος στα 44 του δεν είναι ακόμη παιδί;)- έγινε περίπου καλτ. Την λέγαμε όλοι μεταξύ μας και γελούσαμε, με τον Τέο να σέρνει πρώτος τον ηχητικό χορό.
«Ρε ’συ, θυμάσαι τότε που;…».
Θυμόταν. Όλοι μας θυμόμαστε.
Χθες το απόγευμα, όταν μάθαμε την «αποφώλια» είδηση που ξεκίνησε με ένα απλό «Μάγκες, έχω έναν πόνο στο στήθος», αυτή η ιστορία ξεπήδησε στο μυαλό. Μόνο που πλέον ήταν σέπια αποχρώσεων, την στιγμή που ο ενεστώτας, όταν μιλάμε για το δικό μας «παιδί», πέρασε στην ατέρμονη αιωνιότητα.
Ο θάνατος, λένε, δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη συνέχιση της ζωής χωρίς (τον εκάστοτε) εμένα. Όταν βλέπεις, ωστόσο, πως ο Κώστας δεν είναι πλέον online για να τα πείτε, ένα ανεξάλειπτο μελάνι στάζει στην ψυχή σου κι αναρωτιέσαι, γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει επαρκής απάντηση, «Γιατί πασά μου;».
Ρε φίλε, μπέσα, μακάρι να μπορούσε να σε βοηθήσει κάποιος.