MENU
Χρόνος ανάγνωσης 6’

Ένας Σαμουράι στην Τούμπα

0

Ήταν το γεγονός της ημέρας, του μήνα, της χρονιάς, της δεκαετίας. Ντάλα καλοκαίρι 7.000 αφιθιονάδος της Σαραγόσα αψήφησαν τον καυτό ήλιο της Αραγονίας και γέμισαν τις εξέδρες του Ρομαρέδα, την ώρα που 70 δημοσιογράφοι από 35 διαφορετικά Μέσα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν πρώτο τραπέζι πίστα, να έχουν την καλύτερη θέση. Ανάμεσα στους διαπιστευμένους και 12 Ιάπωνες δημοσιογράφοι που τον ακολουθούν κατά βήμα, όπου κι αν πάει, από τότε που αποφάσισε να κάνει το μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Στην χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, ο Σίντζι Καγκάβα είναι μεγαλύτερος κι από το ποδόσφαιρο. Κάθε του απόφαση, κάθε του μεταγραφή, κάθε του αγώνας, κάθε του προπόνηση, κάθε του βήμα, κάθε του αναπνοή αποτελεί είδηση. 

Στους δημοσιογράφους μοιράστηκαν οριγκάμι, την ώρα που στα μεγάφωνα ακούγονταν χαλαρωτικοί ιαπωνικοί ρυθμοί. Το καλοκαίρι του 2019, ο Καγκάβα έμοιαζε με τον Μεσσία, αυτόν που θα έπαιρνε από το χέρι την Ρεάλ Σαραγόσα και θα την οδηγούσε στην γη της Επαγγελίας, μετά από 7 χρόνια απουσίας από τα σαλόνια της Primera Division. Ήθελε πάντα να παίξει στην Ισπανία, σημειολογικά το έκανε πράξη στην γενέτειρα του ποδοσφαιρικού του ειδώλου του Αντρές Ινιέστα, την ώρα που εκείνος επέλεγε να διδάξει μπάλα στα δικά του πάτρια εδάφη, αυτά της Ιαπωνίας. 

Όσοι φοβούνταν πως θα δουν μπροστά τους μία ντίβα, διαψεύστηκαν οικτρά. Ταπεινός, γλυκομίλητος, μειλίχιος, απάντησε με ευγένεια σε όλες τις ερωτήσεις, χωρίς τουπέ ή υφάκι. Είπε πως θα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος Ιάπωνας που έπαιξε μπάλα στην Ισπανία και ξεκαθάρισε πως στόχος ήταν η άνοδος και τίποτα άλλο. Σε όσους αμφισβήτησαν το κίνητρο του να παίξει στα ισπανικά «χωράφια» της Segunga Division μετά από τόσα χρόνια ηγετικής παρουσίας στην Μπορούσια Ντόρτμουντ και την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, απάντησε πως η χρονιά που τον δίδαξε τα περισσότερα πράγματα στο ποδόσφαιρο ήταν αυτή στην 2η κατηγορία της Ιαπωνίας με την Τσέρεσο Οσάκα. 

Γεννήθηκε το 1989, την χρονιά του δράκου σύμφωνα με το ιαπωνικό ημερολόγιο. Όσοι γεννήθηκαν τότε, χαρακτηρίζονται ως άνθρωποι πειθαρχημένοι, σκληραγωγημένοι, τύπο που δεν φοβούνται την σκληρή δουλειά ή την αποτυχία. Ο Καγκάβα είναι η ζωντανή απόδειξη.

Τίποτα δεν του ήρθε εύκολα, χρειάστηκε να παλέψει για τα πάντα πολύ σκληρά, να ξεπεράσει τα όρια του, να «τρυπήσει» το ταβάνι του. Στα 12 του δεν φοβήθηκε να μετακομίσει για χάρη της μπάλας στην πόλη Σεντάι, στο άλλο άκρο της Ιαπωνίας, μακριά από την Ιαπωνία. Έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία της χώρας που υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο πριν τελειώσει το σχολείο, δίχως να προέρχεται από την ακαδημία κάποιας ομάδας της πρώτης κατηγορίας, αλλά για να σταθεί εκεί χρειάστηκε να περάσει αμέτρητες ώρες στο γυμναστήριο για να βελτιώσει την αντοχή, την έκρηξη, την ταχύτητά του και να καταπολεμήσει τις φυσικές του αδυναμίες. Όταν πήγε στην Μπορούσια Ντόρτμουντ άγνωστος επί αγνώστων μόλις για 350.000 ευρώ, ομολόγησε ότι μετά βίας έβγαζε τις πρώτες προπονήσεις.

Στην Αγγλία χρειάστηκε να βάλει μυϊκή μάζα για να τα βάλει με τους γίγαντες της Prmier League. Στην επιστροφή του στην Ντόρτμουντ χρειάστηκε να δώσει απαντήσεις -πρώτα από όλα στον ίδιο του τον εαυτό- για όσα δεν πέτυχε με τους «κόκκινους διαβόλους». Ο Ιάπωνας έχει μία ιδιαίτερη αίσθηση της καθήκοντος, του χρέους, κάτι που πολλές φορές τον πνίγει. Ο Βραζιλιάνος Λεβίρ Κούλπι ένας από τους πρώτους του προπονητές και αυτός που τον καθιέρωσε στην Τσέρεσο Οσάκα έβλεπε έναν χαρισματικό τεχνικά παίκτη, μα εύθραυστο ψυχολογικά: «Ο Σίντζι έχει μία τεράστια αίσθηση της επαγγελματικής ευθύνης μέσα του και αυτό πολύ συχνά τον κάνει να τρέμει μη τυχόν και κάνει λάθη και αποτύχει».

Σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις στην Αραγονία, ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών της Ιαπωνίας, αυτός που σύμφωνα με τον Γιούργκεν Κλοπ ήταν ο πιο κομβικός παίκτης της Ντόρτμουντ στο gegenpressing του, αυτός που σύμφωνα με τον Νούρι Σαχίν «παίζει σαν άγγελος στο γήπεδο», αυτός που σύμφωνα με τον Μάριο Γκέτσε «είναι ο καλύτερος shadow striker στον κόσμο», αυτός που σύμφωνα με τον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον «ήταν πολύ καλύτερος από τον Εντέν Αζάρ» (δήλωση που έκανε το 2012 όταν αμφότεροι αφίχθησαν στο νησί) έμοιαζε ανασφαλής παίζοντας με την Ρεάλ Σαραγόσα: «Σε όλη μου την ζωή είμαι πολύ ευαίσθητος και όχι όσο σκληρός πνευματικά όσο θα έπρεπε. Γι’ αυτό προπονούμαι σκληρότερα από όλους, ώστε να κοντρολάρω αυτού του είδους τα συναισθήματα. Ποτέ δεν κατάφερα να νιώθω απόλυτα σίγουρος για τον εαυτό μου, είναι αλήθεια ότι δεν περίμενα ότι τα πράγματα στην Ισπανία θα είναι τόσο δύσκολα».

Στον ένα χρόνο που έμεινε στην Σαραγόσα, ο Ιάπωνας το πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις. Μέσα σε 10 μήνες έμαθε ισπανικά, ώστε να συνεννοείται όσο το δυνατόν καλύτερα με όλους! Κανείς δεν τον είδε να τεμπελιάζει, να λουφάρει, να αδιαφορεί. Αν και εργένης, δεν έβγαινε ποτέ από το σπίτι. Σε έναν διαδικτυακό έρανο με την επωνυμία Vamos Zaragoza που ως σκοπό είχε την συγκέντρωση 517.000 ευρώ που θα εξασφάλιζαν την καθημερινή διατροφή για τέσσερις μήνες ανθρώπων που είχαν πληγεί οικονομικά από τον κορωνοϊό, ο Ιάπωνας δώρισε 40.000 ευρώ, το 8% των ετήσιων απολαβών του! Ήταν παντού υπόδειγμα. Αγωνιστικά όμως, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις υψηλές προσδοκίες. Απλώς, δεν έκατσε. Και τον πήρε από κάτω.

Μετά από ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα, μία λοίμωξη μετά από ένα ταξίδι στο Οβιέδο την 7η αγωνιστική τον έκανε να χάσει βάρος, δυνάμεις, ρυθμό. Επιστρέφοντας δεν ήταν ποτέ ο ίδιος. Έδειχνε μόνο μερικές εκλάμψεις της ποιότητας του σε επαφές με την μπάλα, κοντρόλ, μεταβιβάσεις, αλλά έδειχνε μία ταχύτητα πίσω σε δυνάμεις, έκρηξη, ταχύτητα. Δυσκολευόταν αφόρητα στα χωράφια, όμως όσο ανέβαινε ο ποιοτικός πήχης, τόσο καλύτερος ήταν κι εκείνος. Η καλύτερη του εμφάνιση ήταν στο παιχνίδι κυπέλλου με την Ρεάλ Μαδρίτης, παρά την ήττα με 4-0, ήταν ο μόνος που έδειχνε να παίζει στο ίδιο επίπεδο με τους παίκτες της «βασίλισσας».

Σταδιακά, σταμάτησε να έχει την φανέλα βασικού σπίτι, νεαρότεροι και πιο ελπιδοφόροι παίκτες όπως ο Χάβι Πουάδο άρχισαν να αμφισβητούν την θέση του στο αρχικό σχήμα. Τελείωσε μία ανώμαλη (και λόγω Covid-19) σεζόν με 36 παιχνίδια όμως μόνο στα οκτώ εξ’ αυτών έμεινε 90 λεπτά στο γήπεδο. Σκόραρε τέσσερις φορές και έδωσε δύο ασίστ, αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων, όχι μόνο με προσωπική του ευθύνη.

Σε οικονομικό επίπεδο τα λεφτά του τα έβγαλε. Η φανέλα του έκανε ρεκόρ πωλήσεων, έγινε best-seller στην Ασία. Ένα τηλεοπτικό σποτ στο οποίο πρωταγωνίστησε για τις ομορφιές της Αραγονίας και το οποίο προωθήθηκε στην ιαπωνική αγορά βοήθησε στην τουριστική διάδοση της περιοχής σε πλούσιες αγορές. Η αποτυχία της Σαραγόσα να ανέβει στην Primera Division έκανε όμως την παραμονή του απαγορευτική. 

Παρότι ήθελε να μείνει για να αποδείξει, δεν τσακώθηκε με κανέναν. Μέχρι να βρει την επόμενη ομάδα του, η Σαραγόσα του παραχώρησε τις προπονητικές της εγκαταστάσεις για να προπονείται ατομικά. Απέρριψε αμέτρητες προτάσεις, μέχρι να βρει αυτό που του ταίριαζε. Δεν ήθελε να ακούει για Αραβία, Κίνα, Ηνωμένες Πολιτείες, Τουρκία ακόμα και για Ρωσία. Μέσα του αισθανόταν (και αισθάνεται παίκτης Champions League). Ήθελε να μείνει στην Ισπανία, ένιωθε καλά στην χώρα, αλλά δεν βρήκε κάποια πρόταση από ομάδα της Primera Division. Εκλεκτικός, προτίμησε να μείνει έξι μήνες εκτός γηπέδων, από το να κάνει μία εύκολη επιλογή ομάδα, βασισμένη μόνο στο χρήμα.

Το 2019, όταν μετακόμισε για έξι μήνες ως δανεικός στην Τουρκία και στην Μπεσίκτας, έπαθε σοκ από την πρώτη κιόλας προπόνηση: «δεν πίστευα στα μάτια μου όταν είδα την χαλαρότητα στην προπόνηση και το χαμηλό επίπεδο αφοσίωσης των παικτών στο επαγγελματικό τους καθήκον. κατάλάβα από την πρώτη μέρα, πως θα παίξω μερικούς μήνες εκεί και δεν πρόκειται να επιστρέψω ποτέ».

Νιώθεις ότι τον βλέπεις μία ζωή στα γήπεδα, όμως είναι μόλις 31,5. Ζει το ποδόσφαιρο κάθε μέρα, σαν να είναι η πρώτη του. Το αντιμετωπίζει με έναν ιδιαίτερο ηθικό κώδικα που παραπέμπει στους σαμουράι, το ποδόσφαιρο για τον Σίντζι Καγκάβα είναι πάνω από όλα ευθύνη. Κάθε μέρα, νιώθει ότι οφείλει να αποδεικνύει πράγματα. Κανείς δεν ξέρει αν θα μεγαλουργήσει στην Τούμπα ή αν οι μέρες δόξας ανήκουν στο παρελθόν. Υπάρχει όμως κάτι που είναι αδιαπραγμάτευτο και τον συντροφεύει κάθε μέρα: «ήμουν ευλογημένος που είχα το ποδόσφαιρο να με ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Αν υπάρχει κάτι που δεν άλλαξε ούτε μία μέρα σε όλη αυτή την διαδρομή μου είναι το πάθος μου για αυτό»…

Ένας Σαμουράι στην Τούμπα