MENU

Τα παιδιά, λέει, είναι πολύ σκληρά. Μόλις δουν κάτι να ξεφεύγει από το συνηθισμένο, κάποιο παιδάκι χοντρό ή υπερβολικά αδύνατο, κάποιο ψηλό ή κοντό, ένα με γυαλιά ή με πεταχτά δόντια, βουρ πάνω τους.

Όσοι το υποστηρίζουν αυτό, δεν έχουν γνωρίσει δημοσιογράφους σε παλιές εφημερίδες. Εκεί να δεις bullying. Εκεί να δεις σκληράδα και μιλιταριστική νοοτροπία, με τον παλιό, με τον ασήκωτο, με τον φιγουρατζή, και τον «υλατζή» να παίζει το ρόλο του επιλοχία. Το πράγμα μαλάκωσε όσο περνούσε ο καιρός, αλλά στο τέλος της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000, όταν γνώρισα τον Κώστα Τέο, έτσι ήταν τα πράγματα.

Τέο. Για Γάλλος δεν μοιάζει, μπας και είναι Μικρασιάτης; είπα μέσα μου. «Από το Θεοχαρόπουλος;» τον ρώτησα. «Όχι, Θεοχαρίδης», μου είπε. Ως «νέος», από το Sport College ερχόμενος, έψαχνε κάπου να πιαστεί. Και να εξηγήσει αυτό το «περίεργο» επώνυμο, το πρώτο πράγμα που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αφορμή για πειράγματα. Από την Πόλη η καταγωγή του, και το επώνυμο άλλαξε τότε που στην Πόλη ήταν καλύτερο να περνάς όσο μπορείς απαρατήρητος, αν θέλεις να ζήσεις ήρεμα.

Αυτό, το επώνυμο, «απασχόλησε» μόνο για καμιά εβδομάδα. Λίγα, ελάχιστα ήταν αυτά που ξεπέρασαν το στάδιο της σκληράδας στον «ΦΙΛΑΘΛΟ» τόσο γρήγορα, όσο ο Κώστας. Γιατί; Διότι δεν είχες τίποτε άλλο να βρεις.

Δουλειά; Πρώτος. Με προθυμία… παρεξηγήσιμη. Και ταχύτητα υπολογίσιμη, για νεαρό. Ένα ταλεντάκι. Που έμαθε γρήγορα. Κι επειδή μάθαινε γρήγορα κι έβγαζε πολλή δουλειά, και δεν διαμαρτυρόταν ποτέ και για τίποτα, του φόρτωναν όλο και περισσότερα. Δεν θυμάμαι ποτέ να είπε δεν μπορώ. Διάβασα σ’ αυτά τα σπαραχτικά κείμενα που φιλοξενούνται στο SDNA τις τελευταίες ώρες ότι ζητούσε βοήθεια και μέχρι κάποιος να προσφερθεί για ένα χεράκι, το τελείωνε το κείμενο μόνος του. Έτσι ήταν ακριβώς. Κι έτσι έμεινε.

Ένας… άσπρος σίφουνας, που δεν προλάβαινες να του παραγγείλεις κείμενο και το είχε έτοιμο. Κάτι που το κράτησε μέχρι που ήλθε αυτό το άδικο, το τόσο πρόωρο τέλος.

Δύο εικόνες μου έχουν χαραχτεί ανεξίτηλες στη μνήμη από τον Κώστα, και τις γυροφέρνω στο μυαλό μου από χθες το βράδυ που έμαθα το σκληρό μαντάτο. Δύο εικόνες-παραδείγματα συνέπειας.

Η πρώτη: Ο σεισμός της 7ης Σεπτεμβρίου του 1999 τον βρήκε στο μικρόφωνο! Είχε μπει στο στούντιο να δώσει ρεπορτάζ ΑΕΚ, στον αλήστου μνήμης Sprint FM στο Κολωνάκι, στο ισόγειο εξαώροφου κτιρίου. Το οποίο ταρακουνήθηκε για τα καλά, ξηλώθηκε λίγο και η ψευδοροφή θυμάμαι. Όλοι πετάχθηκαν έξω. Μόνο ο Κώστας έμεινε μέσα. Και φώναζε ότι η ραδιοεφημερίδα πρέπει να συνεχιστεί. «Αν μας ακούσουν οι δικοί μας ότι δουλεύουμε σα να μην συμβαίνει τίποτα, δεν θα ανησυχήσουν», το επιχείρημα που μας αποστόμωσε. Μας… έσπρωξε πίσω στη δουλειά.

Η δεύτερη: Την επόμενη της απώλειας του πατέρα του. Μια στιγμή δύσκολη, δυσβάσταχτη για τον καθένα. Μπαίνει στην εφημερίδα και αμέσως όλοι σηκώνονται να τον αγκαλιάσουν, να του πουν αυτά τα λόγια τα κοινότυπα, γιατί δεν μπορούν να πουν κάτι άλλο. Κι ο Κώστας μετά από λίγο να λέει: «Και τώρα τι έχει να γράψουμε»; Εκείνες τις μέρες έγραφε σελίδες ολόκληρες. Χιλιάδες λέξεις. Για να ξεχάσει και να ξεχαστεί.

Ήταν ένα βαθιά συναισθηματικό παιδί, με απόλυτη αίσθηση του… καθήκοντος. Της σωστής είδησης, με ταχύτητα, αλλά όχι τσαπατσουλιά. Κι αίσθημα ευθύνης. Απόλυτο. Άπαξ και βρέθηκε σ’ αυτό το χώρο, ρίχτηκε με τα μούτρα. Και παραμέρισε όλα τα άλλα. Ακόμα και την προσωπική του ζωή. Ακόμα και την προσοχή που οφείλει να δείχνει κανείς στον εαυτό του. Ακόμα και την υγεία του.

Με την ΑΕΚ, όπως θα καταλάβατε όσοι διαβάσατε γι’ αυτόν, η αγάπη του είχε τα όρια της λατρείας. Μιας λατρείας άδολης, και ανιδιοτελούς, όπως αρμόζει στις λατρείες. Ήταν ΑΕΚ, δεν «πούλησε» ΑΕΚ. Εννοείτε τι εννοώ. Γι’ αυτό και το πείραγμα ήταν πάντα καλοπροαίρετο. Δεν μπορούσες να θυμώσεις με τον Κώστα. Δεν το επέτρεπε η αύρα που έβγαζε η ψυχούλα του.

Ο αποχαιρετισμός σ’ έναν άνθρωπο που τον «ζεις» κάθε μέρα δεν είναι εύκολος. Ειδικά αν πρόκειται για άνθρωπο νέο, δραστήριο και τόσο ζωντανό, όπως ήταν αυτός. Μας λείπει ήδη ο Κώστας…

Και τώρα τι έχει να γράψουμε;