MENU

«Θέλω να μιλήσω με τον Δημήτρη»...

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019, Νοσοκομείο «Σωτηρία». Με περιμένει πως και πως ο Νίκος Αρών, γιος του αγαπημένου σε όλους μας «κυρ-Στέφανου». «Θέλει οπωσδήποτε να δει κάποιον», μου είχε εκμυστηρευτεί λίγες ημέρες νωρίτερα, δίχως να μου αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για την έκβαση της υγείας του πατέρα του.

Κτίριο Η’ της Παθολογικής Κλινικής. Δωμάτιο 213 (τυχαίο το 13 άραγε;). Την ίδια ώρα παίζαμε με τον Προμηθέα στην Πάτρα. Η πρώτη σκέψη να επισκεφθώ τον θάλαμο με ακουστικά για να ακούω παράλληλα το σκορ απορρίπτεται. Προτεραιότητα, φυσικά, είχε ο Στέφανος Αρών. Ο Παναθηναϊκός μπορούσε να περιμένει. Άλλωστε, εύκολα ή δύσκολα το παιχνίδι θα το κερδίζαμε (τελικά νικήσαμε με 92-80, κάνοντας το 2-0 νίκες στους τελικούς της Basket League).

Τον συναντώ. Παραπληγικός πλέον από τον κορμό και κάτω, κουνάει μόνο λίγο το κεφάλι και τα χέρια του. Η οικογένειά του με υποδέχεται εγκάρδια και με πολλή τρυφερότητα. Πρώτο μου μέλημα, να του εξυψώσω το ηθικό. Προσπαθώ να ωραιοποιήσω την τωρινή κατάσταση, να του κατασκευάσω έναν ιδεατό παναθηναϊκό κόσμο. Του λέω πως μπήκαν οι υπογραφές για τη νέα μας γηπεδάρα και πως τον βλέπω μια χαρά, ακμαίο και δυνατό, έτοιμο να πατήσει το χορτάρι του Βοτανικού με τη σημαία του και να τρέξει φωνάζοντας «στα όπλα», όπως παλιά. Βουρκώνει... Παγώνω. Μάλλον δεν ήταν πολύ καλή ιδέα...

Ο χρόνος κυλάει με ιστορίες του Στέφανου από τα παλιά. Πώς έγινε Παναθηναϊκός, τι ομάδα ήταν προτού γίνει «πράσινος» σε ηλικία 14 ετών (ήταν οπαδός του Φωστήρα, του επονομαζόμενου και «φονέα των γιγάντων»), ποιος ήταν ο αγαπημένος του ποδοσφαιριστής και άλλα τέτοια ωραία, πράσινα και ρομαντικά. Ο Στέφανος δεν άκουγε πλέον πολύ καλά, δεν μπορούσε να περπατήσει, ούτε να φωνάξει. Θυμόταν όμως τα πάντα! Η επόμενη ιστορία ξεχωρίζει. Θα σας τη μεταφέρω, σχεδόν αυτολεξί.

«Το 1964 παίρνουμε το αήττητο πρωτάθλημα μέσα στο Καραϊσκάκη. Κάνουμε το γύρο του θριάμβου μέσα στο γήπεδο κρατώντας τη σημαία της Θύρας 13. Χαμός, πανηγύρι, γεμίζει η Αθήνα Παναθηναϊκούς. Λίγες μέρες μετά, φεύγουμε με το βαπόρι για τα ξένα. Δούλευα ναυτικός τότες. Η μητέρα μου, χωρίς να το γνωρίζω, τοποθετεί την περίφημη σημαία στη βαλίτσα μου. Το συνειδητοποιώ όταν πλέον είμαι εν πλω κι ενώ τακτοποιούσα τα ρούχα μου. Στο πλοίο, όλοι οι μηχανικοί και οι ναύτες είναι Ολυμπιακοί. Ο καπετάνιος κι εγώ όμως είμαστε «βαμμένοι» Παναθηναϊκοί. Κάποια στιγμή, σκεφτόμαστε να σκαρώσουμε μια πλάκα στους Ολυμπιακούς, δίχως να μας αντιληφθεί κανείς. Ποια ήταν η πλάκα; Να κατεβάσουμε την ελληνική σημαία από τον ιστό και να βάλουμε στη θέση της τη σημαία του Παναθηναϊκού. Όπερ και εγένετο! Το καράβι πλέον έπλεε με την παντιέρα του Τριφυλλιού να κυματίζει περήφανα! Οι Ολυμπιακοί το παίρνουν χαμπάρι και εξαγριώνονται. Ένας από αυτούς επιχειρεί να την κατεβάσει. Και ξαφνικά... ΜΠΑΑΑΜ! Ο καπετάνιος έχει πάρει το όπλο του και ρίχνει προειδοποιητικές βολές στον αέρα!»

- Μην τολμήσει να πειράξει κανείς τη σημαία! Κουμάντο στο μηχανοστάσιο εσείς. Εδώ όμως κουμάντο κάνουμε μόνο εμείς!

«Η σημαία έπρεπε να ανεμίσει... Σαν σε επανάληψη της 24ης Μαΐου 1964, όταν την παρέδωσα στον Ζαχαρία Πιτυχούτη και βγήκε η θρυλική φωτογραφία». Και συνέχισε ο Στέφανος:

«Κάποια στιγμή γίνεται περιπολία από αέρος. Έχει πέσει «σύρμα» πως ένα εμπορικό πλοίο πλέει με άγνωστη σημαία η οποία δεν ανήκει σε κανένα κράτος. Ένα ελικόπτερο μας πλησιάζει. Επικοινωνούν μαζί μας».

- Ελληνικό πλοίο δεν είστε; Τι έγινε, άλλαξε σημαία η Ελλάδα και δεν το ξέρουμε;

«O καπετάνιος τούς εξήγησε τι και πώς και το ζήτημα θεωρήθηκε λήξαν...»

Η ώρα ήταν σχεδόν 20.00 κι έπρεπε να φύγω. Ο γιος του Στέφανου τού ψιθύρισε ευγενικά στο αυτί πως «ο κύριος έχει να πάει και στο σπίτι του. Θα τα ξαναπείτε άλλη φορά». Δυστυχώς, άλλη φορά δεν υπήρξε...

Λίγο προτού αποχωρήσω, ο Στέφανος, λες και μια μαγική δύναμη να τον παρέσυρε, σχεδόν σήκωσε ολόκληρο τον κορμό του, ζητώντας μου επιτακτικά δύο χάρες.

- Θέλω να ζητήσεις από τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο να έρθει από εδώ. Θέλω να τον δω, τον ξέρω από τότε που ήταν έξι ετών, που μπούκαρε μέσα στον αγωνιστικό χώρο στον «Τάφο του Ινδού» και τον μάζευαν οι αστυφύλακες. Αν δεν μπορεί να έρθει, ας με πάρει έστω ένα τηλέφωνο.

Με τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο δεν έχω μιλήσει ποτέ στη ζωή μου, τουλάχιστον έως σήμερα. Του υποσχέθηκα όμως πως θα το προσπαθούσα μέσω τρίτων, αν και το πρόγραμμα του ήταν σίγουρα αρκετά φορτωμένο, ιδίως εκείνες τις ημέρες. Μου ζήτησε όμως και κάτι ακόμα.

- Να πεις στους προέδρους μας να είναι μονοιασμένοι και να μην τσακώνονται. Να ρίξουν όλοι νερό στο κρασί τους για να πάει ο Παναθηναϊκός μας μπροστά. Σε παρακαλώ, μην το ξεχάσεις αυτό!

Το αιώνιο σαράκι της διχόνοιας, που μας έχει γίνει βίωμα πια... Κάπου εκεί, βούρκωσε ξανά. Γύρισα να φύγω, συνοδεία του γιου του. Θα βούρκωνα κι εγώ ίσως, αν καθόμουν λίγο ακόμα πλάι του.

Όπως βούρκωσε σχεδόν ολόκληρη η αίθουσα εκδηλώσεων του Μουσείου Ακρόπολης στις 7 Μαΐου 2017, όταν, με τα... χίλια εννιακόσια οκτώ ζόρια ο «κυρ-Στέφανος» σηκώθηκε στο βήμα, σε ένα αξέχαστο, συγκλονιστικό -για όσους το έζησαν- τετ-α-τετ (για όσους δεν το έζησαν ευτυχώς κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και πολλές οπαδικές σελίδες το έχουν κοινοποιήσει σήμερα), με τον επίσης λατρεμένο Ζαχαρία Πιτυχούτη, που τόσο πολύ μας λείπει κι αυτός πια. Για μένα, που είχα την τύχη να είμαι παρών εκείνη τη βραδιά, ίσως πρόκειται για την πιο αισθαντική στιγμή που έζησα ποτέ, από αυτές τουλάχιστον που αφορούν τον Παναθηναϊκό.

ΥΓ. Πριν από λίγες ημέρες, φίλοι του συλλόγου οργάνωσαν μία καμπάνια οικονομικής ενίσχυσης για την οικογένεια του Στέφανου. Συνέδραμε πολύς κόσμος, με αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, ενώ κινητοποιήθηκαν επίσης η Π.Α.Ε. και η Κ.Α.Ε. Παναθηναϊκός. Μάλιστα, με πρωτοβουλία του Σπύρου Βλάχου, η Π.Α.Ε. Παναθηναϊκός προσφέρθηκε να καλύψει και τα έξοδα της κηδείας του καταγόμενου από τη Νάξο, ιστορικού οπαδού του Τριφυλλιού. Μπορεί να έχω επικρίνει ουκ ολίγες φορές την Π.Α.Ε. σε ένα σωρό ζητήματα αλλά εδώ ενήργησε άψογα. Και δεν ήταν μάλιστα η μοναδική της ενέργεια όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα. Ένα μεγάλο «μπράβο» λοιπόν το οφείλουμε όλοι.

Αντίο Στέφανέ μας... Θα συναντήσεις φίλους καλούς εκεί ψηλά και θα τα λέτε για τον Παναθηναϊκό «εις την αιωνιότητα». Κι εκεί που θα κρατάς περήφανα τη σημαία, τρέχοντας στα λιβάδια του Παραδείσου, μην ξεχνάς:

«Στα όπλα!»

H τελευταία ιστορία του «κυρ-Στέφανου»...