MENU

Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός είναι ντέρμπι, έλεγε ο μακαρίτης Χρήστος Ράπτης, «ακόμη και στο κατούρημα». Βιωματικά, ο δάσκαλος είχε δίκιο.

Μεγάλωσε σε μια άλλη Ελλάδα, όπου και το πανελλήνιο πρωτάθλημα κολύμβησης τα καλοκαίρια στο Ζάππειο, η μάχη της βαθμολογίας, γινόταν ντέρμπι. Ένα υποκατάστατο του ποδοσφαίρου. Με θεατές στην κερκίδα που ήταν αληθινοί οπαδοί, δηλαδή ικανοί να πιαστούν στα χέρια. Αλλά δεν ήταν εγκληματικές οργανώσεις, κατά κυριολεξίαν. Με όλα τα χαρακτηριστικά, και της οργάνωσης και του εγκλήματος.

Ο Ράπτης δεν ζει την τρέχουσα Ελλάδα για να έβλεπε ότι πλέον δεν είναι ντέρμπι παντού, Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός. Θα έλεγε, είναι βέβαιον, άλλα εάν έβλεπε ότι σήμερα Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός είναι μια απλή αφορμή για να συναντιούνται «τα παιδιά», να αυτοεπιβεβαιώνονται, να δημιουργούν καινούργιες ιστορίες για τις μελλοντικές διηγήσεις και τα μελλοντικά πανό και τα μελλοντικά τραγούδια τους, παντελώς αδιάφοροι για (και άσχετοι με) τα event και τις πόλεις που μολύνουν.

Ιστορικά, ο Παναθηναϊκός ήθελε να είναι αυτό που λέει και ο ύμνος του(ς). Πρωταθλητής σ’ όλα τα σπορ, παντοτινός. Αντιπαρέρχεται κανείς το «παντοτινός», αποδίδοντάς το σε ποιητική άδεια. Στον οίστρο του στιχουργού. Το «σ’ όλα τα σπορ» όμως, αυτό αποτυπώνει αντίληψη. Μια αίσθηση μεγέθους και μεγαλείου, τροφοδοτούμενη από 162 πανελλήνιους τίτλους (ας είναι και) στον ανώμαλο δρόμο ή στη σκοποβολή. Η αντίληψη, η αίσθηση, ανήκει σε μια εποχή που οριστικά παρήλθε.

Τότε, η αντιμαχία εξελισσόταν σε συμπαθές επίπεδο νηπιαγωγείου. Πόσα έχω, πόσα έχεις. Στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στο βόλεϊ. Μετά, θα έλεγαν οι Ολυμπιακοί για τον υγρό στίβο, θα έλεγαν οι Παναθηναϊκοί για την ξιφασκία, και το έργο δεν τελείωνε ποτέ. Τώρα, «πρωταθλητής σ’ όλα τα σπορ παντοτινός» θέλει να είναι ο Ολυμπιακός. Είτε εκεί που προϋπάρχει παράδοση, είτε εκεί που (εάν δεν υπάρχει) είναι δυνατόν να εξαγοραστεί με την, α λα Κατάρ, φαστ-τρακ διαδικασία.

Η κατάληξη όλου αυτού, είναι ένα μοντέλο που δεν παράγει τίποτα (να πεις ότι, έστω μες απ’ τον αρρωστημένο ανταγωνισμό, τουλάχιστον βγαίνουν ολυμπιονίκες, άντε καλά…), μονάχα πολλαπλασιάζει τις δυνητικές εστίες της ασχήμιας. Τα βαριά μπραντ του αθλητισμού, Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, είναι για τα ευρείας εμβέλειας εγχειρήματα. Εν Ελλάδι, ποδόσφαιρο+μπάσκετ. Στα λοιπά σπορ, έχουν μόνον τους ιούς τους να προσφέρουν.

Η ιταλική λίγκα του βόλεϊ, η κορυφαία στην Ευρώπη, ένα πρωτάθλημα που γεννά αληθινούς πρωταθλητές, δεν έχει (γιατί δεν χρειάζεται να έχει) Μίλαν και Γιουβέντους. Οι καλύτερες ομάδες είναι στο Τρέντο, στη Μόντενα, στη Ματσεράτα, στην Περούτζα, στην Πιατσέντσα, στο Κούνεο. Μακρυά απ’ το γεωγραφικό mainstream. Στο γερμανικό πρωτάθλημα χάντμπολ, δεν παίζουν η Μπάγερν και η Μπορούσια. Παίζουν (και πρωταγωνιστούν) το Κίελο, το Μάνχαϊμ, το Φλένσμπουργκ. Τοπικές οικονομίες, τοπικές κοινωνίες. Μια ασφαλής επένδυση προοπτικής.

Αν τα μεγάλα ελληνικά μπραντ έχουν την αγωνία να επεκταθούν, το ποδόσφαιρο είναι υπεραρκετό για να προτείνει πεδία διοχέτευσης (του περισσεύματος) της ενέργειάς τους. Γυναικών, futsal, beach soccer. Ιδίως των γυναικών, είναι πεδίο με το οποίο τρελαίνονται και η παγκόσμια αγορά (άρα) και η παγκόσμια κοινότητα. Διαβλέπουν, για τους αυτονόητους λόγους εμπορίας, απεριόριστη προοπτική. Όταν η

ΕΠΟ στην ιστοσελίδα της μετέδιδε με τρικάμερο συνεργείο, δορυφορικά και σε δίγλωσσο (ελληνικά/αγγλικά) σχολιασμό, κάθε Κυριακή ένα live αγώνα ελληνικού πρωταθλήματος γυναικών, η UEFA της επιδότησε μάνι-μάνι το πρότζεκτ με 100 χιλιάρικα. Οι unique viewers, σ’ ένα Αμαζόνες Δράμας-Ελπίδες Καρδίτσας, πολλές φορές ξεπερνούσαν τους 100.000. Το 50%, ή και πιο πολύ, ήταν από το εξωτερικό.

Κι αν δεν θέλουν να κάνουν πραγματικό ποδόσφαιρο απ’ το σημείο-μηδέν, παρά να κόψουν δρόμο προς τη γρήγορη επιτυχία, και αυτό γίνεται. Τίποτα πιο εύκολο απ’ το να βρουν, τα βαριά μπραντ, σωματεία έτοιμα για να τα απορροφήσουν, να τα ντύσουν στα χρώματά τους, να τα βαφτίσουν με τη δική τους ονομασία. Olympiacos Ladies v Panathinaikos Ladies. Ένα τέλειο σχήμα! «Τσο και Λο» να γίνει η φάση, όπως έγραφαν πίσω κάτι τι-σερτ ανόητων αθλητριών κάποτε, τουλάχιστον θα έχουν σωθεί απ’ τον ιό τα αθώα αθλήματα…

Τσο και Λο