Έμοιαζε με έπαρση. Αλαζονεία. Ασέβεια. Ύβρη: «Σε ότι αφορά τους κεντρικούς αμυντικούς της Λανς, εγώ δεν ασχολούμαι με αυτά. Έχω αγωνιστεί και με καλύτερους αντίπαλους και με την Εθνική και πέρυσι με τον Παναθηναϊκό».
Ώπα, ώπα, ώπα. Κάτι τέτοια είχε δικαίωμα να λέει και με τέτοιο υφάκι μόνο ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς. Κι αυτό, μετά από χρόνια, όταν είχε αποδείξει μέσα στο γήπεδο ότι μπορεί να τα λέει έτσι. Όχι, ο Φώτης Ιωαννίδης.
Απέναντι του, μεταξύ άλλων, είχε τον Κέβιν Ντάνσο. Το αυστριακό θεριό των 30 εκατομμυρίων. Τον MVP του προπέρσινού γαλλικού πρωταθλήματος. Όχι τον πολυτιμότερο της Λανς, τον πολυτιμότερο όλου του γαλλικού πρωταθλήματος. Με τον Μπαπέ, τον Μέσι και τον Νεϊμάρ σε αυτό!
Διάολε, δεν μιλάς έτσι. Δεν μιλάς έτσι μια μέρα πριν από ένα τέτοιο ματς. Κινδυνεύεις να σε «δείρουν» το επόμενο βράδυ -τέτοια λόγια είναι ευλογία για κάθε αντίπαλο προπονητή. Είθισται, τέτοια αποκόμματα να τα τοιχοκολλούν στα αποδυτήρια, ώστε να «φτιάχνουν», να φανατίζουν, να πωρώνουν τους παίκτες τους.
Κι εκείνος τι έκανε; Πήγε το επόμενο βράδυ και υποστήριξε με πράξεις τα λόγια του. Πήγε και έκανε τον Μέσι. Πήγε και τους πέρασε όλους και πέτυχε ένα γκολ που διστάζεις να το επιχειρήσεις ακόμα και στην προπόνηση.
Ο Φώτης έχει μία έμφυτη… ανιωθίλα. Δεν είναι υφάκι, δεν είναι τουπέ, δεν είναι δήθεν. Τέτοιος είναι.
Δεν «βλέπει» κανέναν. Ένα γνώρισμα που έχουν οι επηρμένοι, αλλά και οι… αληθινά σπουδαίοι.
Για όσους το λησμόνησαν, δεν έκανε (κανονική) καλοκαιρινή προετοιμασία. Έμεινε κάνα δίμηνο εκτός δράσης από εκείνον τον τραυματισμό στον ώμο σε εκείνο το αχρείαστο φιλικό στην Γερμανία. Επίσης έμεινε ανεπηρέαστος από τον χορό εκατομμυρίων όλο το καλοκαίρι γύρω του, τις σειρήνες από όλη την Ευρώπη και το νέο μεγάλο συμβόλαιο ζωής που τον περιμένει, χωρίς ακόμα την υπογραφή του πάνω σε αυτό. Άνιωθος πραγματικά…
Μέχρι εκείνο το βράδυ στο «Φελίξ Μπολάρ», ο Φώτης ήταν ένα συγκεκριμένο καλούπι στράικερ. Βαρύ, δυνατό πάτημα, γερός κορμός, καλός στην προστασία της μπάλας με την πλάτη, ψυχρός από την λευκή βούλα, κυνικός στα τετ-α-τετ ή στα τελειώματα με το δεξί εντός περιοχής ή στα tap-in.
Μέσα σε ένα μήνα -άγνωστο πως- έχει γίνει κάτι άλλο. Εκείνο το γκολ στο Φελίξ Μπολάρ, θαρρεί κανείς ότι ξεκλείδωσε την πρώτη από τις επόμενες πίστες. Απέναντι στην Φινλανδία σκόραρε με το κεφάλι. Μία σεντεφορίσια κεφαλιά μετά από κόρνερ. Μέχρι τότε είχε σκοράρει μόνο κάνα δυο φορές εξ’ αέρος.
Στο Δουβλίνο δοκίμασε κάτι άλλο. Μόλις βρήκε μία χαραμάδα, το ζύγισε και βρήκε «παράθυρο». Με το κακό πόδι, το αριστερό. Με σουτ εκτός περιοχής, σπάνια επιχειρεί τέτοια!
Αυτό που κάνει έναν επιθετικό ανίκητο είναι η αίσθηση του φόβου που δημιουργεί στους αντιπάλους του. Κι αυτός γιγαντώνεται, όσο εκείνοι νιώθουν ότι μπορεί να τους κάνει τα πάντα. Να τους περάσει, να εκτελέσει από παντού με δεξί ή αριστερό. Να τους το βάλει με κεφαλιά. Να τους βγει στο σπριντ. Να τους παίξει πλάτη. Ο Ιωαννίδης, αίφνης, δείχνει ότι έχει όλο το πακέτο.
Κι αν συνεχίσει έτσι, η κουβέντα στο επόμενο μεταγραφικό παράθυρο δεν θα αφορά τους πληβείους της Premier League (Λέστερ, Σαουθάμπτον, Ίπσουιτς), αλλά τους πατρίκιους. Δεν υπάρχει ούτε ένας τους, που μένει αδιάφορος από παίκτες που μπορούν να παράγουν… something out of nothing! Κι ο Φώτης αρχίζει να δείχνει παικτικά αυτόφωτος.
Κανείς από τους Έλληνες παίκτες -πλην του Τσιμίκα- θαρρώ ότι δεν έχει πατήσει το χορτάρι του Γουέμπλεϊ. Υποψιάζομαι ότι τα κινητά θα πάρουν φωτιά λίγο πριν από την μάχη με την Αγγλία, που μπορεί να κρίνει την πρωτιά του ομίλου στο Nations League, το δέος είναι αναπόφευκτο.
Στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου μόνο έναν θυμάμαι να μπορεί να ψελλίσει πριν από τέτοια ματς με απόλυτη σοβαρότητα: «Ποιοι είναι αυτοί ρε; Πάμε να τους πατήσουμε».
Τον Γιώργο Καραγκούνη.
Ο δεύτερος είναι ο Φώτης…