MENU

Είμαι σε ένα εστιατόριο των ανατολικών προαστίων με την αγαπημένη μου και ζητάω τον λογαριασμό κι ένα POS. Κοιτάζω, γράφει 40,40 ευρώ. Πληκτρολογώ το PIN. «Θέλετε να προσθέσουμε κάποιο φιλοδώρημα στο σύνολο του ποσού κύριε;», με ρωτάει ο υπεύθυνος. Του λέω να προσθέσει 2 ευρώ. Σύνολο 42,40. Ο συνδυασμός αυτών των αριθμών κάτι μου θυμίζει. Αφαιρούμαι για λίγο και στο μυαλό μου έρχονται μνήμες από...

... Κλειστό γήπεδο Σπόρτιγκ, ο Στόγιαν να χιμάει στην κερκίδα και να γίνεται ένα με τους οπαδούς, Ιάκωβος Φιλιππούσης, η καμπούρα του Πάσπαλιε, Galanis Sports Data, ιδρώτας να στάζει από το λακκάκι στο πιγούνι του Γκάλη, Beck’s, Βίκυ Μιχέλη, το πανό των Athens Fans, τα περικάρπια του Γιαννάκη, ο τίμιος Τιτ Σοκ με το μουστάκι, «σε αγαπάω, σ’ ακολουθάω, όπου κι αν παίζεις μαζί σου πάω», ο Παύλος φιλάει τον Πολίτη. Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 42-40...

Προτού σηκωθώ από την καρέκλα κλείνω λίγο τα μάτια μου. Ασυναίσθητα μεταφέρομαι κάπου. Δεν ξέρω πού ακριβώς. Νιώθω όμως πως δεν είμαι μόνος, πως μαζί μου ταξιδεύουν κι άλλοι...

Σκοτάδι, το απόλυτο. Μηδέν. Απόλυτο κι αυτό. Δεν υφίσταται χρόνος, ούτε διαστάσεις. Ησυχία... Καμία αίσθηση δεν υπάρχει, ούτε όραση, ούτε ακοή, ούτε αφή. Υπάρχει όμως διάχυτη η αίσθηση πως κάτι θα γίνει, κάτι θα συμβεί.

Tην κυριαρχία του τίποτα αμφισβητεί ένας ήχος. Είναι κοφτός, επαναλαμβανόμενος, διηνεκής. Η έντασή του αυξάνεται σταδιακά. Πλέον είναι έντονος, ενώ αποκτά και ηχώ. Είναι σαν χτύπος ρολογιού ή καρδιάς. Κι όλο δυναμώνει. Σε λίγο ακούγεται κι ένας δεύτερος ήχος. Κάτι σαν κοφτή ανάσα, σαν βρυχηθμός. Ακόμα ένας ήχος έρχεται να συνοδεύσει τους δύο προηγούμενους. Ένας συριστικός, ασύμμετρος ήχος αυτήν τη φορά. Οι ήχοι περιπλέκονται ο ένας με τον άλλον, πολλαπλασιάζονται, γίνονται δέκα φορές πιο έντονοι. Μια χαραμάδα φωτός έρχεται από ψηλά. Σαν να άναψε ένα κερί. Όλα όμως είναι αχνά ακόμα. Μετά από λίγο, το φως δυναμώνει. Κάτι κινείται, κάτι ζει εδώ. Δυναμώνει κι άλλο, κι άλλο... Οι ήχοι καλωσορίζουν πλέον την εικόνα. Δέκα άνθρωποι, των οποίων τα παπούτσια τρίζουν σε μια ξύλινη επιφάνεια βρίσκονται στο κέντρο του φωτός. Ο ένας εξ αυτών κρατά μία πορτοκαλί μπάλα η οποία σκάει με δύναμη σε ένα ξύλινο παρκέ κι επανέρχεται στο χέρι του. Το φως έχει γεμίσει τον χώρο. Χρώματα κάνουν την εμφάνισή τους. Πολλά χρώματα, ζωντανά χρώματα. Κυρίαρχο όμως είναι το πράσινο. Όλα είναι κατάφωτα πλέον. Οι προβολείς είναι εκτυφλωτικοί. Ο χρόνος φωνάζει κι αυτός «παρών», μέσω χρονομέτρων. Οι τρεις ήχοι έγιναν δεκατρείς, εκατόν δέκα τρεις. Οι δέκα άνθρωποι έγιναν είκοσι, διακόσιοι, είκοσι χιλιάδες. Σφυρίχτρα, συνθήματα, κροτίδες, μουσική, χειροκροτήματα. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται με ταχείς ρυθμούς. Μια κόρνα ακούγεται. Όλοι γίνονται ένα και τραγουδούν. Γέλια και δάκρυα μαζί, στο ίδιο συναίσθημα. Αποθέωση. Παράνοια! ΠΑ-ΝΑ-ΘΗ-ΝΑ-Ϊ-ΚΟΣ!

Με μιας όμως όλα σταματούν. Τα φώτα σβήνουν και μόνο ένας προβολέας έχει απομείνει να φωτίζει το παρκέ. Ένας μικρόσωμος κύριος με γυαλιά παίρνει το μικρόφωνο και το κλειστό γήπεδο σείεται από τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες.

«Φίλοι μου καλοί, είμαι ο δικός σας άνθρωπος. Είμαι ένας από εσάς! Μια χάρη σας ζητώ μόνο. Όταν θα πεθάνω θέλω να με θάψετε με τη σημαία του Παναθηναϊκού...»

Ο.Α.Κ.Α.

Τα φώτα σβήνουν, ο χώρος αδειάζει, οι φωνές αραιώνουν μέχρι που εξαφανίζονται εντελώς. Τώρα βρισκόμαστε εκτός τόπου κι εκτός χρόνου. Εκατοντάδες πρόσωπα, χιλιάδες εικόνες περνούν με κινηματογραφική ταχύτητα μέσα από ένα φιλμ. Δίνεται η εντύπωση πως οδηγούμαστε κάπου προς τα πίσω, προς το παρελθόν. Ένας αθλητής με το 13 πηδάει ψηλά και κόβει την μπάλα στο ταμπλό, ένας άλλος με το 11 πηδάει ακόμα πιο ψηλά και κάνει το ίδιο, ένας άλλος με το 10 δείχνει στους γυμνούς οπαδούς το τριφύλλι που φοράει στη φανέλα, φιλώντας το με πάθος κι ένας κάπως μεγαλύτερος σε ηλικία, χωρίς αθλητική αμφίεση αλλά με πράσινη γραβάτα και μελιτζανί πρόσωπο χτυπάει το χέρι του στο μέρος της καρδιάς, ψελλίζοντας «ευχαριστώ». Ένας άλλος κύριος με το 4 παίρνει το μικρόφωνο λέγοντας «στις χαρές και στις πίκρες μαζί». Ξανά αποθέωση... Αυτά και πολλά άλλα, λες κι είναι μονταρισμένα από θεϊκό χέρι εμφανίζονται όλα μαζί μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, που θαρρείς πως είναι... αιώνιο. Ένα «κλικ» μετά έχουμε ήδη μεταφερθεί κάπου αλλού. Δεν έχουμε διανύσει μεγάλη απόσταση, μόλις λίγα χιλιόμετρα νότια. Χρονικά όμως βρισκόμαστε περίπου σαράντα χρόνια πίσω...

Κρύο και υγρασία. Το πλαστικό σκλήρυνε, έγινε τσιμέντο. Αντί για καταπράσινα λάβαρα, στην οροφή τώρα κρέμονται πλάκες αμίαντου, τα περίφημα «ελλενίτ». Οι φανέλες και τα παντελονάκια κόντυναν και στένεψαν. Όπως κι ο χώρος. Οι ανθρώπινες ψυχές μειώθηκαν δραματικά τον αριθμό. Η «ψυχή» όμως αυξήθηκε κατά λίγα γραμμάρια. Όλα είναι πιο δύσκολα εδώ αλλά και πιο σκοτεινά, καθώς οι προβολείς συρρικνώθηκαν και η τάση τους μειώθηκε αισθητά. Οι σπίκερ είναι πιο σοβαροί και λιγότερο εκδηλωτικοί. Οι αθλητές δεν καταθέτουν υπέρογκα ποσά στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς. Ευρώ δεν υπάρχουν κιόλας. Ούτε τρίποντα. Τα νούμερα στις φανέλες όμως είναι πάνω-κάτω τα ίδια. Υπάρχει κι εδώ ένας κύριος με το 4 του οποίου τα μακρινά σουτ συνήθως βρίσκουν στόχο. Υπάρχει και ψηλός κύριος, με το 15 αυτή τη φορά, που «σκεπάζει» τα καλάθια. Υπάρχει κι ένα όμορφο 9 που μαγεύει τα πλήθη με τους ελιγμούς του, τις διεισδύσεις του, το απαράμιλλο σθένος του. Το παιχνίδι ολοκληρώνεται και στον φωτεινό πίνακα, που δεν είναι τόσο ευμεγέθης πια, ο αριθμός στα αριστερά υπερισχύει εκείνου στα δεξιά, ως συνήθως. Ένας γκριζομάλλης κύριος με ένα μακρύ, δίχρωμο κασκόλ και μια τεράστια σημαία ανά χείρας εισβάλλει στον αγωνιστικό χώρο φωνάζοντας «ΠΑ-Ο, ΠΑ-Ο, ΠΑ-Ο!». Αγκαλιάζει τους παίκτες με τις πράσινες φανέλες και μετά φιλάει τον κύριο που «βάφτισε» αυτόν τον τόσο μικρό, αλλά συνάμα θαυματουργό χώρο παίρνοντας έμπνευση από μία κινηματογραφική ταινία. Η θερμοκρασία έχει ανεβεί αρκετούς βαθμούς πια, κάποια μάτια βουρκώνουν, τα κατάγματα των αθλητών θεραπεύτηκαν από την ανάγκη για νίκη. Ο πόνος παραμερίστηκε «προς δόξαν του Παναθηναϊκού». Συνθήματα, τραγούδια, πάθος, ιδρώτας, ο ήχος της μεταλλικής φυσούνας που τη χτυπούν οι πιο φανατικοί, σημαίες, οι παίκτες στους ώμους των φιλάθλων. Όλα εδώ υποδηλώνουν ζωή. Έστω κι αν το μέρος αυτό λέγεται...

Τάφος του Ινδού.

Ξανά σιγή. Ένα «γκουπ» ακούγεται. Είναι ο ήχος της χρονοκάψουλας που κλείνει ερμητικά. Και ξανά εικόνες. Χιλιάδες εικόνες κατακλύζουν τα τοιχώματα της κάψουλας όσο ταξιδεύουμε στην ίδια κατεύθυνση με πριν: προς τα πίσω. Οι έγχρωμες εικόνες κιτρινίζουν, γίνονται επιχρωματισμένες κι έπειτα ασπρόμαυρες. Σου δίνεται η αίσθηση πως είμαστε σε κατηφόρα και οδηγούμαστε κάπου όχι μακριά. Σαν να φτάσαμε κιόλας, πιο γρήγορα απ’ ότι την προηγούμενη φορά. Η πόρτα ανοίγει διάπλατα κι ένας τελείως διαφορετικός κόσμος ξετυλίγεται μπροστά μας. Τώρα βρισκόμαστε σε έναν χώρο μεγαλοπρεπή, που σου προκαλεί δέος. Δεν υπάρχει σκεπή. Βρέχει πολύ αλλά ο κόσμος είναι πολλαπλάσιος σε σχέση με πριν. Αρκετές χιλιάδες άνθρωποι συνωστίζονται καλύπτοντας κάθε μαρμάρινο εκατοστό του αχανούς γηπέδου. Φορούν μεγάλες καπαρντίνες, στρογγυλά καπέλα και καλοσιδερωμένα παντελόνια. Τα παπούτσια τους είναι γυαλισμένα και στα μαλλιά τους (όσοι διαθέτουν) η μπριγιαντίνη πλεονάζει. Ήρωας μας αυτήν τη φορά ο κύριος με το 7. Σκοράρει με κάθε τρόπο, δεν μπορεί να τον σταματήσει κανείς. Η «πράσινη» πλευρά του γηπέδου παραληρεί. Ο Παναθηναϊκός θριάμβευσε ξανά καθώς «οι καλαθοσφαιρισταί του επέτυχον περισσότερους βαθμούς από τους αντιπάλους τους». Το πράσινο χρώμα του κατάφυτου λόφου του Αρδηττού ταίριαξε απόλυτα με το πράσινο των σημαιών και των πλακάτ στην κερκίδα, δημιουργώντας μια παν-αθηναϊκή πανδαισία. «Συγχαρητήρια παιδιά, κι ας χάσατε», θα πει μέσω τηλεφώνου ο πρόεδρος. «Μα, κερδίσαμε στην παράταση!», θα απαντήσει ο προπονητής. «Μίλησε η παναθηναϊκή ψυχή στα τελευταία λεπτά», θα συμπληρώσει. Το Παγκράτι, το Μετς, η Κυψέλη, το Κολωνάκι και τα Πατήσια θα είναι ο επόμενος σταθμός των επινίκιων μετά τον άθλο που έλαβε χώρα στο...

Παναθηναϊκό Στάδιο.

Μα εμείς πρέπει να συνεχίσουμε το ταξίδι. Οι γιορτές και τα πανηγύρια μπορούν να περιμένουν. Καθόμαστε αναπαυτικά. Πήραμε μαζί κι ένα φελιζόλ από πριν γιατί μάλλον θα το χρειαστούμε ξανά. Άλλωστε, πάλι πίσω πηγαίνουμε. Αλλά αυτή τη φορά ανηφορίζουμε λίγο. Μια οσμή μπαρουτιού αναδύεται στην ατμόσφαιρα, καθώς αποβιβαζόμαστε. Ρούχα βρώμικα, λεκιασμένα, άνθρωποι σκυθρωποί, θλιμμένοι. Η πόλη προσπαθεί να συνέλθει από δύο πολέμους, έναν παγκόσμιο κι έναν εμφύλιο. Σπίτια χωρίς ρεύμα, πείνα, δυστυχία. Μα υπάρχει κάτι που κάνει τον κόσμο να τα ξεχνά όλα αυτά και να χαμογελάει: ο αθλητισμός. Το γήπεδο μικρό, αλλά σφύζει από κόσμο. Τα καλάθια έχουν συρμάτινο διχτάκι, η μπάλα είναι καφέ κι έχει καρούμπαλα, νούμερα στις φανέλες δεν ράφτηκαν. Υπάρχει όμως πάντα ένα λευκό τριφύλλι στο μέρος της καρδιάς, στην καταϊδρωμένη -κι ενίοτε ματωμένη και ξεχαρβαλωμένη- πράσινη φανέλα. Το έργο έχει ξαναπαιχτεί στο… μέλλον: o Παναθηναϊκός κυριαρχεί, κερδίζει τίτλους, είναι η καλύτερη ομάδα. Ο λόγος; Στην πεντάδα του δεσπόζουν μπασκετμπολίστες που τυγχάνει να είναι και πρωταθλητές σε άλλα σπορ, όπως η κωπηλασία, το άλμα εις ύψος, το βόλλεϋ. Καλαθιές, μπασίματα, «ελ», κι «ο Παναθηναϊκός πρωταθλητής Αθηνών και Ελλάδος εις το μπάσκετ-μπωλ». Η πόλη γιορτάζει. Η Λεωφόρος Αλεξάνδρας είναι κοντά, πολύ κοντά, σχεδόν μεσοτοιχία. Γιατί το γήπεδο της ομάδας αυτήν την εποχή είναι στη...

Βασιλίσσης Σοφίας και Τσόχα.

Τερματικός σταθμός. Ένα χωροχρονικό, αϊνσταϊνικό ταξίδι στο χώρο και το χρόνο φτάνει προς το τέλος του. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει σαφής προορισμός όσον αφορά το μέρος. Χρονικά, ταξιδεύουμε με ταχύτητα φωτός καμιά τριανταριά χρόνια πριν. Στην πόλη του «φωτός». Παρίσι. Εισβάλλουμε στο μυαλό των ιδρυτών. Διασυμμαχικοί Αγώνες. Καλαθοσφαίριση. Μια νέα λέξη μπαίνει στα λεξικά των Ελλήνων. Και παράλληλα μία ιδέα, μία μεγάλη Ιδέα γεννιέται. Όμορφη, σαν την εποχή της («Belle Εpoque»). Όχι μόνο η Αθήνα αλλά ολόκληρη η Ελλάδα υποδέχεται την ομάδα που έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη όλων των εποχών στο σύνολο των σπορ. Επιτακτική λοιπόν η ανάγκη να προστεθεί ένα «Α» (από το «Αγωνιστικός») στην ονομασία του Ομίλου για να καλωσορίσει το νέο άθλημα στις τάξεις του Τριφυλλιού. Το πρώτο σκάσιμο μπάλας μπάσκετ σε αθηναϊκή γη θα σημάνει μία νέα εποχή για τον ελληνικό αθλητισμό. Βρισκόμαστε στο 1919. Ή αλλιώς...

Στην αρχή.

Γεννηθήτω Παναθηναϊκός. Γεννηθήτω ελληνικό μπάσκετ...

...Νιώθω ένα τράβηγμα στον ώμο. Προτού φωνάξω «φάουλ!» ανοίγω τα μάτια. Είναι η αγαπημένη μου. «Πού ταξιδεύεις πάλι; Έλα, σήκω να φύγουμε, να πάμε σπίτι!»

Είχε περάσει ένας αιώνας. Αλλά για μένα φάνηκε σαν ένα δευτερόλεπτο...

Αντίστροφο ταξίδι στον Παναθηναϊκό χωροχρόνο... (σε τέσσερις στάσεις)