MENU

Μετά την δημόσια καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου για την σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη συνέβησαν πολλά. Όπως όλα δείχνουν, θα συμβούν ακόμα περισσότερα.

Τα στόματα άνοιξαν. Η Ελλάδα ζει ή ετοιμάζεται να ζήσει ετεροχρονισμένα το δικό της me too που ξεκινά από τον χώρο του αθλητισμού αλλά ενδέχεται να επεκταθεί παντού. Μακάρι όλο αυτό να έχει τελικά ουσιαστικά και όχι μόνο πρόσκαιρα οφέλη.

Ωστόσο, χωρίς να θέλω να χαλάσω το κλίμα θάρρους και απελευθέρωσης που πάει να δημιουργηθεί, θα μου επιτρέψετε να καταθέσω ένα προβληματισμό: το να μιλήσουν τα θύματα, δεν είναι το πρώτο βήμα σε αυτήν την ιστορία. Είναι ή θα έπρεπε να είναι ένα από τα τελευταία.

Τι θέλω να πω;

Ας μιλήσουμε συγκεκριμένα. Η πρώτη αντίδραση της Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας για την υπόθεση Μπεκατώρου, η περιβόητη ανακοίνωση, δεν ήταν κατώτερη της περίστασης. Αντιθέτως ήταν απολύτως αναμενόμενη από ανθρώπους οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν καν που έκαναν λάθος.

Το είδος των ανθρώπων δηλαδή (ανδρών κατά κανόνα) το οποίο βρίσκεται ψηλά ιεραρχικά σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και δημιουργεί σταθερά και διαχρονικά το ασφυκτικό περιβάλλον κακοποίησης και σιωπής, όπου εκκολάπτονται χιλιάδες παρόμοιες ιστορίες.

Να το θέσω αλλιώς: Αν η Ομοσπονδία ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει το περιστατικό με ενσυναίσθηση, πλήρη αντίληψη της πραγματικής του διάστασης και στηρίζοντας ουσιαστικά την αθλήτρια, τότε οι πιθανότητες αυτό να μην συνέβαινε ευθύς εξαρχής θα ήταν μεγάλες. Γιατί η ατμόσφαιρα που θα είχε φτιάξει στον χώρο ευθύνης της δεν θα το επέτρεπε.

Δεν είναι όμως. Μονάχα να αναπαράγει όλα τα στερεότυπα που ενοχοποιούν με δήθεν αθώο ύφος το θύμα είναι σε θέση.

Επί της ουσίας λοιπόν, η ίδια ανακοίνωση που ρωτούσε όλο ειρωνεία γιατί δεν το είπε νωρίτερα, η Μπεκατώρου, η ίδια ανακοίνωση απάντησε κιόλας. Και συμπλήρωσε την ιστορία της κορυφαίας Ελληνίδας αθλήτριας, ολοκληρώνοντας ιδανικά και χωρίς φυσικά οι εμπνευστές της να το αντιλαμβάνονται την περιγραφή του προβλήματος- την περιγραφή του κόσμου που σχετικοποιεί την κακοποίηση και επιβάλλει την σιωπή, για να την ενοχοποιήσει όταν χρειαστεί.

Μέσα σε αυτόν τον κόσμο θα κληθούν να ζήσουν οι γυναίκες και αφότου «σπάσουν την σιωπή τους».

Πριν ζητήσουμε λοιπόν, σχεδόν απαιτήσουμε από τα θύματα να μιλήσουν, οφείλουμε να τους διασφαλίσουμε ορισμένα πράγματα.

Το βασικότερο και ταυτόχρονα το πιο δύσκολο, είναι να τους διασφαλίσουμε ότι δεν διαπομπευθούν τα ίδια, ως υπαίτια για όσα έπαθαν. Τούτο απαιτεί χρόνια και χρόνια κοινωνικής εκπαίδευσης.

Οπότε ας ξεκινήσουμε από κάτι θεωρητικά πιο απλό και ταυτόχρονα σύνθετο: να τους διασφαλίσουμε ένα ισχυρό, θεσμικό πλαίσιο υποστήριξης.

Η στήριξη δεν εξαντλείται στην φιλοξενία σε ξενώνες, όσο κι αν σε κάποιες περιπτώσεις εκεί γίνεται καλή δουλειά. Ούτε πρέπει να είναι μόνο ψυχολογική – απολύτως απαραίτητη αναμφίβολα.

Χρειάζεται στήριξη οικονομική, επαγγελματική, νομική και σε κάθε περίπτωση πολυεπίπεδη και ενδεχομένως μακροχρόνια. Με λίγα λόγια μια προσέγγιση συνολική που να προστατεύει και παράλληλα να ενδυναμώνει το θύμα έως ότου ξαναπάρει τη ζωή του στα χέρια του.

Αλλιώς πώς και γιατί να μιλήσουν; Για να τις χειροκροτήσουμε πρόσκαιρα και μετά, όταν σβήσουν τα φώτα, να έρθουν αντιμέτωπες μια σειρά συνεπειών που δεν είχαν (ή μπορεί και να είχαν) φανταστεί, όπως η ανεργία, το κοινωνικό στίγμα, η απομόνωση, ακόμα και οι νέες επιθέσεις από τον θύτη;

Δεν είναι όλες οι γυναίκες που βρέθηκαν σε παρόμοιες καταστάσεις Μπεκατώρου από πλευράς αναγνωρισιμότητας, ας το κρατήσουμε στο μυαλό μας.

Και ας σταματήσουμε με ευκολία και αφέλεια να ζητάμε από τα θύματα να μιλήσουν, λες και έτσι λύνονται όλα. Καλύτερα να ζητήσουμε από την πολιτεία να εκσυγχρονίσει την πολιτική της, δίνοντας έμφαση, όχι στις καμπάνιες που ενδεχομένως δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν, μα στην δημιουργία του ενός υποστηρικτικού πλαισίου το οποίο θα ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες κάθε περίστασης ξεχωριστά.

Ειδάλλως, δεν ψάχνουμε για την αλήθεια. Ψάχνουμε για ηρωϊδες, που θα θυσιαστούν για να καθησυχάσουν την κοινωνική μας ενοχή.


 

Δεν ψάχνουμε για την αλήθεια, ψάχνουμε για ηρωίδες