MENU

«Όταν μεγαλώσω θα γίνω ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού και θα βάζω πολλά γκολ. Αν δεν τα καταφέρω, όμως, θα γίνω οργανωτής στο απέναντι πέταλο, στη Θύρα 13...»

4 Σεπτεμβρίου 1983. Γήπεδο «Απόστολος Νικολαΐδης»...

Πρεμιέρα πρωταθλήματος Ελλάδας Α' Εθνικής Κατηγορίας, Παναθηναϊκός εναντίον Άρη. Στο ημίχρονο, η ομάδα του Γιάτσεκ Γκμοχ προηγείται 2-0, με τέρματα των Μάικ Γαλάκου και Γιάννη Βονόρτα. Ο πιτσιρικάς, αγνώστων λοιπών στοιχείων, δεν κρατιέται. Το φελιζόλ που του αγόρασε ο πατέρας του «για να μην κρυώνει ο ποπός σου» είναι άχρηστο. Πεταμένες δραχμές από το -όχι και τόσο μεγάλο- κομπόδεμα του μπαμπά. Η θέση του δεν είναι κάπου ανάμεσα στο πλήθος, αλλά στο χορτάρι. Εκεί βρίσκονται οι ήρωες, εκεί γνωρίζουν όλοι το όνομά σου, εκεί ξεφεύγεις από την ανωνυμία και γίνεσαι χαϊλάιτ στην «Αθλητική Κυριακή», αφιέρωμα στην «Ομάδα», αφίσα στο «Φαντάζιο», πρωτοσέλιδο στην «Αθλητική Ηχώ».

Τρέχει γρήγορα σαν τον Θανάση Δημόπουλο, ντριμπλάρει με απίστευτη δεξιοτεχνία τον κύριο που πουλάει τσιπς, σάμαλι και κοκ και ξεχύνεται προς το τέρμα. Και ξαφνικά... «Στοπ!». Κάγκελα... Φοράει την πράσινη εμφάνιση που του πήρε δώρο ο μπαμπάς για τα γενέθλιά του. Οι κάλτσες, σηκωμένες ως το γόνατο, υποδηλώνουν ότι είναι έτοιμος για να περάσει ως αλλαγή στο β’ ημίχρονο. «Έι, κύριε κόουτς! Είμαι σε μεγάλη φόρμα, τελευταία! Έβαλα τρία γκολ την Παρασκευή στο διάλειμμα! Βάλε με να παίξω και δεν θα το μετανιώσεις!».

Η εξέδρα πίσω του έχει ξεκαρδιστεί. Ο μπαμπάς ανάβει τσιγάρο, παραμένοντας απαθής. «Ας τον αφήσω να ξεθυμάνει», σκέφτεται. «Μπας και κουραστεί και πέσει νωρίς για ύπνο»...

Μια φευγαλέα σκέψη που είχε να σκαρφαλώσει τα κάγκελα και να τρέξει μέχρι το κέντρο του γηπέδου, στήνοντας την μπάλα στη λευκή βούλα και περιμένοντας τον Γρηγόρη Χαραλαμπίδη για να κάνουν σέντρα, διαλύεται μέσα σε ψυχρά και πυκνά σύννεφα λογικής. «Είναι πολύ ψηλά για εμένα, δεν είμαι ακόμα τόσο μεγάλος για να τα καταφέρω». Πόσο θα ήθελε να είναι από την άλλη πλευρά των κιγκλιδωμάτων ενώ έχει ήδη πετύχει γκολ με ανάποδο ψαλίδι και ο κόσμος να γελάει όχι με ειρωνεία, αλλά από ενθουσιασμό, χαρούμενος και εντυπωσιασμένος από τα κατορθώματα του παικταρά της ομάδας του. Πόσο λαχταρούσε, όχι να τους έχει στην πλάτη, αλλά να τους κοιτάζει στα μάτια και εκείνοι να σηκώνονται από τα κρύα τσιμέντα της κερκίδας και να τρέχουν προς το μέρος του -όπως έκανε και εκείνος πριν από λίγα δευτερόλεπτα- για να πανηγυρίσουν μαζί...

Η ομάδα βγαίνει από την καταπακτή. Όλα είναι έτοιμα για να ξεκινήσει το δεύτερο ημίχρονο. Από το απέναντι πέταλο, εκεί όπου οι φίλαθλοι φορούν δίχρωμα ριγέ κασκόλ και κρατούν μεγάλες πράσινες σημαίες, ξεκινάει ένα αμυδρό «ΠΑ-ΝΑ-ΘΗ-ΝΑ-Ϊ-ΚΟΣ», το οποίο, σιγά σιγά, δυναμώνει. «Έλα πίσω, ξεκινάει το ματς! Ενοχλείς εκεί που στέκεσαι, δεν βλέπουν οι άνθρωποι το παιχνίδι!». Ο μπαμπάς έχει σβήσει μόλις το τσιγάρο που κάπνιζε και διατάζει τον γιο του να επιστρέψει στην ανωνυμία, στην ωμή πραγματικότητα... «Κάτω, μικρέ!», ακούγεται η οργισμένη φωνή ενός μυστακοφόρου μεσήλικα. Ένας άλλος κύριος, με τρανζιστοράκι στο αφτί, είναι εμφανώς πιο θυμωμένος. «Κάτσε κάτω ρεεε!», «Κατέβα από κει πέρα, ρε μπόμπο!», «Μαζέψτε τον, κύριε! Τι θα γίνει επιτέλους;». Οι φωνές πληθαίνουν επικίνδυνα... Εκείνος, όμως, δεν ακούει τίποτα πια. Είναι μαγεμένος, εκστασιασμένος. Όχι τόσο από το κοντρολαρισμένο και γρήγορο παιχνίδι των άσων του Τριφυλλιού όσο από τον νεαρό με τα μακριά σγουρά μαλλιά, ο οποίος έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή του σαφώς πιο πελώριου κιγκλιδώματος του απέναντι πετάλου και συντονίζει με κίνδυνο της σωματικής του ακεραιότητας την εκεί κερκίδα. «Τελικά, δεν θα γίνω ποδοσφαιριστής. Θα γίνω ο αρχηγός της Θύρας 13!», σκέφτεται, την ώρα που ο Θανάσης Δημόπουλος, εννέα λεπτά έπειτα από την έναρξη της επανάληψης, σημειώνει το τρίτο γκολ του Παναθηναϊκού.

Νιώθει σαν τον Σούπερμαν. Στο τέταρτο γκολ των «πρασίνων» (63’ Αντωνίου), σφίγγει δυνατά το σιδερένιο κάγκελο και το πηγαίνει πέρα δώθε, ουρλιάζοντας «Γκοοοολλλλ!». Γυρίζει το βλέμμα του στην εξέδρα. Βλέπει τις σηκωμένες γροθιές του μπαμπά, τα πρόσωπα με τα λαμπερά χαμόγελα, τις αγκαλιές των θεατών μεταξύ τους... «Μα όλοι πανηγυρίζουν κάπως ακανόνιστα. Πρέπει κάποιος να τους οργανώσει», σκέφτεται. Γυρίζει προς το μέρος τους, αλλά παραλίγο να πέσει χάμω και να τσακιστεί! Είναι άπειρος και μικρός ακόμα, αλλά πού θα πάει, θα μάθει... Προσπαθεί να τους κάνει να τον ακούσουν. Με όσα ντεσιμπέλ διαθέτει η φωνή ενός παιδιού της ηλικίας του, τους δίνει το έναυσμα: «ΠΑΟ! - ΠΑΟ! - ΠΑΟ!». Κάποιοι, έστω και ελάχιστοι, ακολουθούν! Ταυτόχρονα, ένα μεταλλικό «γκντουπ» ακούγεται από ψηλά. Το «3» στο παλιακό ρολόι της Λεωφόρου έχει γίνει «4». Μετά από επτά λεπτά (70') θα αλλάξει ξανά, γράφοντας «5». Ο Παναθηναϊκός, τελικά, θα κερδίσει 5-1 τους Θεσσαλονικείς και θα στεφθεί πανηγυρικά πρωταθλητής Ελλάδας, λίγους μήνες αργότερα.

Το βράδυ, λίγο προτού κοιμηθεί, ο λιλιπούτειος «ήρωάς» μας δεν θα σκεφτεί τον Άνθιμο Καψή, τον Νίκο Καρούλια, τον Χουάν Ραμόν Ρότσα ή τον Γιάννη Κυράστα. Θα ονειρευτεί ότι σκαρφαλώνει «εκεί ψηλά, στη Θύρα 13» και σκαρώνει στιχάκια για επικά συνθήματα, παρέα με τα «ιερά τέρατα» της κερκίδας που κοιτάζει προς τον Λυκαβηττό. Την ίδια στιγμή που ο Παναθηναϊκός του πανηγυρίζει ακόμα ένα πρωτάθλημα...

Άκου! Έχω φωνή!