Ο Ενέα Μιχάι είχε έτοιμες τις βαλίτσες του, έχοντας τσεκάρει το εισιτήριο από τη Ρόδο για την Αθήνα και από εκεί για το Αγρίνιο. Ήταν μόλις 16 ετών. Οι δρόμοι που ανοίγονταν μπροστά του ήταν άγνωστοι αλλά ήξερε ότι δεν το αγαπάει απλά αλλά το λατρεύει...
Αν τον ρωτήσετε ποτέ για την συμβουλή που θα έδινε σε έναν πιτσιρικά θα ήταν μία: «πρέπει να ΛΑΤΡΕΥΕΙ το ποδόσφαιρο και να θυμίζει στον εαυτό του ότι η κάθε μέρα είναι μια ευκαιρία να γίνεται καλύτερος. Η συνεχής βελτίωση θα τον κάνει να ξεχωρίσει».
Και εκείνος συνειδητοποίησε από νωρίς πως το ποδόσφαιρο δεν γεμίζει απλά τα απογεύματά του στις αλάνες και στο σχολείο. Είναι κάτι περισσότερο... Και στα 15 του παραδέχεται με θράσος πως το είχε πάρει απόφαση. Με αυτό ήθελε να ασχοληθεί επαγγελματικά αλλά έπρεπε να βρει έναν δρόμο.
Ο Διαγόρας Ρόδου του δίνει την ευκαιρία να κάνει τα πρώτα του βήματα και ο αστικός μύθος τον θέλει να εισέρχεται στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι ως ανασταλτικός χαφ. Τα πρώτα δείγματα γραφής του δεν περνούν απαρατήρητα από τους ανθρώπους του Παναιτωλικού, οι οποίοι τον τσεκάρουν επίμονα και πιστοποιούν με νούμερα το ενδιαφέρον τους για την «αποκάλυψη» της Ρόδου.
«Μετά από επίσημη επικοινωνία που είχε με τη Διοίκηση του Γ. Σ. Διαγόρας και συγκεκριμένα, με τον πρόεδρο κ. Στεφανίδη, η ΠΑΕ Παναιτωλικός κατέθεσε επίσημη πρόταση για την απόκτηση του ποδοσφαιριστή μας Εννέα Μιχάϊ. Συγκεκριμένα, έκανε πρόταση 20.000 ευρώ για την απόκτησή του και συμφωνία να εισπράξει ο Διαγόρας το 10% του ποσού, σε περίπτωση μεταπώλησής του...».
Το ημερολόγιο έγραφε 1η του Σεπτέμβρη 2014. Αν το σκέφτηκε; Μόλις ανοιγόταν ένας ακόμη δρόμος μπροστά του και φάνταζε ως η απόλυτη ευκαιρία του. Κι ας ήταν μόνος. Μακριά από τους γονείς του, την αδερφή του, το στήριγμά του, όπως θα τον ακούσετε να λέει... Από την άλλη πλευρά της ζυγαριάς, όμως, ήταν το όνειρο που γινόταν πραγματικότητα και του έκλεινε προκλητικά το μάτι.
Σκέφτηκε πως στη ζωή τίποτα δεν έρχεται τυχαία. Συνεπώς τα «θέλω» και οι στόχοι του μπήκαν άμεσα σε μια σειρά. Τα πάντα ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό του. Δουλειά και επιμονή. Step by step. Κι ας τον «γύρισαν» πίσω, αντιλαμβανόμενοι πως έχει ένα πακέτο που κουμπώνει απόλυτα σε αυτό του κεντρικού αμυντικού...
Δύο χρόνια αργότερα, υπέγραψε μαζί με τρεις ακόμη συμπαίκτες του το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο με τον Παναιτωλικό. Όλα πήγαιναν βάσει σχεδίου ή αν προτιμάτε δεν είχε παρεκκλίνει στο ελάχιστο από τον δρόμο του. Και για να είμαστε και ειλικρινείς δεν θα μπορούσε και εύκολα δεδομένου πως ο χρόνος του μοιραζόταν ανάμεσα στο Αθλητικό Κέντρο, το Emileon και το σπίτι του.
Πήγαινε πάντα πολύ νωρίτερα από την καθιερωμένη προπόνηση για να δουλέψει έξτρα στο γυμναστήριο και... ξεχνούσε ότι κάποια στιγμή έπρεπε και να φύγει. Είπαμε, όμως, δεν το αγαπούσε απλά, το λάτρευε...
Αυτό το πάθος σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά του είδε και ο Μάκης Χάβος, όταν αποφάσισε να τον ρίξει στα βαθιά και να του δώσει για πρώτη φορά φανέλα βασικού απέναντι στον ΠΑΟΚ (!) στο γήπεδο της Τούμπας (!). Ακόμη και σήμερα δεν λησμονά το ντεμπούτο του και παραδέχεται με ειλικρίνεια πως... ζορίστηκε απέναντι στον Αλεξάνταρ Πρίγιοβιτς (σ.σ. είχε βάλει το νικητήριο γκολ της αναμέτρησης), ο οποίος μαζί με τον Λιβάγια, του έβαλαν δύσκολα...
Ακόμη και τότε, όμως, η έξωθεν καλή μαρτυρία του συνοψίζεται στην ατάκα: «Κοιτάξτε, οι ποδοσφαιριστές είναι άνθρωποι δεν γίνεται σε κάθε ματς να έχουν την ίδια απόδοση». Μέσα του όμως τον συνόδευε κάτι από... Καζαντζάκη: «Για να ανέβεις στον ουρανό πρέπει να πάρεις φόρα από τον πάτο της κόλασης».
Και με τον εαυτό του υπήρξε ιδιαίτερα αυστηρός. Γι΄αυτό το βραβείο του MVP του Παναιτωλικού της σεζόν 2017-18 ήταν απλά μια διάκριση για να τον ευθυγραμμίζει στο δρόμο της κατάκτησης που είχε προλάβει να μπει... Ένα πάθος που είχε πάρει σάρκα και οστά και τον απογείωνε κάθε φορά που πατούσε στο γήπεδο. Έτσι το είχε στο μυαλό του...
Κι αν νομίζετε πως στο δρόμο του ήταν όλα ρόδινα, τότε κάνετε σίγουρα λάθος. Την περσινή σεζόν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον «εφιάλτη» κάθε ποδοσφαιριστή. Στο ματς της Αλβανίας με την Ιορδανία, υπέστη κάταγμα περόνης και χρειάστηκε να μπει στα... πιτς. Ποιος; Εκείνος που ήταν ένας από τους τέσσερις παίκτες που δεν είχαν χάσει δευτερόλεπτο από τους αγώνες της ομάδας του Αγρινίου.
Έπρεπε όμως να επιστρέψει. Γιατί δεν το αγαπούσε απλά αλλά το λάτρευε... Και αυτή η αγάπη του για το ποδόσφαιρο δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από ομάδες του εξωτερικού ούτε από την Ελλάδα και κυρίως τον Ολυμπιακό. Ο ΠΑΟΚ, όμως, είχε άλλα σχέδια για εκείνον...