MENU

Η πιο δύσκολη ώρα για έναν επαγγελματία αθλητή πιθανώς δεν είναι ένα χαμένο σουτ, μία άστοχη βολή, ένας τελικός που βλέπεις τον αντίπαλο να πανηγυρίζει στο φινάλε. Σαν το «αντίο» στην... επαγγελματική στολή δεν υπάρχει.

Την στιγμή εκείνη που πρέπει να «σκοτώσεις» τον παίκτη μέσα σου, να αφήσει πίσω οριστικά μία αγάπη με ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές. Το σημαντικό στις περιπτώσεις αυτές είναι να βάζει ο ίδιος αθλητής τέλος στην πορεία του, γεμάτος από τις αναμνήσεις και σίγουρος για την απόφασή του.

Ο Σπύρος Διαμαντόπουλος συγκαταλέγεται σε αυτή την κατηγορία. Ο πολύπειρος και βετεράνος, πλέον, φόργουορντ ολοκλήρωσε την σταδιοδρομία του στο μπάσκετ αγωνιζόμενος το περασμένο Σάββατο (11/5) στο γήπεδο της Πυρκάλ με την φανέλα του Αμύντα κόντρα στον Ιπποκράτη.

Μία καριέρα που συνοδεύτηκε από ανόδους και συνδέθηκε τόσο με την ομάδα του Υμηττού την τελευταία πενταετία, όσο και με το «παραμύθι» της Κηφισιάς από το 2007-14 με τις συνεχείς υπερβάσεις, από την Α' ΕΣΚΑ μέχρι και τα σαλόνια της Basket League.

Από το πιο πολυσυζητημένο αγώνα στο πρωτάθλημα της Α2 μέχρι και την απρόσμενη συνάντηση με τον Ρικ Πιτίνο, ο Σπύρος Διαμαντόπουλος έχει αφήσει το δικό στίγμα στον χώρο. Μέσα από το SDNA κάνει μία σύντομη αναδρομή στην πορεία του και δηλώνει τονίζει πως... κέρδισε!

Είναι νωρίς ή αρχίζει να αντιλαμβάνεσαι ότι πλέον δεν θα έχεις επαγγελματική ενασχόληση με το μπάσκετ;

«Η αλήθεια είναι ότι δεν το έχω συνειδητοποιήσει ακόμα, είναι πολύ "φρέσκιες" οι εικόνες και τα γεγονότα του τελευταίου αγώνα. Νομίζω ότι θα το συνειδητοποίησω όσο περνάει ο καιρός και καινούργια πράγματα θα μπαίνουν στην ζωή μου. Τότε θα δω και θα σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να είμαι στην προπόνηση και δεν είμαι, αλλά μην περιμένεις να το έχω συνειδητοποιήσει σε μία μέρα».

Τι έκανε να πεις στον εαυτό σου αυτό το δύσκολο "Ως εδώ";

«Είμαι ένας άνθρωπος που ποτέ δεν παίρνει αποφάσεις εν θερμώ, είτε έχει να κάνει με το μπάσκετ είτε με την ζωή μου γενικότερα. Τα τελευταία 2,5 χρόνια έχω αυξημένες υποχρεώσεις, καθώς είμαι καθηγητής φυσικής αγωγής στην Εράσμειο Ελληνογερμανική σχολή και στην ουσία δουλεύω φουλ 8άωρο από το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Περίπου 3-4, από Δεκέμβριο μέχρι Μάρτιο έχω τρέξιμο με τους αγώνες των ιδιωτικών σχολείων. Κάποια στιγμή περνούν γύρω στις 90-100 μέρες και δεν έχω κάνει ρεπό! Δεν έχω κάτσει μία μέρα.

Το πράγμα αυτό "τρέχει" κοντά τρία χρόνια και κατάλαβα ότι κάτι πρέπει να αφήσω. Το σχολείο είναι το μέλλον μου από εδώ και πέρα, ενώ το μπάσκετ έχει ημερομηνία λήξης. Αποφάσισα να σταματήσω τώρα, που είμαι καλά, δυνατός και χωρίς τραυματισμούς. Είμαι θεωρώ σε ένα υψηλό επίπεδο στην Α2. Η ομάδα σώθηκε και σκέφτηκα ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή».

Για όλους τους ανθρώπους είναι κάπως μελαγχολική αυτή η απόσυρση από το επάγγελμα; Η «σύνταξη», το ότι κάτι αφήνεις και σε αφήνει επίσης και αυτό;

«Σε πιάνει μία μελαγχολία. Σκέφτεσαι "Τι ρε γαμώτο; Δεν μπορώ πια; Έφτασα στο σημείο αυτό;". Στην δική μου περίπτωση δεν νιώθω κάτι τέτοιο. Νιώθω ότι θέλω να αλλάξω την ποιότητα ζωής μου, να μην φεύγω από το σπίτι μου στις 7 το πρωί και να γυρίζω στις 11 το βράδυ. Σίγουρα είναι μελαγχολικό το ότι δεν μπορείς να το κάνεις επαγγελματικά όταν εγώ το κάνω 18 χρόνια. Είναι μία συνήθεια που δύσκολα την κόβεις. Είναι κάτι που αγαπούσες, αγαπάς και θα το αγαπάς πάντα»

Τι θα λείψει περισσότερο;

«Η καθημερινή τριβή στην προπόνηση και όχι μόνο αυτή καθεαυτή όσον αφορά το μπάσκετ. Στον Αμύντα ήμασταν ένα σύνολο ανθρώπων που λειτουργούσε τελείως οικογενειακά. Αυτό που σου λείπει σίγουρα είναι η αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους που έβλεπες κάθε μέρα, ήταν η προέκταση του εαυτού σου πέρα από το σπίτι σου. Η συνεννόηση, η αγάπη το μπάσκετ βέβαια. Η ανθρώπινη επαφή και σχέση, λιγότερο το κομμάτι του μπάσκετ. Εμείς έχουμε παντρέψει ο ένας τον άλλο, έχουμε βαφτίσει».

Μία πενταετία στον Αμύντα, για ακόμη μία χρονιά παραμονή στην Α2. Ποια η αξιολόγηση της φετινής παρουσίας σας;

«Είχαμε άλλη μία επιτυχημένη χρονιά. Η ομάδα για άλλη μία χρονιά είχε 15-15, όπως συμβαίνει επί 3 χρόνια. Έχουμε δηλαδή 45-45 συνολικά, κόψαμε το καρπούζι στην μέση. Η φετινή σεζόν είναι υπέρεπιτυχημένη. Ο πρώτος γύρος ήταν μαγικός, φτάσαμε κάποια στιγμή να είμαστε πρώτοι. Τηρουμένων των αναλογιών, γιατί από τα 15 παιδιά οι 10 δουλεύουν 8άωρο, χωρίς να περιλαμβάνω το κομμάτι οικογένεια και παιδιά. Αν κοιτάξεις άλλες ομάδες δεν πιστεύω ότι υπάρχουν πάνω από 3-4 ομάδες με παιδιά να δουλεύουν. Αν βάλεις μέσα και τους τραυματισμούς που είχαμε στην σεζόν με τους Καμπούρη, Ζούπα και Μπάρμπα. Στο σημαντικό σημείο της χρονιάς με 12 νίκες θέλαμε το κάτι παραπάνω για τα πλέι οφ μας στοίχισε και δεν κάναμε το κάτι παραπάνω που θα μας ευχαριστούσε πάρα πολύ.

Ο Αμύντας είναι ένα σωματείο που είτε βρίσκεται στην Β' Εθνική είτε στην Α2 η διοίκηση δεν έχουν ιδιαίτερη πρεμούρα στο πού θα παίζει. Εννοείται ότι θέλουμε να είμαστε στα υψηλά πατώματα αλλά το πιο σημαντικό για την ομάδα είναι ο τρόπος λειτουργίας. Ο πρόεδρος ψάχνει συγκεκριμένουςχαρακτήρες και καλά παιδιά, αθλητές που να μπορούν να υπηρετήσουν το δόγμα της ομάδας. Μέσω της προσωπικής επαφής να παίζει καλό μπάσκετ και ότι έρθει στο τέλος είναι καλό».

Στον Αμύντα είχε και την γνωριμία με τον Ρικ Πιτίνο!

«Ήταν μία έκπληξη για εμάς. Δεν είχαμε ιδέα. Είδαμε τον κόουτς Ρικ Πιτίνο μαζί με τον Νίκο Παππά. Είχε φέρει τον γιο ενός φίλου του. Παρακολούθησε όλη την προπόνηση. Ήταν κύριος. Κάναμε πηγαδάκια για την κατάσταση του ελληνικού μπάσκετ, χωρίς να έχουν γίνει τα μεγάλα μπαμ που έχουμε πρόσφατα. Έμεινα στην παρουσία του και την φωτογραφία».

Άλλο μεγάλο κεφάλαιο και το μεγαλύτερο χρονικά η Κηφισιά. Ποιες είναι οι πρώτες σκέψεις σου από το ταξίδι αυτό;

«Λέγοντας Κηφισιά, μου έρχεται στο μυαλό που αποκλείσαμε τον Άρη στον ημιτελικό του Κυπέλλου Ελλάδος τον Οκτώβριο 2012. Κερδίσαμε στις Αδάμες 21 πόντους διαφορά, 81-60. Μετά παίξαμε με τον Ολυμπιακό στο ΣΕΦ το οποίο για μένα ήταν όνειρο. Στο λέω και ανατριχιάζω. Θυμάμαι εκείνο το παιχνίδι με τον Άρη που ήταν πολύ καλός τότε, δεν μπορούσα να κοιμηθώ από την χαρά μου. Με τον Ολυμπιακό ήταν να παίξουμε στην έδρα μας αλλά κάναμε αλλαγή για να έχουμε περισσότερο κόσμο.

Η Κηφισιά είναι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της μπασκετικής μου πορείας. Οφείλω πάρα πολλά στην οικογένεια του αείμνηστου Παναγιώτη Λατσούδα και στον γιο του Σωτήρη. Την αγάπησα πάρα πολύ και αυτή με αγάπησε και με πίστεψε. Ο προπονητής μου, Ηλίας Παπαθεοδώρου, με πίστεψε πάρα πολύ. Κάθε χρόνο θυμάμαι του έλεγαν μάνατζερ ότι κρατάς τον Διαμαντόπουλο αλλά ήταν αδιαπραγμάτευτος».

Ντέρμπι ανόδου, Κηφισιά - Φιλαθλητικός. Σκορ 59-61. Ίσως το πιο πολυσυζητημένο ματς της Α2. Μπαίνεις για τις κρίσιμες βολές, σωστά;

«Είμαστε δύο πόντους πίσω στην κανονική διάρκεια, σκορ 59-61. Έχει βγει ένα σύστημα να πάρει την μπάλα ο Πετροδημόπουλος να βάλει καλάθι ή να πάρει βολές. Τελικά του κάνει φάουλ ο Θανάσης Αντετοκούνμπο. Εγώ είμαι έξω. Τον βλέπουμε να κουτσαίνει. Γυρίζει ο κόουτς στον πάγκο και κοιτάζει τις επιλογές του. Εγώ τινάχτηκα. Δεν περίμενα να διαλέξει ποιον θα πάρει ή όχι. Ήταν δίπλα μου ο Σάββας Νικητάκης και υπέδειξε εμένα. Μου λέει ο Ηλίας: "Θα τις βάλεις τις βολές;" Σκέφτηκα ότι είναι η ευκαιρία μου να γίνω ήρωας. Σε αυτό το ματς έβαλα 4 πόντους με 4/4 βολές. Από το 100% το 20% ήταν δικό. Είχε ακόμα τρεις παρατάσεις βέβαια. Για μένα οι βολές με τον Φιλαθλητικό των Αντετοκούνμπο ήταν ορόσημο καριέρας. Συζητώνται ακόμα.

Θα πω και μία λεπτομέρεια. Πριν από τρεις αγωνιστικές χάσαμε στα Τρίκαλα με ένα μακρινό σουτ στην λήξη. Στο τέλος αν δεν κάνω λάθος είχαμε 0/4 βολές με Καράμπουλα και Μοσχοβίτη, δύο πολύ εύστοχους παίκτες. Αν είχαμε βάλει 1 βολή θα είχαμε ανέβει τότε. Έλεγα από μέσα μου στα αποδυτήρια ότι μία θα την έβαζα. Σε εκείνο το ματς με τον Φιλαθλητικό σαν να μου το είπε ο Θεός».

Μπαίνεις όμως απόλυτα κρύος για δύο τόσες κρίσιμες βολές;

«Μαζί με το ημίχρονο ήμουν 30 λεπτά έξω. Στον πάγκο προσπαθούσα να μείνω ζεστός, ήμουν πολύ θερμός γενικά με τους πανηγυρισμούς. Αυτή ήταν η ιστορία του αγώνα εκείνου».

Ένας παίκτης του Φιλαθλητικού, που έπαιξε τελευταία φορά τότε στην Ελλάδα ετοιμάζεται για τελικούς Ανατολής στο ΝΒΑ. Γιάννη Αντετοκούνμπο λέγεται...

«Εκείνο το τότε καχεκτικό παιδί ε; (γέλια). Σε εκείνη την ομάδα δεν ήταν μπροστάρης. Βρισκόταν στους βασικούς αλλά μπροστά ήταν οι Γκίκας, Σαλούστρος, Σαμοθράκης και Θανάσης. Συμπλήρωνε τους υπόλοιπους. Βγαίνοντας και πηγαίνοντας έξω ο Γκίκας έκλαιγε και ο Γιάννης επίσης. Είχα πάει και του είπα: "Μην στεναχωριέσαι. Με αυτή την ομάδα που έχετε φτιάξει θα σας βλέπουμε στην Α1, στο εξωτερικό". Δεν είχα φανταστεί την τεράστια πορεία και του Γιάννη και του Θανάση. Όλοι πίστευαν ότι θα κάνει πράγματα, αλλά έκανε παραπάνω. Είναι εξωπραγματικό. Αν δεν πάρει φέτος το βραβείο του MVP θα το πάρει σίγουρα τα επόμενα δύο χρόνια.

Το βράδυ πριν εκείνο το παιχνίδι του είχα στείλει μήνυμα. Ο Φιλαθλητικός εκείνη την σεζόν ήταν συνέχεια πρώτος. Έχασαν στα Τρίκαλα με 30 πόντους και αν δεν κέρδιζαν εμάς δεν ανέβαιναν κατηγορία. Του είπα στο μήνυμα "Ρε Γιάννη... Έτσι όπως τα κάναμε τώρα όποιος κερδίσει ανεβαίνει" και μου απαντά "Δυστυχώς ένας θα μείνει έξω"».

Υπάρχει κάποιο απωθημένο, φεύγοντας από το επαγγελματικό μπάσκετ;

Απωθημένο δεν μου έχει μείνει κάτι. Δεν ήμουν κάποιος παίκτης με τρομακτικό ταλέντο. Έχω αυτογνωσία. Απλά δούλευα πολύ, ήξερα τις αδυναμίες και προσπαθούσα να είμαι καλός σε σχέση με εκείνα που υπολειπόμουν. Με τον Αμύντα, ή φέτος ή πέρσι, θα ήθελα πλέι οφ. Δεν ξέρω αν θα περνούσαμε έναν γύρο γιατί είναι ισχυρές ομάδες. Για τα στενά όρια το να παίξεις πλέι οφ για την Α1 θα ήταν μεγάλη επιτυχία.

Έφτασα να παίξω στο ΣΕΦ με τον Ολυμπιακό, με τον Παναθηναϊκό σκόραρα τους μοναδικούς δύο πόντους μου στην Basket League. Έζησα το όνειρό μου στο φουλ. Το ήθελα, δούλεψα και τα κατάφερα. Τώρα στο τέλος μπορώ να πω ότι κέρδισα».

Πλέον, τι θα κάνει ο Σπύρος Διαμαντόπουλος στην ζωή του;

«Το επαγγελματικό κομμάτι έχει τελειώσει αλλά δεν πεθαίνει το κομμάτι του αθλητή. Έχω κάποια πράγματα στο μυαλό μου. Δεν είναι κάτι δεδομένο. Αλλά από τον Σεπτέμβρη και μετά θα ξανασκάω την μπάλα. Το μπάσκετ είναι κομμάτι της ψυχής μου, όχι σε κάποια εθνική κατηγορία.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα σταματήσω να παίζω μπάσκετ. Δεν θα είναι στην επαγγελματική του μορφή πια αλλά έχω στο μυαλό μου πράγματα που θέλω να κάνω και περιλαμβάνουν και τις τέσσερις γραμμές μέσα στο γήπεδο. Θα σκάω την μπάλα, όχι απλά να προπονώ ή κάτι αντίστοιχο.

Κλείνοντας, θα ήθελα μα ευχαριστήσω την πρώτη μου ομάδα, τον Αρίωνα. Από πιτσιρικάς έπαιζα εκεί. Να ευχαριστήσω την ομάδα της Κηφισιάς, την οικογένεια Παναγιώτη Λατσούδα. Τον προπονητή μου και για τα επτά χρόνια, Ηλία Παπαθεοδώρου. Το πέρασμα εκείνο ήταν σημαντικό για μένα. Στην ουσία ήταν το πάτημά μου. Στα ευαίσθητα χρόνια από τα 23-30, με εκείνη την ομάδα πάτησα και έφτιαξα το όνομά μου. Έχω κρατήσει επαφή με αρκετούς ανθρώπους. Με τους αγαπημένους μου φίλους Δημήτρη Μενουδάκο, Δημήτρη Λαγοπόδη και Σάββα Νικητάκη, τρία άτομα που μου έχουν μείνει στην καρδιά το μυαλό.

Και φυσικά την ομάδα του Αμύντα, την οικογένεια του κυρίου Ζούπα και τον Λεωνίδα με τον οποίο γίναμε και κουμπάροι και έχουμε οικογενειακούς δεσμούς. Δεν θέλω να ονοματίσω γιατί κάποιον θα τον αφήσω απ'έξω και θα τους αδικήσω. Σε αυτή την ομάδα με δέχτηκαν, άνοιξαν την αγκαλιά τους και με έκαναν πρωταγωνιστή. Τραβούσα κουπί με τα άλλα τα παιδιά για 5 χρόνια. Τους τρεις προπονητές μου, Αλέξη Ζαβό, Αλέκο Παρασκευόπουλο και Σάντρο Μουμούρη, που με προώθησαν. Στήριξαν πάνω μου την ομάδα. Τους αγάπησα και με αγάπησαν με ιδιαίτερο τρόπο. Να ευχαριστήσω τους γονείς μου που με στήριξαν απόλυτα και 100% στα επαγγελματικά χρόνια. Η αγάπη τους και όσα έκαναν δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Και φυσικά την γυναίκα μου που τα τελευταία τρία χρόνια με ανέχτηκε με τις παραξενιές και την στεναχώρια μου. Να με περιμένει στις 11 το βράδυ να γυρίσω. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις σταθερή οικογένεια με γυναίκα και γονείς για να σε στηρίξει. Εμείς παίζουμε μπάσκετ, δεν λες ότι παίζεις στο γραφείο. Είμαστε παιδιά, παίζουμε και πληρωνόμαστε».

Διαμαντόπουλος στο SDNA: «Ορόσημο καριέρας οι βολές με τον Φιλαθλητικό των Αντετοκούνμπο»