ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ - ΠΩΛΗΣΕΙΣ
Οταν η πώληση του Σωτήρη Αλεξανδρόπουλου με 4 εκατ. ευρώ στη Σπόρτινγκ Λισαβόνας αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη στην Ιστορία του Παναθηναϊκού, μετά απ’ αυτή του Τζιμπρίλ Σισέ στη Λάτσιο με 5.8 εκατ. ευρώ, κι όταν ο Μπεργκ είχε ξεπουληθεί με μόλις 3.3 εκατ. ευρώ στην Αλ Αϊν... τότε είναι προφανές ότι κάτι πάει λάθος.
Διαχρονικά, που είναι και το πλέον εξωφρενικό.
Οι πωλήσεις, όπως και οι αγορές, δεν κάνουν τις ομάδες. Παρότι η πλειονότητα των φιλάθλων θεωρεί ότι από τις μεταγραφές, το «πάρε» και το «δώσε», εξαρτάται η επιτυχία ενός εγχειρήματος, η πραγματικότητα είναι ότι οι έννοιες «ομάδα» και «αποδυτήρια» είναι παρασάγγας σημαντικότερες.
Δεν παύει ωστόσο να είναι εξαιρετικά σημαντικές παράμετροι στον αγωνιστικό σχεδιασμό, αλλά και σε επίπεδο νοοτροπίας, οράματος και προοπτικής του κλαμπ.
Ακόμη και σεβασμού του ίδιου του εαυτού σου. Να πάψεις να σε ενδιαφέρουν οι ποδοσφαιρικές εκδόσεις μίας χρήσης, να αγοράζεις ό,τι να ‘ναι, όπως να ‘ναι, αλλά και να (ξε)πουλάς όσο-όσο.
Ο Παναθηναϊκός οφείλει να δημιουργήσει στρατηγικά μία πολύ καλή ομάδα με ευρωπαϊκή προοπτική, που δεν κοιτάζει ένα, δύο, πέντε ή δέκα ματς.
Αλλά να «χτίσει» μεθοδικά σε προοπτική ετών, η οποία κάθε χρόνο θα προσπαθεί να γίνεται καλύτερη, πιο ανταγωνιστική και να έρχεται ολοένα πιο κοντά στην ευρωπαϊκή οντότητα του συλλόγου που αποτελεί, άλλωστε, την ιστορική του υποχρέωση.
Οι πράσινοι έχουν κάνει βήματα μπροστά στο να «αγοράζουν». Οταν πριν λίγα χρόνια πάλευαν για να φέρουν τον Γιασίν Αγιούμπ και αποκτούσαν περιπτώσεις παικτών όπως ο Ούφε Μπεκ, ενώ φέτος το μόνο «παλτό» που αποκτήθηκε είναι, επί της ουσίας, ο Μαξ, κάποια βελτίωση φαίνεται να υπάρχει.
Το πλέον θετικό ότι αποκτήθηκαν παίκτες σε εξαιρετικές ποδοσφαιρικές ηλικίες, με προοπτική, αλλά στις αγορές της ομάδας θα επανέλθουμε.
Διότι στις πωλήσεις, τίποτα πάλι. Νάδα. Ζερό. Θα μου πείτε «εδώ από την χρυσή φουρνιά που πήρε το Euro 2004 στην Πορτογαλία πωλήθηκε μόνο ο Σεϊταρίδης, κι αυτός με μόλις 3 εκατ. ευρώ, τι προσδοκίες είχες;»… Και δεν θα έχετε άδικο.
Μόνο που φέτος το καλοκαίρι υπήρξαν για πρώτη φορά στην Ιστορία του συλλόγου τόσο μεγάλες προτάσεις, όπως αυτές των 30 εκατ. ευρώ για τον Ιωαννίδη από την Πρέμιερ Λιγκ κι όχι μόνο. Ολες απορρίφθηκαν με απόφαση του ιδιοκτήτη.
Αυτός που βάζει το χέρι στην τσέπη γνωρίζει το «καλώς ή κακώς» του πράγματος. Το σωστό ή το λάθος επιχειρηματικά, θα το δείξει το μέλλον, αν και εκ πρώτης όψεως φαντάζουν ως λάθος τα όχι στον Ιωαννίδη το καλοκαίρι, με δεδομένη τη μέτρια φετινή σεζόν του Ελληνα στράικερ.
Το θετικό για τον Παναθηναϊκό, στην πιο μεγάλη εικόνα, είναι ότι οι πράσινοι σταμάτησαν να ξεπουλούν. Να δίνουν όσο-όσο τους παίκτες του έμψυχου δυναμικού τους, να μην εισπράττουν ούτε ευρώ και να πληρώνουν (κιόλας) συμβόλαια παικτών που δεν υπολογίζονταν. Να αποτελούν τη χαρά των μάνατζερ και παικτών-τουριστών.
Διότι εάν δεν υπήρχε αυτή η εξέλιξη του συλλόγου, για να λέμε και τα θετικά, τα τελευταία χρόνια, το πιθανότερο είναι να είχε πουληθεί ο Ιωαννίδης στο... MLS όταν είχε έρθει η σχετική πρόταση πριν από τρία χρόνια. Την οποία ακόμα και ορισμένοι φίλοι του συλλόγου, είτε δεν την πίστευαν τότε, είτε τη θεωρούσαν «δώρο».
Πάλι καλά που δεν μπήκε τότε ένα ακόμα ιστορικό αυτογκόλ.
Το πρώτο βήμα, να μην ξεπουλάει ο σύλλογος όπως παλαιότερα, έχει ήδη γίνει. Μένει το ουσιαστικότερο. Να μάθει και να πουλάει σωστά...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ - ΑΓΟΡΕΣ
Η δεξαμενή της αγοράς ποδοσφαιριστών που εμπεριέχει τη λογική μεταπώλησης σε μεγαλύτερη αξία (υπεραξία), έχει τέσσερις άξονες.
Α)Αξιοποίηση ποδοσφαιριστών της Ακαδημίας (βλέπε περίπτωση Αλεξανδρόπουλου και πλέον Βαγιαννίδη). Ενδεχόμενες πωλήσεις με μηδενικό κόστος/καθαρό κέρδος.
Β)Εντοπισμός και απόκτηση ποδοσφαιριστών από το ελληνικό πρωτάθλημα με χαμηλό κόστος (βλέπε περίπτωση Ιωαννίδη).
Γ)Αγορά ποδοσφαιριστών από το εξωτερικό με χαμηλό κόστος (βλέπε περίπτωση Τσέριν).
Δ)Αγορά ποδοσφαιριστών από το εξωτερικό με υψηλό κόστος (βλέπε περιπτώσεις Πελίστρι/Τετέ).
Υ.Γ.: Κοινός παρονομαστής η ηλικία των ποδοσφαιριστών που αποκτώνται, ανεξαρτήτως αγοράς προέλευσης, να μην ξεπερνάει τα 25-26 χρόνια.
Την παρούσα σεζόν ο Παναθηναϊκός έκανε ορισμένες μεταγραφές πολύ κοντά στο οικονομικό ταβάνι της ιστορίας του, με τους Τετέ (7.2 εκατ.) και Πελίστρι (6 εκατ.) οι οποίοι ποδοσφαιρικά έχουν μπροστά τους χρόνια εξέλιξης (25 ετών ο Βραζιλιάνος και 23 χρόνων ο Ουρουγουανός αντίστοιχα) και προοπτική μεταπώλησης.
Αμφότεροι έχουν αποδείξει ότι μπορούν να σταθούν σε υψηλό επίπεδο και βρίσκονται σε ιδανικές ηλικίες όπως και ο Ουναϊ που είναι 24 ετών με «παπάδες» σε Μουντιάλ πριν από 2.5 χρόνια με την εθνική Μαρόκου. Η διαφορά στον Ουναϊ είναι ο δανεισμός του και αγκάθι η υπέρογκη οψιόν αγοράς του.
Ο ΟΥΝΑΪ, Ο ΣΙΣΕ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
Οταν τα 8 εκατ. ευρώ στη Μαρσέιγ για τον τεράστιο Τζιμπρίλ Σισέ, το πολυμετοχικό καλοκαίρι του 2009, είναι το ύψιστο σημείο αγοράς ποδοσφαιριστή στην ιστορία του Παναθηναϊκού και τα 13 εκατ. ευρώ το ταβάνι επένδυσης ελληνικής ομάδας όλων των εποχών, είναι απολύτως φυσιολογικό να θεωρείται απαγορευτική η οψιόν αγοράς του τριφυλλιού για τον Αζεντίν Ουναϊ.
Τα 11.5 εκατ. ευρώ που απαιτούνται για την απόκτηση των δικαιωμάτων του μαροκινού άσου από τη Μαρσέιγ δεν τα έχει δώσει ποτέ, καμία ελληνική ομάδα εδώ και 25 χρόνια.
Δεν έχει τολμήσει να μπει στην ιδέα, επί της ουσίας, η προοπτική να αγοράσει έναν ποδοσφαιριστή με 10-15 εκατ. ευρώ από το εξωτερικό, σε «ιδανική» ποδοσφαιρική ηλικία, με την προοπτική να τον πουλήσει με τα διπλά ή τα τριπλά στο άμεσο μέλλον. Ποντάροντας στην εξέλιξή του. Και στην εξέλιξη, στο «μεγάλωμα» της ίδιας της ομάδας, εμμέσως, μαζί του.
Μέχρι τα 13 εκατ. ευρώ max έχουν φτάσει οι ομάδες στην Ελλάδα. Κι αυτό συνέβη πριν το millenium.
Ανέκαθεν υπήρχαν περιπτώσεις αγορών «αεροδρομίων», συνήθως ελεύθερων παικτών με παχυλά συμβόλαια, αλλά ποτέ εδώ και 25 χρόνια δεν έδωσε κάποια ομάδα της χώρας μας πάνω από 10 εκατ. ευρώ για να αγοράσει παίκτη.
Αυτό που έχει αλλάξει είναι οι πωλήσεις. Τα ποσά που μπορεί να εισπράξει μία ελληνική ομάδα για έναν παίκτη της είναι σαφώς μεγαλύτερα σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες.
Υπάρχει εξήγηση σ’ αυτό. Και δεν σχετίζεται με την Ελλάδα, αλλά με το νέο ποδοσφαιρικό χάρτη. Οι συνθήκες είναι διαφορετικές και οι αγορές έχουν αλλάξει άρδην μαζί με τα έσοδα που έχουν οι ευρωπαϊκές ομάδες, με κορυφαίο παράδειγμα την Πρέμιερ Λιγκ. Και φαίνεται ξεκάθαρα από τις αγορές και τις πωλήσεις που γίνονται, με νούμερα δυσθεώρητα για τα ελληνικά δεδομένα.
Ψήγματα μπορούμε να διακρίνουμε κι εμείς σε αυτά της μεταγραφής του Τζόλη ή των προσφορών που κατατέθηκαν το περασμένο καλοκαίρι για τον Ιωαννίδη.
Τα νούμερα, οι τιμές αγοράς αν προτιμάτε, έχουν αυξηθεί παντού στις ευρωπαϊκές αγορές, διότι τα έσοδα των ομάδων είναι διαρκώς αυξανόμενα, ολοένα και περισσότερα.
Οχι μόνο από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, αλλά από τα έσοδα της UEFA, του Γιουρόπα Λιγκ που προσεγγίζουν κατά μέσο όρο τα 17 εκατ. ευρώ, αλλά και του Τσάμπιονς Λιγκ που φτάνουν κατά μέσο όρο τα 34 εκατ. ευρώ. Σε πολύ συγκρατημένες τιμές.
Η αύξηση των εσόδων έχει αλλάξει ξεκάθαρα και την οπτική των σκάουτερ των συλλόγων που εργάζονται στα προηγμένα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, οι οποίοι εστιάζουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στα χαρακτηριστικά των παικτών (κι όχι τόσο το επίπεδο των πρωταθλημάτων που αγωνίζονται).
Ειδικότερα από τη στιγμή που δεν θεωρούνται καν «ρίσκο» ποσά του τύπου των 25-30 εκατ. ευρώ και δίνονται με μεγάλη άνεση, καθώς μοιάζουν με φτερό στον άνεμο σε σχέση με τα υπέρογκα έσοδά τους.
Κι αν τα «μεγαθήρια» το κάνουν καθ’ υπερβολή είναι εξίσου σαφές ότι τους ακολουθούν αναλογικά οι σύλλογοι που αγωνίζονται στο Τσάμπιονς Λιγκ και το Γιουρόπα Λιγκ.
Παρεμπιπτόντως, αυτός πρέπει να είναι ο κυρίαρχος στόχος του Παναθηναϊκού, να επιστρέψει στο ευρωπαϊκό προσκήνιο από το οποίο απουσίαζε εκκωφαντικά τα προηγούμενα χρόνια.
Τη διετία που μας πέρασε το τριφύλλι διέσωσε, σε ένα βαθμό, τη χαμένη του αίγλη και σίγουρα διόρθωσε τη θέση του έχοντας ένα αξιοπρεπές επίπεδο, πλην όμως οφείλει να αποκτήσει ξανά τη διάρκεια, τη διαχρονικότητα και την σαφή τοποθέτηση του στον διεθνή ανταγωνισμό και τις μεγάλες διοργανώσεις.
Επιστρέφοντας στην ανάλυση της μεταγραφικής πρακτικής των ελληνικών ομάδων, δεν έχει τολμήσει να μπει στην ιδέα κανενός, επί της ουσίας, η προοπτική να αγοράσει έναν ποδοσφαιριστή με 10-15 εκατ. ευρώ από το εξωτερικό, σε «ιδανική» ποδοσφαιρική ηλικία, με την προοπτική να τον πουλήσει με τα διπλά ή τα τριπλά στο άμεσο μέλλον.
Ποντάροντας στην εξέλιξή του. Και στην εξέλιξη, στο «μεγάλωμα» της ίδιας της ομάδας, εμμέσως, μαζί του. Μέχρι τα 13 εκατ. ευρώ max έχουν φτάσει στην Ελλάδα. Κι αυτό συνέβη πριν το Μillenium.
Ανέκαθεν υπήρχαν περιπτώσεις «αεροδρομίων», συνήθως ελεύθερων με παχυλά συμβόλαια, αλλά ποτέ, εδώ και 25 χρόνια, δεν έδωσε κάποια ομάδα της χώρας μας πάνω από 10 εκατ. ευρώ για να αγοράσει παίκτη.
Ισως αυτό να είναι και το μεγαλύτερο -διαχρονικά- λάθος σε σχέση με τα, κατά καιρούς, ηχηρά ονόματα «αεροδρομίου» από το εξωτερικό στο τέλος της καριέρας τους για τα τελευταία ένσημα. Αντί για πραγματικές επενδύσεις σε ποδοσφαιριστές με προοπτική στις ηλικίες μεταξύ 23-25 ετών.
Κι ας δώσεις και 10 εκατ. και 15 εκατ. ευρώ. Αρκεί να ξέρεις σε ποιους θα τα δώσεις.
Οι συνθήκες δεν είναι οι ιδανικές για να συμβεί αυτό απαραίτητα στον Αζεντίν Ουναϊ. Αλλά κάποτε πρέπει να γίνει μία αρχή. Μία σύγκλιση με το νέο ποδοσφαιρικό χάρτη της Ευρώπης. Να «μάθεις» να πουλάς ακριβά και να αγοράζεις ανάλογα.
Κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον, ο Παναθηναϊκός θα πρέπει να γίνει κλαμπ που θα μπορεί να δίνει 11 εκατ. ευρώ για αγορά ποδοσφαιριστή, έχοντας την προοπτική της ουσιαστικής ενίσχυσης, αλλά και την επενδυτική σκέψη ότι μπορεί να εισπράξει σε βάθος χρόνου τα διπλά και τα τριπλά απ' αυτήν.