MENU

Πηγαίνω συχνά τα μεσημέρια στην παραλία. Τη λιγότερο ελκυστική, καθαρή, κοσμοπολίτικη ή γκλαμουράτη των νοτίων προαστίων. Κάθομαι. Ενίοτε, διαβάζω. Κι ενίοτε, απλώς ακούω μουσική και παρατηρώ τον κόσμο. Ρουφάω την ευτυχία τους, χωρίς να το γνωρίζουν. Την ευτυχία στην απλούστερη μορφή της.

Τις καθημερινές οι ίδιοι είμαστε, γνωστές φάτσες μεταξύ μας. Η κυρία που κάνει ηλιοθεραπεία. Το ζευγάρι που απολαμβάνει τη θάλασσα. Οι δύο φίλες που πίνουν μπύρα στα ρηχά. Ο κύριος που πουλάει βραχιόλια. Ο κύριος που πουλάει πετσέτες. Ο κύριος που πουλάει τατουάζ. Ο κύριος που πουλάει λουκουμάδες. Ο κύριος που πουλάει hakuna matata για καλή τύχη (μα, ποια καλή τύχη άνθρωπέ μου, 2020 έχουμε, read the room)! Η κυρία που κάνει μασάζ. Η κυρία που παίζει μπάλα με τα παιδιά της και ξεκαρδίζεται στα γέλια. Τα πιτσιρίκια που παίζουν με τα κύματα. Μερικοί περαστικοί ντυμένοι, που απλώς περπατάνε στην ακροθαλασσιά. Μια παρέα αντρών που βγάζει selfie μέσα στη θάλασσα.

Με χτυπάει λίγο ο ήλιος και βάζω τα γυαλιά μου.

Η Ελληνίδα που κάνει ηλιοθεραπεία. Οι Αμερικάνοι τουρίστες που απολαμβάνουν τη θάλασσα. Οι δύο Βουλγάρες που πίνουν μπύρα στα ρηχά. Ο Πακιστανός που πουλάει βραχιόλια. Ο Αφγανός που πουλάει πετσέτες. Ο Ιρακινός που πουλάει τατουάζ. Ο Έλληνας που πουλάει λουκουμάδες. Ο μαύρος που πουλάει hakuna matata για καλή τύχη. Η Ασιάτισσα (ή ακόμα πιο κλισέ, η Κινέζα) που κάνει μασάζ. Η Γεωργιανή που παίζει μπάλα με τα παιδιά της και ξεκαρδίζεται στα γέλια. Τα Αλβανάκια που παίζουν με τα κύματα. Οι Σύριοι και οι Σύριες με τις μπούρκες που περπατάνε ντυμένοι. Οι αχ δεν ξέρω από πού ήρθαν, αλλά σίγουρα δεν είναι από εδώ που βγάζουν selfie στη θάλασσα.

Αλήθεια, έτσι είναι ο κόσμος με τα γυαλιά σας; Με τα γυαλιά τους. Πώς γίνεται να μη 
νιώθεις περηφάνεια βλέποντας τη δική σου πατρίδα να κάνει χαρούμενους και 
ευτυχισμένους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι τους για να βρουν 
κάτι καλύτερο; Πώς γίνεται όποιος αγαπάει την Ελλάδα να μην αγαπάει ότι η Ελλάδα 
μπορεί να είναι καταφύγιο για κατατρεγμένους ανθρώπους; Έστω και προσωρινό, έστω και 
στιγμιαία. 

Πηγαίνω συχνά τα απογεύματα στο πάρκο με το σκύλο μου. Ναι, ναι, έχω… έντονη 
κοινωνική ζωή. Δεν έχει παρά μια εβδομάδα που είχα μια από τις πιο άβολες, αμήχανες, 
στενάχωρες και ντροπιαστικές συζητήσεις της ζωής μου. Συνάντησα ένα παιδί. Παλικάρι. 
Κύριο. Δεν ξέρω ποια είναι η ενδεδειγμένη προσφώνηση. Μηχανικός στο επάγγελμα, αν 
δεν κάνω λάθος. Μιλήσαμε στα αγγλικά. Μου παραπονέθηκε για το πόσο πίσω είμαστε σε 
σχέση με τη Νέα Υόρκη στο θέμα των κατοικίδιων. Με το σκύλο του και εκείνος, ένα 
κουτάβι Golden Retriever. Στη Νέα Υόρκη έμενε μέχρι πρόσφατα. Μετακόμισε στην Αθήνα 
για δουλειά στις αρχές του έτους.

- Οι φίλοι μου, μου έλεγαν να μην έρθω. Ακόμα και οι Έλληνες φίλοι μου από την Αστόρια. Με είχαν προειδοποιήσει. Οι Έλληνες είναι ρατσιστές.

- Μα τι λες;

- Είστε.

- Όχι, δεν είμαστε.

- Είμαι εδώ από τον Ιανουάριο και δεν έχω κάνει ούτε έναν Έλληνα φίλο.

- Φταίει η καραντίνα.

- Όχι, φταίει ότι είστε ρατσιστές.

- Υπάρχει μια μειοψηφία που, ναι, έχει αυξηθεί, αλλά όχι άνθρωποι της νέας γενιάς. Όχι τόσο.

- Μόλις ακούν το όνομά μου σταματάνε να μου μιλάνε. Βγαίνω έξω, πάω σε μπαρ, πιάνω συζητήσεις και μόλις συστηθώ φεύγουν. Και δεν είμαι καν μουσουλμάνος.

- Μα, δε θα έπρεπε να έχει σημασία.

- Το ξέρω. Αλλά δεν είμαι. Η μητέρα μου είναι Χριστιανή, ο πατέρας μου Μουσουλμάνος, δεν μεγαλώσαμε με θρησκευτικά δόγματα στο σπίτι.

- Μα ούτε καν υπάρχει κάποιο θέμα ρατσισμού με την Παλαιστίνη.

- Όλοι μου είπαν ότι έχουν αλλάξει οι Έλληνες, αλλά εγώ ήθελα να έρθω. Έχω ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και μόνο εδώ δεν έχω κάνει φίλους. 

Ο Μοχάμεντ. Ο Μοχάμεντ μπορεί να σε κάνει να το σκεφτείς λίγο περισσότερο. Ναι, εσένα 
που δεν είσαι ρατσιστής και με περηφάνια χρησιμοποιείς ως παράδειγμα την καθαρίστριά 
σου που δεν είναι Ελληνίδα, αλλά «είναι χρόνια εδώ και την ξέρω, είναι καλή»… Εσένα που συμπονάς του πρόσφυγες, αλλά «πώς να τους πω τους λαθρομετανάστες, αφού δεν είναι 
νόμιμοι». Εσένα που δεν είσαι ομοφοβικός και με περηφάνια λες ότι έχεις φίλους γκέι και 
τι σε νοιάζει τι κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του, αλλά υπάρχει κι ένα όριο σε αυτές τις 
συμπεριφορές. Εσένα που δε θες ευθέως να θίξεις ένα θέμα που δεν καταλαβαίνεις (γιατί 
πρακτικά είναι αδύνατον να καταλάβουμε στην Ελλάδα το κίνημα του BLM και το white 
privilege) ή δε θες να καταλάβεις ή μια χαρά καταλαβαίνεις αλλά για κάποιο λόγο σε κάνει 
να νιώθεις περίεργα και πετάς τη δηθενιά του μακιγιαρισμένου ρατσισμού με το «All lives 
matter». Προφανώς και όλες οι ζωές μετράνε, όμως η αντιπαραβολή που κάνεις τη 
δεδομένη χρονική στιγμή μοιάζει – σε κλίμακα ένα προς ένα εκατομμύριο – σα να λες ότι 
«ξέρεις, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν ήταν μόνο Εβραίοι, τι το παίρνουν τόσο 
προσωπικά;». Ναι, είναι ακραίο, αλλά – ναι - είναι και παρεμφερές. 

Εσύ, εγώ, ο καθένας, ας σκεφτεί λίγο παραπάνω τι είναι ρατσισμός και με πόσους τρόπους 
τον διαιωνίζουμε κάθε μέρα. Σε θρησκεία, χρώμα, πατρίδα, σεξουαλικό προσανατολισμό, 
βάρος, επάγγελμα, κοινωνική θέση, οικονομική κατάσταση, συμπτώματα COVID, όνομα. Για 
όνομα του Θεού, σε όνομα. Αν έχουμε φτάσει στο σημείο να κόβουμε τη συζήτηση σε έναν 
άνθρωπο επειδή τον λένε Μοχάμεντ, αλλά αν μας συστηνόταν με το εξωτικό «Μο» ακόμα 
θα πίναμε σφηνάκια παρέα, πώς μπορούμε να μιλήσουμε για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, 
για τους Μπακς και την απόφαση που πήραν, για την ενδεχόμενη ματαίωση των πλέι οφ, 
για την ενδεχόμενη ακύρωση όλη της σεζόν στο ΝΒΑ; 

Δεν μπορούμε. Απέχουμε πολύ από το να μπορέσουμε. Όσο κι αν θέλουμε – γιατί είναι 
hype το θέμα και dope η στάση των παικτών του ΝΒΑ, οπότε πρέπει όλοι να έχουμε άποψη 
και γίνεται και χαμός στο twitter, οπότε μας τρώει το χέρι να γράψουμε τη μαλακία μας - 
είναι αδύνατον να καταλάβουμε ένα τόσο πολύπλοκο και εγκαθιδρυμένο κοινωνικό 
πρόβλημα των Ηνωμένων Πολιτειών, για να μπορέσουμε να κρίνουμε τις προεκτάσεις του. 

Ας ξεκινήσουμε, προσπαθώντας να καταλάβουμε τον Μοχάμεντ… Κι ας μην τρεντάρει ποτέ το hashtag του.

Ναι, σου λέω! # και BLM, αλλά οι «λαθρομετανάστες» είναι άλλη ιστορία…