Στη γλώσσα σουαχίλι, την κοινή γλώσσα συνεννόησης των λαών απ’ άκρου σε άκρο στην κεντρική Αφρική, η λέξη «κουτέσα» μπορεί να μεταφραστεί με δύο τρόπους. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το νόημα αλλάζει όχι με βάση τις άλλες λέξεις της πρότασης, όπως γίνεται αλλού, αλλά σε ποιον απευθύνεται! Όταν ο αποδέκτης της πρότασης είναι ένα μικρό παιδί, η λέξη σημαίνει «μάρτυρας, βασανιζόμενος». Όταν προσδιορίζει έναν ενήλικα είναι αυτός που καταδιώκει, ο κυνηγός.
Έχει τη σημασία του αυτό. Στην κουλτούρα πολλών αφρικανικών λαούς υπήρχε αυτό που λέμε «τελετή ενηλικίωσης», μια σειρά από δοκιμασίες (καμιά φορά βάναυσες ή επικίνδυνες) που σηματοδοτούσαν τη διάβαση του… Ρουβίκωνα της εφηβείας. Μέσω αυτών των μαρτυρίων, το παιδί γινόταν άνδρας. Από αδύναμος, γινόταν κυνηγός.
Ο 27χρονος σήμερα Ντέρεκ Κουτέσα, ο εξτρέμ της ελβετικής Σερβέτ που έχει συμφωνήσει με την ΑΕΚ, γεννήθηκε στη Γενεύη της Ελβετίας. Από πατέρα Αγκολέζο και μητέρα από την Ουγκάντα, αμφότεροι οικονομικοί μετανάστες που έψαχναν μια καλύτερη ζωή. Η δική του «τελετή ενηλικίωσης» έγινε μέσα σ’ ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο. Και μπορεί να άργησε κάπως, αλλά φαίνεται να τον δικαιώνει για την υπομονή και την επιμονή του.
H λέξη «γέννημα-θρέμμα» του ταιριάζει απόλυτα. Σε ηλικία μόλις έξι ετών εντάχθηκε στις ακαδημίες της Σερβέτ, της θρυλικής ομάδας της Γενεύης. Κι εκεί έχει περάσει τα πιο σημαντικά ποδοσφαιρικά του χρόνια, αν και φαίνεται καθαρά η προσπάθειά του να εγκαταλείψει τη «ζώνη άνεσης» που του προσφέρει το οικείο περιβάλλον. Η μεταγραφή του στην ΑΕΚ δεν είναι μόνο η εξαργύρωση της καλύτερης ποδοσφαιρικής του χρονιάς, αλλά κι ένα στοίχημα που βάζει με τον εαυτό του.
Το να μείνει ένας παίκτης πολλά χρόνια στην ίδια ακαδημία και να κάνει το επαγγελματικό του ντεμπούτο με την ανδρική της ομάδα μόνο σπάνιο δεν είναι. Στην περίπτωση του Κουτέσα, δεν ήταν δεδομένο. Στα 14 του δέχτηκε… στενό μαρκάρισμα από την αγγλική Τσέλσι, ήταν η εποχή που είχε κληθεί πρώτη φορά στην εθνική U15 της Ελβετίας και εντυπωσίαζε και με την ταχύτητά του, αλλά και την ευχέρεια που έπαιζε αριστερά ως δεξιοπόδαρος. Δεν το τόλμησε το ταξίδι, σκέφτηκε ότι είχε μπροστά του πολλά χρόνια για να πάει εκεί.
Το ντεμπούτο του στην ανδρική ομάδα της Σερβέτ μπορεί να έγινε στα 16 του (το 2013), ωστόσο παρά την συνεχή παρουσία του στις μικρές εθνικές ομάδες της Ελβετίας, στην ομάδα της Γενεύης δεν βρήκε το χρόνο που ήθελε. Στα τρία χρόνια που ακολούθησαν έκανε 19 συμμετοχές, μέχρι που ήλθε το τηλεφώνημα του Ουρς Φίσερ το 2016. Ο προπονητής της Βασιλείας του είπε ότι τον πιστεύει και τον υπέγραψε για τρία χρόνια.
Στη Βασιλεία, που τότε έπαιρνε τον ένα τίτλο μετά τον άλλο στην Ελβετία, δεν ευδοκίμησε. Ένας τραυματισμός στο γόνατο στην αρχή τον έφερε πίσω και τελικά η σχέση του τερματίστηκε στη διετία, μετά από δανεισμούς κιόλας στη Σερβέτ (για μισό χρόνο) και στη Λουκέρνη (για έναν), που δεν συνοδεύτηκαν από αγωνιστική πρόοδο. Η χρονιά 2018-19 τον βρήκε στη Σεν Γκάλεν κι ήταν ουσιαστικά η πρώτη που ένιωσε ως βασικό μέλος μιας ομάδας. Κι αυτή που του άνοιξε το δρόμο για το εξωτερικό.
Η γαλλική Ρεμς πλήρωσε 1,75 εκατ. ευρώ στη Σεν Γκάλεν για να τον αποκτήσει και η μεταξύ τους σχέση κράτησε μια γεμάτη τριετία, μια λιγότερη από το τετραετές συμβόλαιο που είχε υπογράψει. Τα 42 ματς (με 2 γκολ) στις δύο σεζόν του εκεί μαρτυρούν πώς ούτε εκεί έκανε το άλμα που αναμενόταν. Η τελευταία χρονιά του συμβολαίου του τον βρήκε δανεικό στη βελγική Ζούλτε Βάρεγκεμ, όπου έκανε γεμάτη σεζόν (29 ματς με 3 γκολ), ωστόσο ούτε οι Βέλγοι, ούτε η Ρεμς είχαν σκοπό να επενδύσουν πάνω του.
Όταν και το καλοκαίρι του 2022 ειδοποιήθηκε ότι θα κάνει κάποια ματς με την Β’ ομάδα της Ρεμς για να αποκτήσει ρυθμό, πήρε τηλέφωνο στο… σπίτι του, τη Σερβέτ. Η οποία είχε πάντα ανοιχτή την αγκαλιά της για εκείνον: Τριετές συμβόλαιο, περιβάλλον γνώριμο, άνθρωποι που πιστεύουν σ’ αυτόν και… το αποτέλεσμα είναι σαφές. Μετά από μια γεμάτη περσινή χρονιά με συνολικά 54 ματς και 6 γκολ, ήλθε η φετινή απογείωση στην αποτελεσματικότητά του. Ήδη μετράει 17 γκολ, με το χθεσινό που πέτυχε αγωνιζόμενος ως αλλαγή.
Αυτή η τελευταία διετία αναζωπύρωσε και το ενδιαφέρον της εθνικής ομάδας, που αρχικά οδήγησε σε παρεξήγηση. Έχοντας… καλομάθει στα μικρά του, όταν πέρασε απ’ όλες τις ηλικιακές εθνικές (U14 μέχρι U21) με πάνω από 35 ματς, χτύπησε καμπανάκι στον Μουράτ Γιακίν. «Σκέφτομαι να παίξω εκεί που με θέλουν», είπε και υπονόησε ευθαρσώς την εθνική της Αγκόλα, απ’ όπου είχε διαρκή ανοιχτή πρόταση.
Η ομοσπονδία απάντησε ότι «καλύτερα θα ήταν να επικεντρωθεί στο να ανεβάσει την απόδοσή του» και ότι «στην εθνική Ελβετίας δεν παίζουν οι καλύτεροι ποδοσφαιριστές, αλλά όσοι θέλουν να την εκπροσωπήσουν». Το πράγμα πήγαινε για ναυάγιο, ωστόσο ο Γιακίν τον κάλεσε τον Μάρτιο του 2024 και του έδωσε τα πρώτα του λεπτά σ’ ένα φιλικό με την Ιρλανδία. Η «κατοχύρωσή» του με την Ελβετία ήλθε το Νοέμβριο, με τα επίσημα ματς που έπαιξε για το Nations League εναντίον της Σερβίας και της Ισπανίας.
Η μετακίνησή του στην ΑΕΚ είναι, όπως γράψαμε, ένα στοίχημα. Πρώτη φορά μετακινείται σε κράτος που δεν μιλούν γαλλικά και βρίσκεται τόσο μακριά από τη βάση του. Δεν έχει κρύψει την τρυφερή σχέση που έχει με την κορούλα του, την οποία αποζητάει όπου κι αν βρίσκεται και θυσιάζει ώρες σε τρένα και αεροπλάνα για να περάσει χρόνο μαζί της. Ένας παίκτης που ζει τη στιγμή του, έχει χτυπήσει αγωνιστικό και οικονομικό limit up, και μένει να αποδείξει (πρώτα στον εαυτό του) ότι μπορεί να μείνει σ’ αυτό το επίπεδο, αν όχι να ανέβει κι άλλο.