Οι πραγματικά μεγάλοι, αυτοί που μένουν αθάνατοι στην ιστορία, είναι αυτοί που ο κόσμος τους θυμάται με το μικρό τους όνομα. Όλοι ξέρουν ποιος είναι ο Μίκης, ο Αντρέας, ο Στέλιος, αν το πάμε αθλητικά, ο Μίμης, ο Ντέμης, ο Μήτσος, ο Βάσια, ο Φάνης, ο Πάμπλο, ο Μπάνε, ο Ντιέγκο. Όλοι ξέρουν ποιος είναι ο Bill. Ο Kill Bill. Δεν χρειάζονται άλλες συστάσεις. Αυτό αρκεί.
Οι πραγματικά μεγάλοι, αυτοί που μένουν αθάνατοι στην ιστορία, συνήθως δανείζουν το όνομα τους σε μία κίνηση, σε μία άσκηση. Η άσκηση Τσουκαχάρα από τον ομώνυμο Ιάπωνα γυμναστή, το άλμα Άξελ στο πατινάζ προς τιμή του Άξελ Πάουλσεν, υπάρχει άσκηση στους κρίκους που έχει το όνομα του Δημοσθένη Ταμπάκου.
Στο μπάσκετ αυτό το περίφημο step-back ή step-side πρέπει να βαφτιστεί ως κίνηση Σπανούλη. Η κίνηση που έκανε έναν μικροκαμωμένο (για μπάσκετ) τύπο, χωρίς άλμα, χωρίς έκρηξη να μοιάζει ανίκητος, μη αντιμετωπίσμος. Η κίνηση που ξεπατίκωσε, εξέλιξε, προσάρμοσε και απογείωσε στο ΝΒΑ ο γεματούλης Λούκα Ντόντσιτς, ο οποίος παραδέχθηκε ότι έβαλε στο ρεπερτόριο πράγματα από το μπασκετικό του είδωλο για να γίνει κι αυτός ανίκητος.
Οι πραγματικά μεγάλοι είναι αυτοί που ορίζουν τις εξελίξεις, όχι αυτοί που τις ακολουθούν. Αυτοί που -ως άλλοι Αννίβες- ανοίγουν νέους δρόμους, όχι αυτοί που βαδίζουν σε χαραγμένα, έτοιμα μονοπάτια. Ο Σπανούλης υπήρξε τεράστιος, όχι γιατί έβρισκε χίλιους και έναν τρόπους για να βάζει την μπάλα στο καλάθι, αλλά γιατί στην ερώτηση «ευθεία ή ανηφόρα», επέλεξε το δεύτερο!
Προτίμησε το καλοκαίρι του 2010 να αφήσει μία έτοιμη, δομημένη, παγιωμένη αυτοκρατορία για να φτιάξει την δική του, με αυτόν σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Επέλεξε τις φωνές, την αμφισβήτηση, την οχλοβοή, την ένταση, το μίσος, τα αναθέματα από την σιγουριά, την άνεση, το βόλεμα, την ασφάλεια. Θέλει άντερα για να το κάνεις αυτό. Και πίστη σε αυτό που είσαι, αυτό που έχεις. Η αλλαγή στρατοπέδου το 2010, άλλαξε την ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ, όποιος δεν το βλέπει, ίσως πρέπει να μελετήσει καλύτερα τα ιστορικά σημάδια.
Αυτό που ξεχωρίζει τους φοβιτσιάρηδες από τους αληθινά μεγάλους, το εξέφρασε ωραία ο Σκότι Πίπεν τις προάλλες θέλοντας να διαχωρίσει τον Μπεν Σίμονς με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, δύο freakish αθλητές που όμως δυσκολεύονται στο σουτ. Ο πρώτος μετά από δύο χαμένες βολές, κρύβεται, ξεφορτώνεται την μπάλα με το που έρχεται στα χέρια του. Ο δεύτερος είναι ικανός μετά από δύο air-ball σε βολές να έρθει στην επόμενη φάση και να σε ισοπεδώσει, καρφώνοντας στην μούρη σου. Απλά, δεν νιώθει.
Η παλιότερη μου ανάμνηση από Σπανούλη είναι ένα απόγευμα στο Σπόρτινγκ (ή στην Γλυφάδα δεν θυμάμαι, τα χρόνια περνούν). Εκείνος πιτσιρικάς στο Μαρούσι. Αντίπαλος ο Παναθηναϊκός. Μπήκε για λίγο στην επανάληψη για να κατεβάσει μπάλα. Στις δύο πρώτες κατεβασιές δεν πέρασε το κέντρο, του έκλεψαν δύο φορές την μπάλα. Ρεζιλεύτηκε. Ταπεινώθηκε. Το γήπεδο γελούσε με το πάθημα του μικρού. Ε, στην επόμενη μπούκαρε κάθετα με θράσος, να τρυπήσει την άμυνα, όπως έκανε σε όλη του την καριέρα, χωρίς να επηρεάζεται από εξωτερικούς θορύβους.
Τόσο μίσος σε γήπεδο σε κάθε επιστροφή του Σπανούλη στο ΟΑΚΑ, έχω δει μόνο στην επιστροφή του Ντούσαν Μπάγεβιτς στην Νέα Φιλαδέλφεια. Κι όμως, εκείνος δεν «έσπασε» ποτέ. Μπορεί μέσα του να έβραζε, να έκλαιγε, να θύμωνε, να πέθαινε, όμως ούτε μία στιγμή δεν έδειξε αδύναμος στο παρκέ. Ούτε ένας μορφασμός. Ρομπότ πραγματικό. Οι συμπαίκτες του δεν τον είδαν ποτέ να λιγοψυχά. Πουθενά.
Δεν θυμάμαι κανέναν άλλον τόσο μεγάλο Έλληνα αθλητή να το πήγε μέχρι τα 39, αντέχοντας σε τόσο ανταγωνιστικό επίπεδο. Ο βιονικός Παναγιώτης Γιαννάκης άντεξε μέχρι τα 37. Αν πάμε στο ποδόσφαιρο ο Κούδας και ο Δομάζος κρέμασαν τα παπούτσια τους στα 38. Όμως η επιβάρυνση, η καταπόνηση, τα χιλιόμετρα, ο ανταγωνισμός ήταν σαφώς μικρότερα από αυτά που βίωνε καθημερινά ο V-Span. Για να αντέξει, έκανε ζωή ασκητή, σε ένα σπίτι πολυτέκνου, γεμάτο βαβούρα που έμοιαζε καθημερινά με πολύβουο παιδότοπο. Ήρωας!
Το μεγαλύτερο επίτευγμα είναι πως αποχωρεί «οικουμενικός». Οι κόκκινοι πίνουν νερό στο όνομα του. Οι πράσινοι -ακόμα κι αν κάποιοι δεν τον συγχωρούν- τον παραδέχονται. Οι ετερόχρωμοι του βγάζουν το καπέλο. Οι ξένοι υποκλίνονται. Η απόσυρση του δεν είναι απώλεια για τον Ολυμπιακό, είναι απώλεια για το μπάσκετ, το οποίο και ο ίδιος το εξέλιξε, το πήγε ένα βήμα παρακάτω. Επηρέασε τον τρόπο που παίζεται το άθλημα.
Γυρίζοντας τον διακόπτη στο off κλείνει ένα ολόκληρο ιστορικό κεφάλαιο, κλείνει η εποχή των Ελλήνων Θεών του μπάσκετ. Αυτών που δίδαξαν ότι για να γίνεις κορυφαίος δεν χρειάζεται να πηδάς στον Θεό, να έχεις μπόι πάνω από δυο μέτρα, να είσαι ένα βουνό από μύες. Αρκεί να το έχεις μέσα σου, να δουλεύεις σαν σκυλί, να είναι πνευματικά πανίσχυρος, να «διαβάζεις» τα πάντα στο γήπεδο και να βρίσκεις κάθε μέρα νέα κίνητρα.
Τέτοιοι εγωίσταροι (με την καλή έννοια) δεν δέχονται να τους πει κάποιος άλλος stop. Ξέρουν το σώμα τους, ξέρουν τα όρια τους, ξέρουν πότε πρέπει να φύγουν. Ο Σπανούλης θα είχε ονειρευτεί διαφορετικά την τελευταία του σεζόν, με standing ovation σε κάθε ελληνικό και ευρωπαϊκό γήπεδο. Το άξιζε. Δεν το πήρε. Δεν του έκατσε. Δεν έτυχε. Δεν περνούσε από το χέρι του να το σχεδιάσει αλλιώς.
Αυτό που περνούσε από το χέρι του ήταν να βάλει τίτλους τέλους με την γαλανόλευκη. Το πάλεψε. Το οργάνωσε. Το έστρωσε. Πρόσεξε το κορμί του, όσο περισσότερο μπορούσε από την 9η Απριλίου που έδωσε το τελευταίο του επίσημο παιχνίδι απέναντι στην Ζενίτ Αγίας Πετρούπολης. Σε όλη του την καριέρα φρόντιζε να ξεγελά το χρόνο, αλλά αυτή τη φορά το μυϊκό του σύστημα του υπενθύμισε ότι είναι 39 και έχει στο σασί του καμιά χιλιάδα επίσημα ματς.
Το πνεύμα ήταν πρόθυμο, η σαρξ όμως ασθενής. Το ίδιο του το κορμί πήρε την απόφαση, όχι το μυαλό.
Μαζί του σπάει και το καλούπι. Σπανούλης δεν ξαναβγαίνει. Αφήνει όμως πίσω του έναν τρόπο. Έναν οδηγό. Έναν δρόμο. Ένα παράδειγμα. Κι αυτό είναι απείρως σημαντικότερο από μερικούς τίτλους ή ορισμένα ατομικά ρεκόρ, που αργά ή γρήγορα κάποια στιγμή θα βρεθεί κάποιος να τα σπάσει…