MENU

«… ιδίως οι όμορφες», σκέφτηκε, και ύστερα τα βλέφαρά του ντύθηκαν Βρούτος και τον πρόδωσαν. Το μεγάλο στοίχημα, ωστόσο, ήταν να μην κάνει το ίδιο και η καρδιά του. 

Πράγμα που, μεταξύ μας, μόνο εύκολο δεν ήταν: μπροστά του μια ευειδής κοπέλα (μια λέξη που σίγουρα δεν του ήρθε πρώτη στο μυαλό μόλις την είδε, αλλά έπρεπε να κρατήσει ένα επίπεδο) ντυμένη στα λευκά, του άπλωσε το χέρι και του ψιθύρισε στο αυτί «Εγώ ξέρω τον δρόμο. Ακολούθησε με». 

Και, παραδομένος στην- αίφνης επίζηλη- μοίρα του, την ακολούθησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αν και δεν βρισκόταν στην πρώτη του νιότη, ούτε καν στην δεύτερη. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, θα λέγαμε πως ήταν περίπου μεταξύ 7ηςκαι 8ης

Μόλις είδε τη μεγάλη πόρτα, κατάλαβε γιατί η κοπέλα φορούσε λευκά: τον πήγαινε στον ναό. Έναν ναό υπό το όνομα «Παλαί ντε Σπορ». 

Μπήκε μέσα και αμέσως του επιτέθηκε μια αγέλη καπνού. Εκείνος, στον πάγκο, κάπνιζε αρειμανίως πριν το τζάμπολ, κατά τη διάρκεια του αγώνα, στα τάιμ-άουτ, όταν πλακωνόταν με κάποιον στην γραμματεία, στην συνέντευξη Τύπου- εν ολίγοις, παντού. 

Ενδεχομένως, θα έλεγαν οι πιο αθυρόστομοι εξ ημών, επειδή το άτιμο το τσιγάρο τραβιέται μετά το σεξ- και, με όλο το κομψοεπές συμπάθιο, εκείνη η ομάδα γ@μούσε κι έδερνε. 

Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, δηλαδή; Είχε στις τάξεις της τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, είχε, ως κηροζίνη στο αγωνιστικό της ντεπόζιτο, φρέσκο τον γαλανόλευκο άθλο του 1987, είχε ένα πιστό κιτρινόμαυρο κοινό στις εξέδρες, είχε τα πάντα. 

Και, βεβαίως, είχε τον κορυφαίο Έλληνα προπονητή να κρατάει μαεστρικά την μπαγκέτα, γιατί αυτό που έβλεπαν όσοι πήγαιναν τότε στο Αλεξάνδρειο ήταν μουσική εν κινήσει για τα φιλήδονα μπασκετικά μάτια. 

Έπιασε μια θέση στην θύρα που πήγαινε πάντα, στην 7, με τα κόκκαλά του να τρίζουν ακόμα και στον ύπνο του. Και απήλαυσε το θέαμα σαν φιλμ που περνάει από μπροστά σου αρχικά στο χρώμα της σέπιας και μετά, όσο τα δευτερόλεπτα κυλούσαν προς την σωστή πλευρά του ρολογιού, ολοένα και πιο έντονα. 

Τα μπινελίκια στον Λυπηρίδη με τη δεδομένη επίκληση στα θεία και δη στον Χριστό. Η κονιορτοποίηση της- θεωρητικά ανίκητης- Τρέισερ. Ο θρίαμβος επί της- πρακτικά ανίκητης- Γιουγκοπλάστικα. Οι τιτανομαχίες με τον εκτυφλωτικό ΠΑΟΚ της εποχής, με τα ροζ φύλλα να στοιβάζονται συνήθως στη δική του πλευρά. 

Ένας γύρος του θριάμβου με τον «Μπαρού» σε ρόλο άοκνου μπροστάρη να κρατάει το κύπελλο του πρωταθλητή. Μία αγκαλιά με τον Νικ κι έπειτα άλλη μία με τον «Δράκο». Σαμπάνια, πολλή σαμπάνια. Η γέννηση και η γιγάντωση μίας αυτοκρατορίας που, εν αντιθέσει με τα όσα συμβαίνουν διαχρονικά με άλλες αυτοκρατορίες, αγαπήθηκε σχεδόν από το σύνολο μιας ολόκληρης χώρας. 

Κι όταν τα χρόνια, όπως κάνουν πάντα παρά τις θνησιμαίες ενέσεις μπασκετικού μπότοξ, πέρασαν και το «Ξανθός» ήταν μια ανάμνηση κι όχι καθρέφτης της πραγματικότητας, ακολούθησε η κατάβαση στην Αθήνα και τον Ολυμπιακό, αλλάζοντας τον ρου της ιστορίας του αθλήματος στην Ελλάδα. 

«Ξέρεις», είπε στην κοπέλα, «δε θέλω να τα δω αυτά. Άφησέ με λίγο ακόμα εδώ, σε παρακαλώ. Στο Παλαί. Να βλέπω τον Ξανθό να κοουτσάρει την ομάδα μου». 

Όμως πλέον η λευκοντυμένη κοπέλα ήταν ρακένδυτη, με πασαλειμμένο από το μολύβι πρόσωπο και καμπουριασμένη πλάτη. Του είπε πως μάλλον την μπέρδεψε με την αδερφή της, την Νοσταλγία, κι έπειτα έβαλε απαλά το χέρι της στο γόνατό του. 

Του συστήθηκε ως «Πραγματικότητα» και του έδωσε να διαβάσει κάτι: «Έφυγε ένας θρύλος: Πέθανε ο Γιάννης Ιωαννίδης», έγραφε και… 

Και τα μάτια του άνοιξαν. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο σκέφτηκε αυτοστιγμεί μαύρες γάτες, το Μόναχο, τη Γάνδη, Καρέλια Σπέσιαλ, «Μη βρίζετε Βούλγαροι και τέτοια…», μια πηγή που στο Πρωταθλητριών στέρευε αδίκως και δεν έβγαζε ποτέ νερό όσες φορές κι αν την πλησίαζε, παρασκήνιο με Κόκκαλη και Γιαννακόπουλο (που ήθελε, μια φορά κι ένα κάποτε, να τον πάρει στον Παναθηναϊκό…), το ίδιο σακάκι («Μα και οι παίκτες μου την ίδια στολή δε φοράνε σε κάθε ματς;»), ένα άδειο σημειωματάριο στην άκρη του πάγκου, «κατοστάρα εκατό!», το μειδίαμα ικανοποίησης λίγο πριν σηκώσει το τρόπαιο του πρωταθλητή στον ουρανό. 

«Νιώθω πως έχει φύγει», μονολόγησε ο άντρας. «Μα… έφυγε;», συμπλήρωσε. 

Κοίταξε για ύστατη φορά προς την πλευρά του Παλαί και ξεφύσησε κάτι σαν «Α ρε Γιάννη», επιβεβαιώνοντας πως οι αναμνήσεις, τελικά, κάνουν κακό σ’ αυτούς που μένουν πίσω. 

Ιδίως οι όμορφες. 

Το σχήμα της απουσίας