MENU

Τα πάντα ξεκίνησαν από ένα τραπέζι. Από ένα δείπνο στα Ηλύσια Πεδία. Ο Νικολά Σαρκοζί είχε βάλει στο μάτι τα αραβικά κεφάλαια για επενδύσεις στην χώρα. Οι Άραβες είχαν βάλει στο μάτι τον αθλητικό επεκτατισμό, αρχής γενομένης με την ανάθεση της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2022. Ο Γάλλος πρόεδρος τους υποσχέθηκε την στήριξη του τότε προέδρου της ΟΥΕΦΑ, Μισέλ Πλατινί. Μόνο που υπήρχε και κάτι άλλο. Ένα ντεσού. Τα μικρά γράμματα του συμβολαίου. Ένα ακόμα «πρέπει».

Ο Σαρκοζί έβλεπε την αγαπημένη του Παρί Σεν Ζερμέν να μαραζώνει, να βαλτώνει στα χέρια της αμερικανικής Colony Capital. Ήταν η ιδανική ευκαιρία να την πασάρει σε χέρια που πεινούσαν για αθλητική προβολή, μεγαλείο, θετική δημοσιότητα, δόξα, επιτυχίες. Η συμφωνία με την QSI (ένα επενδυτικό fund που εκπροσωπεί όλο το Εμιράτο του Κατάρ) έκλεισε για λεφτά που σήμερα μοιάζουν με… ψίχουλα. Μόλις 50 εκατομμύρια κι άλλα 20 εκατομμύρια ευρώ αγορασμένα χρέη!

Στις 2 Ιουλίου συμπληρώθηκε η πρώτη δεκαετία της αραβικής… βασιλείας στην «πόλη του φωτός». Σε αυτό το χρονικό διάστημα αγόρασαν. Αγόρασαν τα πάντα. Αγόρασαν ότι υπήρχε. Αγόρασαν την αλητεία του Ζλάταν και την λάμψη του Μπέκαμ. Αγόρασαν την μαγεία του Νεϊμάρ και την υπεράνθρωπη ταχυδύναμη του Μπαπέ. Αγόρασαν την εκτελεστική δεινότητα του Καβάνι και την ηγετικότητα του Τιάγκο Σίλβα. Αγόρασαν την καλλιτεχνία του Άνχελ Ντι Μαρία και την πονηριά του Βεράτι. Αγόρασαν την μαγκιά του Λαβέτσι και την πολυχρηστικότητα του Μαρκίνιος. Αγόρασαν τα πάντα. Αγόρασαν τίτλους. Αγόρασαν φήμη. Αγόρασαν τους καλύτερους προπονητές. Αγόρασαν φιλάθλους σε όλο τον κόσμο.

Αγόρασαν το ποδόσφαιρο. Αγόρασαν το Financial Fair Play που αποδείχθηκε ανυπέρβλητο εμπόδιο για όλα τα μεγαθήρια (η Ρεάλ Μαδρίτης έχει 2,5 χρόνια να κάνει έστω και μία μεταγραφή), αλλά όχι για αυτούς. Αγόρασαν το Μουντιάλ του Κατάρ. Αγόρασαν το δικαίωμα να αλλάξει όλο το ποδοσφαιρικό ημερολόγιο και να το κάνουν με τον χειμώνα. Αγόρασαν ομάδες δορυφόρους. Αγόρασαν την ECA, αυτός που βγήκε μπροστά ως νέος πρόεδρος μετά την αποσκίρτηση για την European Super League και τον εξοστρακισμό των «δωσίλογων» ήταν ο Νασέρ Αλ-Κελαϊφι. 

Τους έλειπαν δύο πράγματα. Να αγοράσουν τον καλύτερο που υπήρξε ποτέ και μαζί του να αγοράσουν το Champions League. Στο πρώτο μπήκε ήδη ένα πράσινο τικ. 

Ήταν μία κούρσα αντοχής. Ένας μαραθώνιος. Ένα μπρα-ντε-φερ. Το αμέτρητο μετρητό, η κάνουλα που δεν στερεύει ποτέ από χρήμα ήταν το στρατηγικό πλεονέκτημα των Αράβων που περίμεναν τις συνθήκες να ωριμάσουν και να έρθουν όλοι ως ώριμα φρούτα στα χέρια τους για την δημιουργία μίας super-team χωρίς προηγούμενο. 

Μέσα στο ίδιο καλοκαίρι στην «πόλη του φωτός» αφίχθησαν ο εμβληματικός αρχηγός της Ρεάλ Μαδρίτης, αυτός που προοριζόταν να γίνει η σημαία της Μίλαν και αυτός που δεν θα περίμενε ποτέ κανείς ότι θα έφευγε από την Βαρκελώνη. Ο καλύτερος όλων, ο ανέγγιχτος, ο απλησίαστος, το τοτέμ, το ίδιο το ποδόσφαιρο. Όλοι τους -ως ελεύθεροι! Μέσα στο ίδιο καλοκαίρι μερικές από τις πιο ιστορικές ομάδες της Ευρώπης, η Ρεάλ Μαδρίτης, η Μπαρτσελόνα, η Μίλαν συνθηκολόγησαν, παραδέχθηκαν ότι έφτασαν στα όρια τους, δεν αντέχουν άλλο. Νικήθηκαν!

Το ντόμινο της Μπαρτσελόνα δεν έπεσε ούτε όταν σταμάτησε ο Πουγιόλ, ούτε όταν αποχώρησε ο Τσάβι, ούτε όταν έφυγε ο Ινιέστα. Έπεσε όταν η Παρί Σεν Ζερμέν πλήρωσε την ρήτρα των 222 εκατομμυρίων ευρώ για να αποκτήσει τον Νεϊμάρ. Ήταν η κίνηση που άλλαξε για πάντα τις ισορροπίες στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Ήταν ένα μήνυμα για αυτό που έρχεται. Η Μπαρτσελόνα έχασε το μυαλό της. Όλες της οι κινήσεις από εκείνη την ημέρα και μετά ήταν αυτοκαταστροφικές, την έσπρωχναν πιο βαθιά στην κινούμενη άμμο που είχε παγιδευτεί.

Τα 222 ξοδεύτηκαν σαν ψίχουλα για δύο άθλια deal που υπό το βάρος της πίεσης έφεραν στην Βαρκελώνη τον Ντεμπελέ και τον Κοουτίνιο. Εν ριπή οφθαλμού μερικά ακόμα πιο άθλια deal έφεραν το χρέος να ξεπερνά το 1 δις ευρώ. Η Μπαρτσελόνα ήταν τελειωμένη. Αθλητικά δεν είχε τίποτα να προσφέρει στον Μέσι που ένιωθε να σπαταλά τα τελευταία του υπερβατικά χρόνια σε μία ομάδα που δίχως αυτόν έμοιαζε με ομάδα της σειράς. 

Πέρσι έμεινε in extremis, μόνο και μόνο επειδή λόγω καθυστερημένης έναρξης του πρωταθλήματος λόγω του Covid-19 έχασε την προθεσμία της ρήτρας αποδέσμευσης. Ο Λαπόρτα στήριξε όλη την προεκλογική του καμπάνια, πουλώντας ελπίδα ότι θα βρει τρόπο να κρατήσει τον Λίο στην Βαρκελώνη, όμως ήξερε ότι αυτό ήταν σχεδόν αδύνατον ακόμα κι αν είχε την συναίνεση του Αργεντινού. Το παιχνίδι ήταν εκ προοιμίου χαμένο, η Μπαρτσελόνα δεν γινόταν να χωρέσει τον Μέσι στο αυστηρό πλαίσιο του αυστηρού «πόθεν έσχες» της ισπανικής λίγκας, ο Μέσι για 100 διαφορετικούς λόγους δεν γινόταν να παίξει τσάμπα στην ομάδα της καρδιάς του. Η Παρί είχε κερδίσει. 

Οι Γάλλοι είχαν δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον, που θα μπορούσε να θέλξει τον κορυφαίο όλων. Μία μαγευτική πόλη, μία ομάδα γεμάτη από σταρ, μία διοίκηση που δεν σταματά να ξοδεύει, ένα περιβάλλον ασφάλειας και σιγουριάς. Μία ομάδα που θα μπορούσε να καλύψει τις φιλοδοξίες του -παίκτες όπως ο Μέσι τρέφονται πια μόνο από επιτυχίες, τίτλους, τρόπαια. 

Το υπέρ-πολύπλοκο deal που η Μπαρτσελόνα πάλευε να κλείσει μήνες ολόκληρους, η Παρί το έκλεισε σε δύο μέρες. Η μόνη ομάδα που μπορεί να προσφέρει λευκά συμβόλαια σε όποιον της «γυαλίσει». Μόνο που χρειαζόταν κάτι ακόμα εκτός από την υπογραφή του Μέσι. Η ψυχή του. 

Κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο για να χαιρετίσει τους νέους του «πιστούς» που τον περίμεναν καρτερικά έξω από την αίθουσα αφίξεων, ο Λιονέλ Μέσι εμφανίστηκε με ένα λευκό T-shirt, διαφορετικό από αυτό που φορούσε όταν αναχώρησε από την Βαρκελώνη. Όχι, δεν το αγόρασε από τα duty-free, ούτε το είχε παραγγείλει για να πουλήσει οπαδιλίκι στους οπαδούς της νέας του ομάδας. Έμοιαζε με διαταγή από τον νέο εργοδότη. Μία εικόνα που έγινε viral σε κάθε γωνιά της γης. Μία διαφήμιση ανυπολόγιστης αξίας.

Το μπλουζάκι έγραφε «Ici c’est Paris», «Εδώ είναι Παρίσι». Ο Μέσι το φόρεσε υπάκουα και άνοιξε ένα παραθύρι για ένα νεύμα και μερικά χαμόγελα. Τώρα πια δεν είχε υπογράψει σε μία νέα ομάδα, δεν είχε πάρει μία απλή μεταγραφή, είχε πουληθεί. 

Αθλητικά, επαγγελματικά, στρατηγικά έκανε την καλύτερη επιλογή από αυτές που είχε στα χέρια του. Κανείς δεν μπορεί να τον ψέξει. Στο Παρίσι θα μαγέψει, θα ανθίσει, θα κυριαρχήσει, θα θριαμβεύσει. Το πρώτο που έχει να κάνει όμως είναι να κάνει τα τρία παιδιά τους να χαμογελάσουν και πάλι.

Τα θλιμμένα πρόσωπα του Ματέο, του Τιάγκο, του Τσίρο στο νέο σπιτικό του μπαμπά -λες και τους φόρεσαν με το ζόρι μία αποκριάτικη στολή που σιχαίνονται- μαρτυρούν όλη την αλήθεια. Ο μπαμπάς ξέρει να χαμογελά επαγγελματικά στον φακό, με τον καιρό του έμαθε. Η Αντονέλα ξέρει να ποζάρει. Στα πρόσωπα των τριών αυτών παιδιών θαρρεί κανείς ότι καθρεφτίζεται όλη η αλήθεια του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Γέλα παλιάτσο…

 

Γέλα παλιάτσο…