MENU

«Στεκόμουν τη στιγμή που ετοιμαζόταν να εκτελέσει ο Βιτάλ, όταν ήρθε ο Νταβίντ σε μένα. «Θα αστοχήσει και τότε όλα είναι σε ένα. Είναι γραφτό. Είναι η στιγμή σου να λάμψεις. Ήμουν εκεί, μπροστά στο τέρμα. Πήρα μια βαθιά ανάσα, είδα ότι η μπάλα δεν είναι στη σωστή θέση και την έφτιαξα. Αν έχεις άγχος; Φυσικά και έχεις, αλλά δόξα τω Θεώ πήγαν όλα καλά. Εσείς καμιά φορά σκέφτεστε πολύ. Νομίζεις ότι είδα τη μπάλα να μπαίνει γκολ; Ούτε καν. Απλά άκουσα το θόρυβο από τον κόσμο και άρχισα να τρέχω. Ούτε ξέρω πού πήγαινα, ούτε θυμάμαι τι έγινε μετά».

Κι έτσι απλά, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα νιώθεις ότι όλα είναι στη θέση τους. Ότι όλα άξιζαν. Ότι όλα οδηγούσαν σε αυτή τη στιγμή. Ο πόνος. Η επιμονή. Η πίστη. Η υπομονή. Η προσπάθεια. Εξιλέωση; Δικαίωση; Ανακούφιση; Πληρότητα; Ανταμοιβή; Καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί ταυτοχρόνως. Εκείνο το βράδυ, στις 20 Οκτωβρίου του 2022, ο Ροντινέι δεν ήταν το ορφανό που έχασε τον πατέρα του, τη μητέρα του, και τη γιαγιά του, για να μεγαλώσει σε ένα σπίτι όπου τα ναρκωτικά ήταν μέσα στο κουτί με τις καραμέλες και η γειτονιά περίμενε πότε θα παραδοθεί στην μοίρα του. Εκείνο το βράδυ, στις 20 Οκτωβρίου του 2022, δεν ήταν ο άμυαλος έφηβος της Κορίνθιανς, τον οποίο είχαν πάρει στο ψηλό οι σταρ της ομάδας. Δεν ήταν ο ποδοσφαιριστής της Γ’ Εθνικής στην Βραζιλία που προσπαθούσε να καταλάβει τι έκανε λάθος. Δεν ήταν στη Serie B πια. Δεν ήταν καν το μαύρο πρόβατο για τους οπαδούς της Φλαμένγκο, οι οποίοι συχνά τον αμφισβητούσαν. Και ήταν όλα αυτά.

Γιατί στο χαμόγελό του, το οποίο σπάνια χάνει και στην επιμονή του να βλέπει τη διασκεδαστική πλευρά της ζωής, συγκεντρώνονται όλα όσα ξεπέρασε για να φτάσει σε εκείνο το βράδυ. Το βράδυ που η επιρροή του και η δημοτικότητά του στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο ήταν τέτοια ώστε να φτάσει λίγο πριν την κλήση του στο παγκόσμιο κύπελλο του Κατάρ, ήταν τέτοια ώστε να αξίζει φωτομοντάζ για την πιο διάσημη, πλέον, φωτογραφία της χρονιάς.

Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι…

Ήταν 19 ετών. Όταν μιλάμε για βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, προφανώς και η ηλικία είναι σχετική. Αν είσαι κάποιος, μέχρι τα 19 πρέπει να σε ξέρουν όλοι. Δεν τον ήξερε, όμως, κανείς. Ήταν ένας παίκτης που ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία στα 17 και ούτε είχε κάνει κάτι φαντασμαγορικό, ούτε καν είχε παίξει στο υψηλότερο επίπεδο. Ο Μαρσελίνιο Παουλίστα έκανε την πρόταση στην Κορίνθιανς κι εκείνοι – γιατί όχι; - πήραν το ρίσκο με τον Ροντινέι. Και ξαφνικά βρέθηκε εκεί. Στην ομάδα που κάθε παιδί στο Σάο Πάουλο ονειρεύεται. Ακόμα κι ένα παιδί από το λίκνο της μουσικής, ένα παιδί από το ταπεινό Τατούι, ένα παιδί που η ζωή ήθελε να του επιβάλει να μην έχει όνειρα.

Κατάκρινέ τον άμα θες… Το κάνει εκείνος πριν από όλους. Αλλά θες να προσπαθήσεις να τον καταλάβεις; «Ήμουν στην προπόνηση και κάποια στιγμή γύρισα και φώναξα. Μπορείς να μου τη δώσεις εμένα, είμαι καλός με τη μπάλα». Ναι, μπορείς να το πεις. Να το πεις στην αλάνα που έπαιζες, στην αυλή του σχολείου, στην Αβάι που ξεκίνησες, στην Marcilio Dias όπου έπαιξες δανεικός, αλλά να το πεις στην Κορίνθιανς; Ασυγχώρητο. Να το πεις στον Αλεσάντρε Πάτο, στον Πάολο Γκρερέρο και στον Έμερσον Σέικ; Ίσως δε θα έπρεπε, όμως δε θα το συγχωρήσουν.

«Όταν τους άκουσα να με κοροϊδεύουν, ενθουσιάστηκα. Εγώ είμαι ένα παιδί από την επαρχία, εκείνοι ήταν παίκτες που έβλεπα στην τηλεόραση και ξαφνικά είμαστε στον ίδιο χώρο; Σκέφτηκα «εδώ είμαι, τα κατάφερα». Έπαιρνα και περισσότερα χρήματα, κι έχασα το μυαλό μου. Έκανα λάθος. Είχα την ευκαιρία να παίξω στην Κορίνθιανς, κι εγώ το πήρα στην πλάκα, εντός και εκτός γηπέδου. Ο Τίτε το είχε καταλάβει και δεν με έβαλε ποτέ να παίξω».

Το αστείο συνεχίστηκε. Για όσο καιρό ήταν ο Ροντενέι στην Κορίνθιανς, το όνομά του ήταν «είμαι καλός με τη μπάλα». Σταδιακά, αυτό είχε τις συνέπειές του. Στην αυτοπεποίθησή του, κυρίως. «Αντί στο μυαλό μου να έχω το πώς θα δουλέψω περισσότερο για να τα καταφέρω, με ενδιέφερε να σαχλαμαρίζω με τους παλιούς. Ζαλίστηκα. Έχασα τον έλεγχο. Όταν γύρισα στην Γ’ Εθνική, κατάλαβα ότι έπρεπε να τα είχα πάρει όλα πιο σοβαρά».

Η ερμηνεία για τη συμπεριφορά του Ροντινέι δε χρειάζεται τόμους ψυχολογίας. Αρκεί μία ορολογία: Η ανάγκη του ανήκειν… Ο πατέρας του έφυγε από τη ζωή πριν καν εκείνος γεννηθεί. Μεγάλωσε με τη μητέρα του και στην αδερφή του. Έχασε τη μητέρα του από καρκίνο στον εγκέφαλο όταν ήταν δέκα ετών. Μετακόμισε να ζήσει με τη γιαγιά του. Η γιαγιά του έφυγε από τη ζωή τρία χρόνια μετά τη μητέρα του. Εκείνος και η αδερφή του δεν είχαν, πλέον, κανέναν άμεσο συγγενή.

«Τότε ήταν που πίστεψα ότι όλα κατέρρευσαν», θυμάται ο ίδιος και η μοναδική λύση, η μοναδική διέξοδος ήταν ο θείος τους. «Εκεί, στο σπίτι του θείου μου, ήταν η μεγάλη μάχη. Είχε πάρει τον λάθος δρόμο, έπαιρνε ναρκωτικά, πουλούσε τα υπάρχοντα του σπιτιού για να μπορεί να τα πληρώνει, άφηνε την αδερφή μου και μένα χωρίς τα βασικά για επιβίωση. Συχνά δεν είχαμε να φάμε. Συνέχισα, όμως…». Η λύση ήταν οι φίλοι του. Οι παιδικοί του φίλοι, με τους οποίους ακόμα και σήμερα έχει στενή σχέση. Στα δικά τους σπίτια έβρισκε συχνά ένα σνακ, στα δικά τους σπίτια συχνά κοιμόταν για να ξεφεύγει από τον κίνδυνο που υπήρχε κάτω από την οικογενειακή στέγη.

«Θα μπορούσε εύκολα να διαλέξει το λάθος δρόμο, όμως ήταν διαφορετικός. Όχι μόνο επέμενε να μένει στο σωστό δρόμο, αλλά προσπαθούσε να επηρεάσει κι εμάς. Κάθε Παρασκευή με καλούσε να πάω στην εκκλησία μαζί του». Ο σωστός δρόμος τον δικαίωσε. Πήρε απολυτήριο από το σχολείο, παρά τις κοπάνες που έκανε για να παίζει ποδόσφαιρο και μόνο τότε έδωσε το ελεύθερο στον εαυτό του να ακολουθήσει το όνειρό του. Θα έπαιζε επαγγελματικά. Και μια μέρα (σ.σ. η μέρα έχει έρθει και ο Ροντινέι συγκεντρώνει τόνους φαγητού για την κοινότητά του) θα βοηθούσε με τον τρόπο του, όσους τον βοήθησαν με τον δικό τους.

«Όσοι με βλέπουν σήμερα και πιστεύουν ότι είναι όλα λυμένα, δεν γνωρίζουν τι πέρασα. Πρέπει να μασήσεις πολλά κόκαλα, πριν φτάσεις στο φιλέτο. Ήμουν ανασφαλής. Ήμουν αβέβαιος. Υπήρχαν στιγμές που κανείς δε με πίστευε, κανείς δεν με ήξερε, και όμως τα κατάφερε». Η Πόντερ Πρέτα ήταν η ομάδα που έδωσε ουσιαστική ώθηση στην καριέρα του. Η σύζυγός του ήταν εκείνη που του πρόσφερε την ασφάλεια, την αρμονία, και την οικογένεια που του έλειπαν. Σταδιακά όλα έπαιρναν τον δρόμο τους, με μια αφύσικη φυσικότητα που σε αφήνει διχασμένο ανάμεσα στο να πιστέψεις ότι την άξιζες και να φοβάσαι μην τη χάσεις.

Ο Νταβίντ Λουίς ήταν το τελευταίο κομμάτι αυτού του δρόμου που ασφαλτοστρώθηκε. «Κοίταξε, του είπα: Είσαι ένας γνήσιος Βραζιλιάνος παίκτης. Έχεις δυνατότητες, αλλά σκέφτεσαι πάντα το κάτι παραπάνω. Πρέπει να καταλάβεις ότι χρειάζεσαι ένα πλάνο, ένα σχέδιο. Βλέπω έναν ποδοσφαιριστή με τεράστιο ταλέντο, το οποίο ίσως και να μην έχω δει στις ομάδες που έχω παίξει στο εξωτερικό. Όμως απέχεις πολύ από το να είσαι επαγγελματίας. Κι εγώ είμαι τώρα εδώ για να σε βοηθήσω». Ο σπουδαίος Βραζιλιάνος αμυντικός επέστρεψε στην καριέρα του και υπέγραψε στην Φλαμένγκο στις 11 Σεπτεμβρίου του 2021. Μέσα σε ένα χρόνο είχε κάνει το θαύμα του.

«Έμαθα ιστορίες που με άγγιξαν σε προσωπικό επίπεδο και ο Ροντινέι ήταν μία από αυτές. Ένας τύπος που όλοι αγαπούν. Ένας παιδί με τεράστια καρδιά. Ένα ορφανό».

Όλοι, με κάποιο τρόπο είμαστε ορφανοί. Και όλοι περιμένουμε τρία πράγματα: Το συναίσθημα της αφύσικης φυσικότητας όταν όλα μοιάζει να έχουν μπει στη θέση τους. Έναν Νταβίντ Λουίς. Και τον Βιτάλ να αστοχήσει στο πέναλτι…

The orphan!