MENU

Μεσάνυχτα... Στο παλιό ραδιοφωνάκι Sony ο διακόπτης αναπαύεται στο «OΝ» και το κόκκινο φωτάκι της συσκευής ανάβει. Το χέρι του ακροατή γυρίζει το ροδάκι των συχνοτήτων πολύ αργά και προσεκτικά, όπως ο ληστής τη ροδέλα του χρηματοκιβωτίου για να αποσπάσει την πολυπόθητη λεία. Η εύρεση σήματος δεν είναι εύκολη υπόθεση. Παρεμβολές, βόμβοι, ο Jeronimo Groovy στους 88,9, ξανά παρεμβολές, ξανά ενοχλητικοί βόμβοι. Η προσπάθεια συνεχίζεται... Εκκλησία της Ελλάδας στους 89,5, νέες παρεμβολές, κούνημα της κεραίας, ένα χαστούκι στο δέκτη και... τσουπ! Η γνώριμη φωνή μάς ενημερώνει ότι συντονιστήκαμε στον... «Sprint FM 89,2. Ο αθλητικός σταθμός της Αθήνας!».

Στο στούντιο της Μέρλιν 4, στο Κολωνάκι, όλα είναι έτοιμα για μία ακόμα ολονυχτία. Δύο πακέτα τσιγάρα για ορεκτικό, ένα Johnnie Walker Red Label για το κυρίως γεύμα και μια σοκολάτα ΙΟΝ (γιατί χρειάζεται και το γλυκάκι για μετά) έχουν πάρει θέση μάχης για να γίνουν βορά στις ορέξεις του -τότε- ευτραφούς, Νίκου. Σουτ! Ησυχία, τώρα... Αρχίζει η εκπομπή!

Ήχος από κρουστά. Ένα σύντομο εναρκτήριο «ταξίδι» στο 1985, όταν ο Παναθηναϊκός του Γιάτσεκ Γκμοχ έφτανε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, αποκλειόμενος από τη μεγάλη Λίβερπουλ, μέχρι να επανέλθουμε στην περίοδο μεταξύ 1999-2001, την εποχή που ο μαιευτήρας-γυναικολόγος του «Ιασώ» έδινε ζωή σε έναν πάλαι ποτέ πρωτοπόρο, αλλά παρηκμασμένο, πλέον, αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό, τον Sprint FM, που έκανε διάσημο τον Γιώργο Γεωργίου.

Είναι το Perfect Kiss των New Order, το σήμα έναρξης της εκπομπής «Στην εξέδρα μείναμε οι δυο μας». Ο προπομπός της γλυκιάς φωνής του Νίκου, η οποία κρατούσε συντροφιά για δύο -ή και περισσότερες- ώρες σε χιλιάδες ακροατές, σε εποχές που το Διαδίκτυο βρισκόταν ακόμα σε εμβρυακό στάδιο και τα social media δεν υφίσταντο καν ως έννοια. Τότε, ο κόσμος εκφραζόταν για τα αθλητικά δρώμενα μέσω ταχυδρομικών επιστολών σε εφημερίδες, τηλεφωνώντας στον «αέρα» ή ακόμα και με φαξ!

Ο Νίκος Πολυδωρόπουλος ήταν σπάνιος Παναθηναϊκός. Μανιώδης συλλέκτης «πράσινου» αρχειακού υλικού, κατέγραφε όλους τους ποδοσφαιρικούς αγώνες του Τριφυλλιού σε βιντεοκασέτες, ενώ κρατούσε πλήρη στατιστικά σε έγγραφη μορφή. Στο σαλόνι του δέσποζε ένα γυάλινο δοχείο με χορτάρι του Γουέμπλεϊ, από τη βραδιά που ο Σύλλογος Μεγάλος έφτασε μία νίκη μακριά από το αναδειχθεί πρωταθλητής Ευρώπης, στις 2 Ιουνίου 1971, με τον ίδιο παρόντα στο «ναό» του ποδοσφαίρου. Ουκ ολίγες φορές είχε ταξιδέψει στο εξωτερικό, ώστε να βρεθεί στο πλευρό της αγαπημένης του ομάδας, ενώ, για κάποιο χρονικό διάστημα, είχε διατελέσει μέλος του ιατρικού τιμ του Μεγάλου Συλλόγου. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους παλαίμαχους ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού, με πολλούς από τους οποίους διατηρούσε στενή φιλία. Παράλληλα, αρθρογραφούσε με επιτυχία σε αθλητικές εφημερίδες, όπως ο «Φίλαθλος» και η «Sportime». Η πένα του Πολυδωρόπουλου ήταν εξαιρετική και τα γραφόμενά του σχεδόν πάντα εύστοχα και, ενίοτε, αιχμηρά. Δεν γινόταν να αγνοήσεις τα άρθρα του γιατρού...

O Νίκος ήταν φιλήσυχος άνθρωπος, αλλά, παράλληλα, ανήσυχο πνεύμα. Αγαπούσε παθολογικά το Τριφύλλι, δίχως ποτέ να εκδηλώσει ακραία οπαδική συμπεριφορά. Ήταν -κυρίως- φίλαθλος, σε σημείο να οραματίζεται τη δημιουργία κοινής εξέδρας στα γήπεδα και να καταβάλλει προσπάθειες για την ενσάρκωση της ιδέας του. Το γεγονός αυτό εκτιμήθηκε από οπαδούς άλλων ομάδων, πολλοί εκ των οποίων ήταν φανατικοί ακροατές της εκπομπής του. Αξίζει να σημειωθεί το εξής: στις 8 Φεβρουαρίου 1981, ο Νίκος, στο άκουσμα του τραγικού δυστυχήματος της θύρας 7 του σταδίου «Γ. Καραϊσκάκης», δεν δίστασε να αφήσει το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας (όπου παρακολουθούσε τον αγώνα Παναθηναϊκός-Άρης) για να μεταβεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε με το αυτοκίνητό του στο Τζάνειο Νοσοκομείο του Πειραιά, ώστε να παράσχει ανιδιοτελώς τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες του μοιραίου ντέρμπι μεταξύ του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ. 

Σε χρόνια που το ποδόσφαιρο είχε «κοκκαλοποιηθεί» για τα καλά και τα «ερυθρολευκοκρατούμενα» ΜΜΕ επιχειρούσαν εντέχνως να απαξιώσουν καθετί παναθηναϊκό, οι απόψεις του Πολυδωρόπουλου θεωρήθηκαν αιρετικές και ασύμβατες στο τότε κατεστημένο. Με απαράμιλλο θάρρος και παρρησία, ο γιατρός εξέφραζε απόλυτα ένα καταπιεσμένο «πράσινο» κοινό, το οποίο, εκτός από την επαναλαμβανόμενη προπαγάνδα που δεχόταν από τον Τύπο, είχε να αντιμετωπίσει έναν πρωτόγνωρο και ανελέητο παρασκηνιακό πόλεμο από τα ποδοσφαιρικά κέντρα εξουσίας. Τα τραύματα από τις πληγές που άφησε η εποχή εκείνη στον Παναθηναϊκό δεν έχουν ακόμα επουλωθεί. Ο σύλλογος οδηγήθηκε σε περιόδους έντονης εσωστρέφειας, καχυποψίας και διχόνοιας, στις οποίες παραμένει έως σήμερα...

Η εκπομπή του Πολυδωρόπουλου είχε μια ιδιαιτερότητα που την έκανε μοναδική. Κάθε ακροατής, ο οποίος επικοινωνούσε τηλεφωνικά για πρώτη φορά, ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει ένα όνομα αθλητή που θα τον συντρόφευε εσαεί και θα ήταν το σήμα κατατεθέν του (π.χ. «Μιχάλης Ρεμπρόφ» ή «Ανδρέας Ρότσα»). Κάπως έτσι, ο γράφων «κόλλησε» το «Σαραβάκος» πλάι στο «Αριστοτέλης», όταν, για καλή του τύχη, συνειδητοποίησε ότι δεν το χρησιμοποιούσε κανένας έως εκείνη τη στιγμή!

Έτσι, όλοι ανεξαιρέτως διέθεταν μια αθλητική «ταυτότητα», γεγονός που τους γέμιζε με αυτοπεποίθηση και τους μετέτρεπε, κατά κάποιο τρόπο, σε... επωνύμους. Το δικαίωμα να νιώθει κανείς ξεχωριστός, ισότιμος, εξίσου σημαντικός με τον παραγωγό, το πρόσφερε απλόχερα ο Νίκος στο συνομιλητή του. Ο γιατρός, εκτός από βαθύς γνώστης των μυστικών του «βασιλιά» των σπορ, ήταν πάντοτε χαμογελαστός, ευδιάθετος, φιλικός και το κυριότερο: άδολος και αγνός, δίχως να υποκινείται από οποιονδήποτε ή να ακολουθεί κάποια «γραμμή».

 Στα ερτζιανά -αλλά και στις συναντήσεις που κανόνιζε εκτός στούντιο- τον ακολουθούσε φανατικά το ακροατήριό του, του οποίου η συντριπτική πλειονότητα ήταν «πράσινης» απόχρωσης. Σχεδόν ποτέ δεν έκανε μόνος αποφώνηση σε εκπομπές του, καθώς πολλοί ακροατές ήθελαν να βρίσκονται στο πλάι του για να ακούσουν τα off-air σχόλιά του για τον Γιάννη Κυράστα ή τον Γιώργο Βαρδινογιάννη (ο Νίκος ήταν βαρδινογιαννικός, όχι όμως σε ιδεοληπτικό βαθμό), όταν διέκοπτε την κουβέντα κλείνοντας προσωρινά το μικρόφωνο για να βάλει τους αγαπημένους τους Bauhaus (και να καπνίσει και κανένα τσιγάρο).

 Την πρώτη μέρα του Ιουνίου του 2013, η ζωή του διακόπηκε -όπως και η εκπομπή του το 2001-: άδοξα. Ο Νίκος έπεσε θύμα αποτρόπαιης, φρικιαστικής ανθρωποκτονίας -μαζί με την επίσης άτυχη σύζυγό του, Πλητώ- από ανθρώπους οι οποίοι δούλευαν περιστασιακά στην οικία του, στο Αλιβέρι Ευβοίας. Όπως έγινε αργότερα γνωστό από ανθρώπους του κοντινού περιβάλλοντός του, προετοίμαζε το σπίτι του για να υποδεχθεί φίλους, ένας εκ των οποίων ήταν και ο γράφων. Το αφελές, σχεδόν παιδικό γέλιο του Νίκου, που γινόταν χαχανητό και τον έκανε να κοκκινίζει, όταν του φωνάζαμε «πράσινε γιατρέ Πολυδωρόπουλε» (κατά το «πράσινε Θεέ Παναθηναϊκέ») κόπηκε για πάντα. Τραγική ειρωνεία: μία ημέρα πριν από την επέτειο του Γουέμπλεϊ και ανήμερα της μεγαλύτερης νίκης όλων των εποχών σε ντέρμπι «αιωνίων» (1 Ιουνίου 1930, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 8-2).

 Ο Νίκος, προτού μετακομίσει στην εξέδρα του Παραδείσου σε ηλικία μόλις 56 ετών, είχε προλάβει να πετύχει κάτι πραγματικά σπουδαίο. Κατάφερε να δημιουργήσει μια μεγάλη παρέα ανθρώπων, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι ο γιατρός δεν ακούστηκε ποτέ ξανά σε συχνότητα ραδιοφωνικού σταθμού από το 2001 και ύστερα, κρατούν επαφές μέχρι σήμερα. Κάποιοι εξ αυτών, μάλιστα, απέκτησαν βαθιά φιλία, κρατώντας ανεξίτηλη τη μνήμη του Πολυδωρόπουλου.

 «Τρελογιατρέ», δεν κόβεις την πλάκα, λέω εγώ; Βάλε μπρος στο Rover και φύγαμε βουρ για τη Μέρλιν, δίπλα στο παλιό κολαστήριο της Γκεστάπο, να γίνει χαμός! Περιμένει το κοινό σου, ντε! Έχουμε να σχολιάσουμε ένα σωρό πράγματα: να τα «χώσουμε» στον Αλαφούζο για την άκομψη αποπομπή του Δώνη, να μιλήσουμε για μπάσκετ (που αρχικά δεν σου άρεσε ως άθλημα, αλλά αγάπησες προς το τέλος, χάρη στις μεγάλες επιτυχίες του Παναθηναϊκού), να νοσταλγήσουμε τον Χαραλαμπίδη, τον Ζάετς, τον Σαραβάκο και τον αγαπημένο σου, David Bowie. Α, να ακούσουμε και ατάκες από τον Αλέξη από το Χαλάνδρι, τον «αυθεντικό» (δική σου ανακάλυψη αυτός), τον Μάκη τον Κιούση ή καμιά αποτυχημένη στοιχηματική πρόβλεψη από τον «Στιβικό».

 Εφυγες νωρίς, όμως... Και στην εξέδρα, από τους «δυο μας» (το κοινό σου και εσύ ο ίδιος), δεν έμεινε κανείς. Το βασανιστήριο της Γκεστάπο έγινε Hondos Center, το στούντιο του Sprint Fm μετατράπηκε σε δικηγορικό γραφείο και ο λατρεμένος σου Παναθηναϊκός από πρωταγωνιστής έγινε κομπάρσος, εισερχόμενος σε μια άβυσσο, από το σκοτάδι της οποίας δεν λέει να αποδράσει. Ή δεν τον αφήνουν, Νίκο μου...

Όσα και αν άλλαξαν ή θα αλλάξουν από τότε που μας εγκατέλειψες, ένα είναι σίγουρο: θα παραμένεις για πάντα στις καρδιές μας σαν ανάμνηση που δεν ξεθωριάζει, σαν τριφυλλάκι που δεν μαραίνεται ποτέ...

Οι παντοτινοί σου φίλοι, τα «παιδιά» σου,

Γιώργος Χένρικσεν, Παναγιώτης Ασάνοβιτς, Σωτήρης Κέμπες, Γιάννης Μεσσάρης, Σταύρος Μαυρίδης, Γιάννης Ρέμπρατσα, Ισίδωρος Ελευθεράκης, Κώστας Γονιός, Γιάννης Κλίνσμαν, Νίκος Καμαρά, Γιάννης Δέλλας, Νίκος Φαν Νιστελρόι, Βασούλα Ντε Μέλο, Γιάννης Μπορμπόκης, Ρόζα Βασδέκη, Αλέξανδρος Βαζέχα, Νίκος Ζαγοράκης, Ανδρέας Ελευθεράκης, Αιμίλιος Σμάιχελ, Γιώργος Καλαφάτης, Δημήτρης Τότι, Βασίλης «La Bruja», Έμυ Γκραφ, Σπύρος Ζε Ελίας, Βασίλης Βούκσεβιτς, Ηλίας Μεσσάρης, Βαγγέλης Ζαϊρζίνιο, Αριστοτέλης Σαραβάκος και πολλοί ακόμα...

«My friend, he took his final breath.

Now I know the perfect kiss is the kiss of death»... 

Perfect Kiss (New Order, 1985)

 

Στην εξέδρα μείναμε μόνοι μας, Νίκο Πολυδωρόπουλε...