MENU

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, στο κεντρικό καφενείο μιας επαρχιακής πόλης της Πελοποννήσου, πάνω στην πελώρια πλακόστρωτη πλατεία, όλα ήταν έτοιμα για μία ακόμα «ολονυχτία». Σ' ένα καλοδιατηρημένο νεοκλασικό κτίριο, το οποίο αριθμούσε πάνω από 150 χρόνια ζωής, στεγαζόταν το παραδοσιακό «Καφέ Ξένον», τόπος συνάθροισης αρκετών επιφανών κατοίκων της πρωτεύουσας του νομού, οι οποίοι είχαν μανία με τον τζόγο, αλλά και με τον Παναθηναϊκό...

Ο Γιάννης ήταν ένας μποέμ τύπος, 55άρης, πάντοτε καλοντυμένος κι αριστοκράτης στην καταγωγ αλλά και τη συμπεριφορά. Όλοι στην πόλη τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν.

- Απόψε θα κλάψουν μανούλες. Θα τους γδύσω όλους, Στάθη!

- Ορεξάτος όπως πάντα! Τι να φέρω Γιάννη;

- Το γνωστό κι απόψε. Ένα διπλό ουισκάκι γι' αρχή και βλέπουμε!

Ο Στάθης ήταν ο ιδιοκτήτης του καφενείου κι ανεπίσημος ψυχαναλυτής του Γιάννη. Όλες του τις σκέψεις, όλα του τα προβλήματα, ο τελευταίος τα μοιραζόταν πρώτα με εκείνον κι ύστερα με την οικογένειά του.

Ο Γιάννης είχε δύο μεγάλα πάθη στη ζωή. Το ένα ήταν τα χαρτιά. Το άλλο ήταν ο Παναθηναϊκός. Σπανίως έλειπε από παιχνίδια του Τριφυλλιού. Ήταν δε, στενός φίλος του Αντώνη Μαντζεβελάκη, ο οποίος πάντα τον φιλοξενούσε στο ξενοδοχείο του, τις μέρες που ο Γιάννης ανέβαινε στην πρωτεύουσα για τα εντός έδρας παιχνίδια της ομάδας.

- Γιάννη, πώς τον βλέπεις τον Τσεχοσλοβάκο τον Πάκερτ; Θα στεριώσει στον πάγκο;

Ο Στάθης, επίσης φανατικός «πράσινος», πάντοτε εφεύρισκε μια καλή αφορμή για κουβεντούλα σχετική με τον Παναθηναϊκό. Κι ανέκαθεν έβρισκε ανταπόκριση στο πρόσωπο του Γιάννη, που δεν βαριόταν ποτέ να μιλάει για τα ποδοσφαιρικά.

- Από το πανέρι τον ψώνισε τούτον ο Καπετάνιος, ρε Στάθη; Έτοιμη ομάδα από τον Γκμοχ θα παραλάβει και θα καρπωθεί και τη δουλειά του. Και στο τέλος, που θα έχουμε πάρει το νταμπλ, κανένας δεν θα θυμάται ότι η ομάδα ήταν του Γιάτσεκ! Πιάσε κανένα φυστικάκι κι έλα στρώσε να τα πούμε, μέχρι να έρθουν κι οι υπόλοιποι...

Την ίδια εποχή που ο Δημήτρης Σαραβάκος «ζωγράφιζε» στο πράσινο χαλί, ο ήρωάς μας επίσης «ζωγράφιζε» πάνω σε ένα άλλο πράσινο χαλί: την τσόχα. Η κλειστή κοινωνία της επαρχιακής πόλης βούιζε για τα ποσά που κέρδιζε ή έχανε κάθε βράδυ, στο γραφικό καφενεδάκι, ο «πρύτανης», όπως συνήθιζαν όλοι να τον αποκαλούν. Κάποτε ακούστηκε ότι μέσα σε ένα βράδυ κέρδισε περίπου 30 εκατομμύρια δραχμές. Δεν κρατήθηκε όμως. Την επόμενη μέρα κιόλας ο αθεόφοβος έχασε τα 20 από αυτά! Το πάθος του για τον τζόγο ήταν πανίσχυρο αλλά και σχεδόν αδύνατο για τον ίδιο να το δαμάσει. Μοναδικός όμως ήταν κι ο έρωτάς του για το Τριφύλλι. Οι επελάσεις του Ζάετς, οι σέντρες του Ρότσα, οι κεφαλιές του Μαυρίδη και τα γκολ-βολίδες του Σαραβάκου ήταν για εκείνον τόσο γλυκά, όσο κι η φιγούρα του άσου που έρχεται για να συμπληρώσει το καρέ. Από την άλλη, τα ψαλιδάκια του Αναστόπουλου, οι ντρίμπλες του Σέστιτς και οι κεφαλιές του Μητρόπουλου τον πονούσαν τόσο όσο και το φύλλο που έκλεινε την κέντα του αντιπάλου του, την ώρα που εκείνος είχε απλώς ζεύγη...

Το παιχνίδι της πόκας ξεκινούσε σε ώρα Τσάμπιονς Λιγκ, δηλαδή κοντά στις δέκα. Οι θαμώνες συγκεντρώνονταν σιγά-σιγά στο περίφημο τραπέζι, που κανονικά έπρεπε να το συνοδεύει χρηματαποστολή, λόγω του πακτωλού των χρημάτων που διακινούνταν πάνω του. Τα πιτσιρίκια μαζεύονταν γύρω από την πλατεία, για να πάρουν μάτι τους μεγάλους, πριν εκείνοι εισέλθουν στο πριβέ δωμάτιο, όπου δικαίωμα εισόδου είχαν λίγοι και εκλεκτοί... Όλα ήταν έτοιμα. Το παιχνίδι πάντοτε ξεκινούσε, τιμής ένεκεν, από τον Γιάννη. Όσο περνούσε η ώρα, ένα-ένα τα φώτα της πόλης έσβηναν, αλλά το δωμάτιο παρέμενε φωτεινό. Μόνο με την ανατολή του ήλιου σταματούσε το παιχνίδι. Ποτέ νωρίτερα. Αυτή τη βραδιά, όμως, τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για τον Γιάννη, ο οποίος ήταν ντεφορμέ. Ήδη έχανε αρκετά χρήματα και το ξημέρωμα πλησίαζε...

Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες ήταν επίσης ποδοσφαιρόφιλοι κι ως επί το πλείστον, Παναθηναϊκοί. Πολλές φορές στο οβάλ τραπέζι, παράλληλα με τον «κούκο μονό» και την «μπόμπα χαρακίρι», ετίθετο επί τάπητος κάποιο ποδοσφαιρικό σύστημα, σχολιάζονταν ενδελεχώς οι καλοκαιρινές μετεγγραφές ή εξεταζόταν η ορθότητα του πέναλτι που σφύριξε ο Γερμανάκος... Άλλες φορές το παιχνίδι σταματούσε για αρκετά λεπτά, λόγω διαφωνιών για το πώς έπρεπε να παρατάξει την ομάδα ο εκάστοτε προπονητής...
 Όσοι έχαναν όλα τα χρήματα που είχαν πάνω τους, έπαιρναν το δρόμο προς την έξοδο. Και καθώς έβγαιναν από το καφενείο, συναντούσαν την παρέα της πλατείας, η οποία, όσο νύχτωνε, αυξανόταν. Μια ετερόκλητη συνάθροιση που αποτελούνταν από μαθητές και φοιτητές που έρχονταν από τις ντισκοτέκ, από ανθρώπους του τζόγου, καθώς και από τους τελευταίους εναπομείναντες των σκυλάδικων της γύρω περιοχής. Εκεί μπορούσες να βρεις άνδρες κάθε ηλικίας να αναλύουν και να σχολιάζουν, με τον δικό τους τρόπο, αθλητικά και πολιτικά θέματα της εποχής.

Ο Γιάννης έπρεπε να σκεφτεί έναν έξυπνο και πονηρό συνάμα τρόπο για να κρατήσει τους ήδη κουρασμένους παίκτες στο τραπέζι, καθώς ο ήλιος άρχιζε να κάνει δειλά - δειλά την εμφάνισή του κι εκείνος έπρεπε να ρεφάρει τη μέχρι εκείνη τη στιγμή «χασούρα» του. Δεν ήταν όμως θέμα χρημάτων αλλά -κυρίως- θέμα πρεστίζ. Τον «πρύτανη» τον ενδιέφερε κυρίως η έξωθεν μαρτυρία. Τα χρήματα δεν τον ένοιαζαν και τόσο. Τα θεωρούσε χρήσιμα, μόνο για να μπορεί να παίζει χαρτιά ή για να ταξιδεύει με τον Παναθηναϊκό στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Έτσι, μέσα σε έναν πυκνό καπνό από τους αμέτρητους «Άσους Φίλτρο» και τα «Sante» και με φόντο αρκετά μισοάδεια μπουκάλια «Ballantines», δίπλα σε γυάλινα τασάκια γεμάτα από γόπες, ο Γιάννης έκανε μία τελευταία προσπάθεια να σώσει ό,τι μπορούσε. Έπρεπε να βρει ένα ποδοσφαιρικό θέμα το οποίο θα δίχαζε την ποδοσφαιροπαρέα και θα έδινε παράταση στο παιχνίδι, μέχρι να «γυρίσει το φύλλο» για εκείνον. Μόνο ένα «ηλεκτροσόκ» μπορούσε να ιντριγκάρει τους ήδη πνευματικά κουρασμένους, από την πολύωρη χαρτοπαικτική μάχη, παίκτες. Κι ο Γιάννης σκέφτηκε κάτι ποδοσφαιρικά αρκετά «αιρετικό» για την εποχή. Χτυπώντας δυνατά το δεξί του χέρι πάνω στην τσόχα, σηκώθηκε από την καρέκλα κι η στεντόρεια, βραχνή φωνή του ξύπνησε πρόωρα τους ενοίκους της διπλανής πολυκατοικίας.

- Και τώρα θέτω ζήτημα Ζάετς στον Παναθηναϊκό!

Δε είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν είχε τεθεί ποτέ θέμα της αξίας του Βέλιμιρ Ζάετς, όσο ο διεθνής Γιουγκοσλάβος μέσος αγωνιζόταν στον Παναθηναϊκό. Εκείνη τη βραδιά όμως ήταν επιτακτική ανάγκη να τεθεί, έστω και πάνω σε μία τσόχα. Το ζήτημα θα αναλυθεί διεξοδικά, παράλληλα με το παιχνίδι, μέχρι τις δέκα το πρωί, και τελικά, κατόπιν... ωρίμου σκέψεως το τελικό πόρισμα θα είναι ομόφωνο: βασικός και αναντικατάστατος ο «Ζέκο». Μ' αυτά και μ' αυτά όμως ο Γιάννης είχε πετύχει αυτό που ήθελε. Είχε ήδη καταφέρει να ρεφάρει τη χασούρα του!

Η ζωή θα συνεχιστεί στην ίδια «γλυκιά» ρουτίνα. Πολλά θα αλλάξουν στην πόλη, αλλά η παρέα του δωματίου της τσόχας συνέχιζε κάθε βράδυ να τσακώνεται, να παθιάζεται και να αγωνιά, όχι μόνο για τους βαλέδες και τις ντάμες αλλά και για τον Παναθηναϊκό. Λίγο μετά την αυγή του 21ου αιώνα, ο Γιάννης θα διαγνωστεί με καρκίνο στο συκώτι. Στο νοσοκομείο ποτέ δεν έχασε την αισιοδοξία του. Καταπονημένος από την αρρώστια, αλλά πάντα περήφανος και δυνατός, παρά το γεγονός ότι ο καρκίνος έδειχνε να τον καταβάλλει σωματικά, ο Γιάννης ζήτησε από τους γιατρούς να τοποθετήσουν μία τηλεόραση στο θάλαμό του για να παρακολουθήσει τη μεγάλη του αγάπη: την ομάδα του. Τον Παναθηναϊκό.

- Φέρε μια τηλεόραση, ρε γιατρέ! Παίζουμε με τη Γιουβέντους απόψε και με νίκη προκρινόμαστε. Πάμε τριφυλλάρα μου, να τους αποκλείσουμε ξανά, όπως το 1987! Τρέμε Ζιντάν, έρχεται ο Λύμπε!

Οι «πράσινοι» φιλοξενούσαν τους «μπιανκονέρι» για την τελευταία αγωνιστική της φάσης των ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ της περιόδου 2000-01 και ο Γιάννης πέταξε την τράπουλα που είχε μαζί του για να περνάει την ώρα του κι αφοσιώθηκε στο μεγάλο παιχνίδι. Ο Παναθηναϊκός, το ένα πάθος του ήρωα της ιστορίας μας, θα κερδίσει κατ' αρχάς τη μάχη του δωματίου 508 του Ευαγγελισμού, απέναντι στο άλλο του πάθος, το χαρτί. Λίγη ώρα αργότερα, ενώπιον χιλιάδων θεατών και εκατομμυρίων τηλεθεατών, θα κερδίσει και την άλλη μάχη, απέναντι στην «Κυρία» του ιταλικού calcio, και θα προκριθεί πανηγυρικά στην επόμενη φάση της διοργάνωσης. Οι άσοι του Συλλόγου Μεγάλου, εκείνη την αξέχαστη βραδιά, δεν ήταν μόνο τέσσερις, όσοι δηλαδή και στην πόκα, αλλά ένδεκα. Και δεν έδωσαν... δικαίωμα στους Ιταλούς, οι οποίοι, όταν πλέον αγωνίζονταν με εννέα ποδοσφαιριστές, πήγαν... πάσο, με τους γηπεδούχους να μην παίζουν τα ρέστα τους και να γράφουν ιστορία με το fair play που επέδειξαν.

Μετά το τέλος του αγώνα, ο καταβεβλημένος κι άυπνος από την αγωνία του Γιάννης θα κλείσει τα μάτια του και θα κοιμηθεί ευτυχισμένος. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα δει πράσινες φανέλες με τριφύλλια. Στο φλος ρουαγιάλ του θανάτου, φύλλο άχαστο, η απάντησή του Γιάννη ήταν «χρώμα». Χρώμα πράσινο. Δεν έφτανε όμως. Τα ξημερώματα θα άφηνε την τελευταία του πνοή...

«Και τώρα θέτω ζήτημα Ζάετς!»