Πήγα την πρώτη μου δημοσιογραφική αποστολή εκτός συνόρων το φθινόπωρο του 2006. Δεν ήμουν μικρός, ήμουν όμως μικρός στην δουλειά. «Νεούδι». «Ψαράς».
Ήταν η εποχή των παχέων αγελάδων του ελληνικού Τύπου με καμιά δεκαριά ημερήσιες αθλητικές εφημερίδες και αμέτρητες πολιτικές με αξιόλογα αθλητικά τμήματα. Τα σάιτ ήταν ακόμα σε εμβρυακό, ανιχνευτικό επίπεδο, δεν είχαν μπει για τα καλά στο κόλπο.
Για να ξεχωρίσεις έπρεπε να βρεις, να φέρεις, να γράψεις, να παρουσιάσεις κάτι ξεχωριστό. Κάτι διαφορετικό. Κάπως έτσι ήταν και οι εντολές που είχα: «Πήγαινε φέρε μας κάτι»!
Τι; Οτιδήποτε. «Στύψε το μυαλό σου και βρες. Γι’ αυτό σε στέλνουμε».
Γαλλομαθής γαρ, ταξίδεψα στο Λιλ για να φέρω κάτι πριν από την αναμέτρηση με την ΑΕΚ για τους ομίλους Champions League.
Εκεί έπαιζε ο Στάθης Ταυλαρίδης, ένα εξαιρετικό παιδί, από τους λίγους Έλληνες που έκαναν τότε καριέρα στο εξωτερικό.
Έμοιαζε ευκολάκι. Τι στο καλό; Θα σεβόταν τα χιλιόμετρα που έκανα, θα μου έλεγε δυο κουβέντες, τα υπόλοιπα θα τα έβρισκα στην πορεία.
Ο Στάθης ήταν απίθανα συνεργάσιμος. Μιλήσαμε, βγήκαμε, με πήγε, με έφερε, φάγαμε, ήπιαμε καφέ, μόνο που υπήρχε… ένα μικρό θεματάκι. Είχε αποφασίσει να μην μιλήσει σε κανένα ελληνικό Μέσο, πριν από την ιδιαίτερη συνθήκη, το παιχνίδι απέναντι σε ελληνική ομάδα.
Μπίνγκο!
Με μιας, έχασα το μοναδικό σίγουρο και πιασάρικο θέμα που είχα. Έπρεπε να βρω κάτι άλλο. Κινδύνευα να ξεφτιλιστώ, να μην έχω τίποτα.
Πήγα στα γραφεία των δύο τοπικών εφημερίδων, της Voix du Nord και της Nord Ecalire, ψάχνοντας ειδήσεις, παρασκήνια, ρεπορτάζ, τηλέφωνα, γνωριμίες, επαφές, άκρες, οτιδήποτε.
Μου είπαν ελάχιστα πράγματα που δεν γνώριζα ήδη για την ομάδα που κάλυπταν! Αντί να μου δώσουν αυτοί τηλέφωνα Γάλλων παικτών, τους έδωσα εγώ!
Δεν τα ήθελαν. Δεν τα χρειάζονταν. Δεν είχαν προσωπικές σχέσεις με παίκτες, προπονητές ή παράγοντες. Το ρεπορτάζ τους ήταν μερικά δελτία τύπου και ό,τι μάθαιναν από τις συνεντεύξεις τύπου και τις ερωτήσεις που έκαναν. Δεν έγραφαν καθημερινό κομμάτι για την ομάδα που κάλυπταν, παρά μόνο μία προαναγγελία, το εβδομαδιαίο παιχνίδι της, μία συνέντευξη τύπου και αν προέκυπτε κάτι έκτακτο! Ζωάρα!
Πήγα για αντλήσω πληροφορίες και έφυγα με δύο προτάσεις στα χέρια για να γίνω ο Έλληνας ανταποκριτής των Μέσων τους! Και πάλι όμως δεν είχα κανένα θέμα για να παρουσιάσω στην εφημερίδα.
Έστυψα το μυαλό μου για να βρω λύσεις. Ικέτευσα και μπήκα κρυφά στην προπόνηση της Λιλ, μίλησα, φωτογραφήθηκα σχεδόν με όλους, γύρισα όλη την πόλη με τα πόδια, έβγαλα θέματα πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο της πόλης, σε μπουτίκ, σε εστιατόρια, σε εκκλησίες, όπου μου ερχόταν.
Δεν είχα πρώτο θέμα, αλλά είχα κάτι. Έψαξα και βρήκα, γέμισα φύλλα τριών ημερών. Εμφάνισα κάτι, από το τίποτα, σε μία εποχή που όταν έφευγες αποστολή έξω ήσουν εσύ και το τηλέφωνο σου. Ούτε google maps δεν υπήρχε, ούτε καν social media.
Ήταν η πρώτη μου μεγάλη απομυθοποίηση των… έξω δημοσιογράφων.
Ο μέσος Έλληνας αθλητικός δημοσιογράφος της εποχής μιλούσε καθημερινά με πρόεδρο, αντιπρόεδρο, μέλη του Δ.Σ., παίκτες, προπονητές, φροντιστές, μασέρ και οποιονδήποτε άλλο μπορούσε να του δώσει κάτι, για να γράψει την επόμενη ημέρα 50-100 λέξεις ρεπορτάζ. Ήξερε γλώσσες, είχε πτυχία, είχε γενικές γνώσεις, επίπεδο, μπορούσε να σταθεί παντού.
Ζώντας σε μία δύσκολη χώρα είχε αναπτύξει την καπατσοσύνη του, την ικανότητα να βρίσκει λύσεις σε πραγματικό χρόνο, στα προβλήματα που προέκυπταν. Είχε άγνοια κινδύνου, θάρρος, θράσος, γνώσεις, άποψη, είχε σκληραγωγηθεί δημοσιογραφικά στις πιο δύσκολες και απαιτητικές συνθήκες ανταγωνισμού.
Μεγαλώνοντας, γύρισα σχεδόν όλη την Ευρώπη. Και η αρχική άποψη μου δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο. Και -πιστέψτε με- όλα αυτά τα χρόνια συγχρωτίστηκα πολύ στενά με κάθε καρυδιάς καρύδι σχεδόν από κάθε χώρα, τα διεθνή με βιοπορίζουν τόσα χρόνια.
Ο μέσος Έλληνας αθλητικός δημοσιογράφος, δεν είχε να ζηλέψει απολύτως τίποτα ακόμα κανέναν συνάδελφο του σε καμία χώρα. Το αντίθετο, μάλιστα. Ήταν πολύ πιο καταρτισμένος, γνώστης του αντικειμένου του, επαρκής.
Χρησιμοποιώ αόριστο χρόνο στα ρήματα, διότι η περίοδος της οικονομικής κρίσης αλλοίωσε την μεγάλη εικόνα. Κάποιοι αποστρατεύτηκαν, κάποιοι άλλαξαν επαγγελματική ρότα για να επιβιώσουν, κάποιοι προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες. Τα Μέσα λιγόστεψαν, η προσφορά εργασίας πολλαπλασιάστηκε, τα προαπαιτούμενα για να μπεις στον χώρο μειώθηκαν, η δουλειά άλλαξε.
Το Μέσο ξεπέρασε την αξία του μηνύματος, η γνώμη (ξεπέρασε) την πληροφορία και αυτό που πουλάει (σε μία εποχή που τίποτα πια δεν πουλούσε όπως παλιά) ξεπέρασε στην ιεραρχία αυτό που αξίζει.
Πολλά Μέσα υπέκυψαν και έγιναν άτυπα γραφεία Τύπου, οι μεταγραφές από τα γραφεία (των εφημερίδων) στα γραφεία των (ομάδων ή των κομμάτων) έγιναν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, η διαφορά ανάμεσα στην δημοσιογραφία και την αυτοαναφορικότητα άρχισε να γίνεται δυσδιάκριτη, η ελευθερία του τύπου άρχισε να συνθλίβεται, όπως σφίγγει η μέγκενη. Οι θύλακες αντίστασης ήταν λίγοι, αδύναμοι και δακτυλοδεικτούμενοι. Η διάβρωση είχε επιτευχθεί. Μπορεί να ήταν έτσι και παλιότερα. Δεν ξέρω. Δεν νομίζω πάντως.
Σταδιακά πίσω από την ταμπέλα του δημοσιογράφου «τσουβαλιάστηκαν» όλες οι ειδικότητες: Παρουσιαστές, ρεπόρτερ, περφόρμερ, άνκορμεν, ερευνητές, γραφιάδες, μπλόγκερ, συντάκτες ροής / υποδοχής, ραδιοφωνατζήδες, τηλεοπτικοί, αρθρογράφοι έγιναν όλα ένα στην λαϊκή συνείδηση. Ένας (άδικος) αχταρμάς.
Η τέταρτη εξουσία σταδιακά άρχισε να μπαίνει στα χωράφια της τρίτης, της δεύτερης, ου μην και της πρώτης. Αντί να ελέγχει, να κρίνει, να αποκαλύπτει τα κακώς κείμενα της εξουσίας, άρχισε να… πηγαίνει με τα νερά της, για να μπορέσει να κρατήσει το κεφάλι πάνω από το νερό στην περίοδο της κρίσης.
Αντί να γίνει μέρος της λύσης, έγινε μέρος του προβλήματος.
Σταδιακά, η Ελλάδα άρχισε να διολισθαίνει στις χώρες όπου υπάρχει ελευθερία τύπου και παγιώθηκε η λαϊκή αντίληψη πως οι δημοσιογράφοι (μαζί με τους πολιτικούς) φταίνε για όλα τα δεινά αυτού του τόπου. Όχι δίκαια, αλλά όχι και εντελώς άδικα.
Λίγο μετά την τραγωδία των Τεμπών επώνυμοι, λαοπρόβλητοι, celebrity δημοσιογράφοι, παγιωμένοι opinion leaders μπήκαν για πρώτη φορά στο στόχαστρο και ένας φαύλος κύκλος αυτοαναφορικότητας μόλις ξεκίνησε.
Ο ιδανικός αντιπερισπασμός για να χάσουμε και πάλι το νόημα και την ουσία. Η μπάλα στην εξέδρα, χωρίς λόγο και αιτία. Δεν έχει την παραμικρή σημασία αν οι (συστημικοί) performer Κανάκης, ο Μουτσινάς πιάνουν και εκφράζουν τον λαϊκό σφυγμό με μεγαλύτερη επιτυχία, από ότι οι (συστημικοί) δημοσιογράφοι.
Δεν έχει σημασία αν νιώθουν ή αν δεν νιώθουν όσα λένε. Δεν έχει σημασία αν θίγονται τα συνδικαλιστικά όργανα των δημοσιογράφων. Δεν έχουν σημασία οι προσωπικές ατζέντες. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για την αποσυμπίεση μιας χύτρας που είναι έτοιμη να εκραγεί.
Ο κόσμος ουρλιάζει στους δρόμους για αλλαγή, για κάθαρση, για δικαιοσύνη και οφείλουμε όλοι να ανοίξουμε τα αυτιά μας και να… νιώσουμε. Μία από τις τελευταίες ευκαιρίες ώστε η δημοσιογραφία να ξαναβρεί την χαμένη της επαφή με τον αληθινό της ρόλο, να γίνει υπηρέτης της κοινωνίας, όχι καθοδηγητής της…