MENU
Χρόνος ανάγνωσης 9’

Φάκελος Κουχάρσκι: Άλλη Εντελώς Κατάσταση…

0

Ο αέρας στις εξέδρες μύριζε μπαρούτι. Το τσεκούρι του πολέμου είχε ξεθαφτεί, οι οπαδοί έβραζαν κατά δικαίων και αδίκων. Η παρουσία σε ομίλους ευρωπαϊκής διοργάνωσης (του Europa League πιο συγκεκριμένα) μετά από 5 χρόνια, δεν ήταν αρκετή για να κατευνάζει την οργή.

Η πρωταθλήτρια Λέγκια, η ιστορική Λέγκια, η πιο δημοφιλής ομάδας της χώρας, μετά από τρία πρωταθλήματα τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ήταν στην ουρά της βαθμολογίας. Τελευταία! Ουραγός! 

Η αναμενόμενη αντίδραση, που ήταν η απόλυση προπονητή (του Τσέσλαβ Μιχνίεβιτς), όμως μόνο δεν στάθηκε ικανή να κατευνάσει τα πλήθη, αλλά έμοιαζε με λάδι στην φωτιά, με μετατόπιση ευθυνών.

Το εντός έδρας παιχνίδι με την Πογκόν της 31ης Οκτωβρίου έμοιαζε με την ημέρα της κρίσης για όλους. Για ιδιοκτήτη. Για τεχνικό διευθυντή. Για παίκτες. Για όλους!

Κάθε φορά που οι αντίπαλοι άλλαζαν πάνω από δύο πάσες, ειρωνικά «όλε» ακούγονταν από τις κατάμεστες εξέδρες του «Βόισκα Πολσκιέγκο». Τα γκολ των φιλοξενούμενων πανηγυρίστηκαν σαν να τα είχε βάλει η Λέγκια. Το ματς έληξε 0-2 τέταρτη σερί ήττα και έβδομη στις πρώτες 12 αγωνιστικές,  ο κόσμος ξέσπασε ακόμα περισσότερο.

«Είστε η ντροπή της Λέγκια», «Φύγετε από το γήπεδο και μην μας κοροϊδεύετε», «Όλοι ντρέπονται, όταν σας βλέπουν στο γήπεδο», «Θεέ μου τι βλέπουν τα μάτια μας, ούτε ο Γκουαρντιόλα δεν μας σώζει», «Κουχάρσκι εσύ φταις για όλα», «Κουχάρσκι τι μας έκανες;».

Ένα από τα πολλά υβριστικά πανό στο πέταλο καλούσε τον πρόεδρο Μιοντούσκι να διώξει τον αθλητικό διευθυντή της ομάδας, Ράντοσλαβ Κουχάρσκι: «Κουχάρσκι, έξω από την ομάδα, παράσιτο».

Μερικές εβδομάδες αργότερα, η λαϊκή βούληση γινόταν πράξη. Μετά από 4,5 χρόνια ο αθλητικός διευθυντής έδινε την σκυτάλη στον ισόβιο εργάτη του συλλόγου Γιάτσεκ Ζιελίνσκι, επιβεβαιώνοντας ότι το ποδόσφαιρο έχει κοντή μνήμη. Είσαι τόσο καλός, όσο το τελευταίο σου αποτέλεσμα. 

Ο Ράντοσλαβ Κουχάρσκι αποχώρησε από την ομάδα της Βαρσοβίας, έχοντας χτίσει τρεις πρωταθληματικές ομάδες, έχοντας αναστήσει τα οικονομικά του συλλόγου από πλουσιοπάροχες πωλήσεις, που όμοιες της δεν είχε δει ποτέ η Λέγκια, έχοντας αναβαθμίσει το τμήμα scouting και το οργανόγραμμα του συλλόγου, ωστόσο πλήρωσε τοις μετρητοίς ορισμένες μαζεμένες καλοκαιρινές επιλογές, αλλά και το γεγονός ότι στο ποδόσφαιρο κανείς δεν υπογράφει ισόβιο συμβόλαιο με την νίκη και την επιτυχία. 

Είχε χάσει τα αποδυτήρια, είχε χάσει τον εαυτό του, είχε πια πολλά θέματα επικοινωνίας με τα στελέχη της ομάδας. Τα πολωνικά ρεπορτάζ έγραψαν ότι είχε κλειστό το κινητό, όταν μετά το παιχνίδι της 12ης Δεκεμβρίου απέναντι στην Βίσλα Πλοτσκ, ο δεύτερος προπονητής στην σεζόν Μάρεκ Γκολεμπιέφσκι έψαχνε να τον βρει για να υποβάλλει παραίτηση. 

Δεν άντεξε άλλο, λίγο μετά τα Χριστούγεννα υπέβαλλε την παραίτηση του, με τον πρόεδρο Μιοντούσκι να μιλάει «για την ανάγκη σαρωτικών αλλαγών σε πρόσωπα, αλλά και δομές», ώστε ο σύλλογος να βρει ξανά τον βηματισμό του. Για την ιστορία, η Λέγκια σώθηκε. Έκανε έναν αξιοπρεπή δεύτερο γύρο, όμως δεν κατάφερε να βγει στην Ευρώπη, τερμάτισε στην 10η θέση, σε μία σεζόν που χάλασε από νωρίς και δεν διορθώθηκε ποτέ.

Η θέση που κατείχε για 4,5 χρόνια ήταν μία ηλεκτρική καρέκλα. Μέχρι να την αναλάβει το καλοκαίρι του 2017, ο ιδιόρρυθμος ιδιοκτήτης Ντάριους Μιοντούσκι είχε προλάβει να απολύσει τρεις τεχνικούς διευθυντές μέσα σε ενάμιση χρόνο, ένας εξ’ αυτών ο γνωστός μας από το πέρασμα του στον Ολυμπιακό, Μίχαλ Ζεβλάκοφ.

Είχε δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα και είχε έρθει η ώρα να εμπιστευτεί έναν εργάτη του συλλόγου που έδειχνε συνεχώς βήματα προόδου στην καριέρα του. Ξεκίνησε ως βοηθός προπονητή του Τόμας Ντέμπεκ στην ομάδα νέων. Αργότερα μπήκε στο τμήμα scouting και σιγά - σιγά έγινε ο επικεφαλής του. 

Ήταν… ψαχτήρι, με έφεση στις εναλλακτικές αγορές. Η εισήγηση του να αποκτηθεί ο Σλοβάκος Όντρεϊ Ντούντα από την Κόζιτσε για 300 χιλιάρικα ήταν η κίνηση που άλλαξε την καριέρα του. Η πώληση του στην Χέρτα Βερολίνου έναντι 4.2 εκατομμυρίων ευρώ ήταν η απόδειξη ότι το μάτι του νεαρού scout έκοβε.

Είχε ενεργό ρόλο -άλλοτε καθοριστικό κι άλλοτε λιγότερο σημαντικό- στις μεταγραφές των Αλεξάνταρ Πρίγιοβιτς, Νεμάνια Νίκολιτς, Βάντις Οντζίτζα-Οφόε, Κρίστιαν Μπιέλικ, Άνταμ Χλούσεκ, Σεμπάστιαν Σιμάνσκι, Ράντοσλαβ Μαγέτσκι, όλοι τους έφεραν σημαντικά λεφτά στα ταμεία του συλλόγου από τις μετέπειτα πωλήσεις του.

Δεν είχε βέβαια μόνο αποτυχίες, αλλά και ηχηρές αστοχίες. 

Το όνομα του άρχισε να ακούγεται και εκτός συνόρων, τον Φεβρουάριο του 2017 έγινε ο νέος scout της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Ζοσέ Μουρίνιο με ειδίκευση στην Ανατολική Ευρώπη, η δουλειά του ήταν να παρακολουθεί ότι κινείται σε Πολωνία, Σλοβακία, Ουγγαρία.

Η θέση είχε κύρος και πρεστίζ, αλλά ελάχιστες σημαντικές αποφάσεις. Έμεινε στο επιτελείο των κόκκινων διαβόλων μόλις τέσσερις μήνες, τα παράτησε όλα, όταν η Λέγκια Βαρσοβίας του πρότεινε το καλοκαίρι να πάρει το τιμόνι και να ηγηθεί του μεταγραφικού σχεδιασμού, αλλά και την οργάνωση των τμημάτων υποδομής και scouting.

«Ήρθε η ώρα να φύγω από την θέση του επιβάτη και να αναλάβω το τιμόνι», ήταν η πρώτη του τοποθέτηση την ώρα που ο πρόεδρος Μιοντούσκι στην παρουσίαση του τόνιζε πως: «Η Λέγκια οφείλει να παίρνει κάθε χρόνο πρωτάθλημα και αν παίζει στους ομίλους της Ευρώπης. Πρέπει όμως να προσέχουμε να μην αλλοιωθεί το DNA του συλλόγου μας, πρέπει να δημιουργήσουμε νέες δομές για να αναδιοργανώσουμε τον σύλλογο».

Ένα από τα πρώτα πράγματα που προσπάθησε να εμφυσήσει στους οπαδούς ήταν μία δύσκολα αποδεκτή αλήθεια: «Πρέπει να παραδεχθούμε ότι οφείλουμε να γίνουμε selling club σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να χτίσουμε σταθερότητα και να μην εξαρτάται το οικονομικό μέλλον μας από μερικά αποτελέσματα στην Ευρώπη».

Αν κοιτάξει κανείς το εμπορικό ισοζύγιο επί των ημερών του, το πρόσημο είναι κάτι παραπάνω από θετικό. Σε αυτά τα 4,5 χρόνια τα συνολικά έσοδα από πωλήσεις άγγιξαν τα 36 εκατομμύρια ευρώ, τα έξοδα «μόλις» τα 14, το όνειρο κάθε ιδιοκτήτη! 

Επί των ημερών του ο πολωνικός σύλλογος έκανε τις τρεις ακριβότερες πωλήσεις της ιστορίας του (Ράντοσλαβ Μαγέφσκι στην Μονακό, Μίχαλ Καρμπόβνικ στην Μπράιτον, Σεμπάστιαν Σιμάνσκι στην Ντινάμο Μόσχας), μόνο από αυτές έφερε στα ταμεία 18 εκατομμύρια ευρώ!

Ωστόσο, το απωθημένο του, το κριτήριο για επίπεδο της δουλειάς και των ομάδων του (σύμφωνα με τα δικά του λόγια) έκρυβε συνεχώς απογοητεύσεις. Από το 2017, η Λέγκια γνώρισε μερικούς ταπεινωτικούς ευρωπαϊκούς αποκλεισμούς από ομάδες όπως η Σέριφ Τίρασπολ (2017), η Σπάρτακ Τρνάβα και η Ντουντελάνζ (2018), η Ομόνοια (2020) και η Καραμπάχ (2021), που την άφησαν εξόριστη από τους ομίλους και με πολλά εκατομμύρια διαφυγόντα έσοδα.

Το οξύμωρο είναι πως η μοναδική σεζόν που πέτυχε τον στόχο των ομίλων (με εντυπωσιακή πρόκριση στα πλέι-οφ του Europa League επί της Σλάβια Πράγας) ήταν η χρονιά που η ομάδα διαλύθηκε εντός συνόρων, στο κύκνειο άσμα του!

Είναι λάτρης των εναλλακτικών αγορών. Πιστεύει στις πολυ-πολιτισμικές ομάδες, στις οποίες ενώνονται παίκτες (αλλά και προσωπικό) με διαφορετικά χαρακτηριστικά, βιώματα, θρησκείες και παρελθόν, δηλώνει πως έχει τον τρόπο να τους ενώνει όλους στον κοινό σκοπό.

Αν ρίξει κανείς μία προσεκτική ματιά στις μεταγραφές του, θα δει έναν λάτρη της άγονης γραμμής. Έφερε Ισραηλινό που έπαιζε στην Ουκρανία (Αμπού Χάνα), Ουκρανό που έπαιζε στην Ουγγαρία (Κχάρατιν), Κοσοβάρο που έπαιζε στην Κροατία (Καστράτι), Γεωργιανό που έπαιζε στην Ελβετία (Γκβίλια), τον Ουζμπέκο Γιακσιμπάεφ, τον Αζέρο Εμρέλι, τους Αλβανούς Μούτσι και Τσελχάκα από το πρωτάθλημα τους.

Είναι λάτρης των advanced stats και των analytics, υποστηρίζει ότι έχει ένα δικό του μοντέλο προσομοίωσης στατιστικών και παικτικών χαρακτηριστικών, ώστε να είναι σίγουρος ότι μπορούν να ταιριάξουν στην ομάδα του και δίνει μεγάλη βάση στα εξωαγωνιστικά χαρακτηριστικά και τον χαρακτήρα: «όσο περισσότερο ψάχνεις, τόσο λιγότερο κίνδυνο έχεις να αποτύχει μία μεταγραφή».

Λέει πως κάθε μεταγραφή είναι μία ξεχωριστή ιστορία και θέλει διαφορετικές διαπραγματευτικές μεθόδους. Κάποιες θέλουν υπομονή, άλλες πονηριά, εφευρετικότητα, εξυπνάδα. Ωστόσο, οι ανατολικές αγορές είναι πάντα αυτές που του κεντρίζουν το ενδιαφέρον, είναι η δική του επαγγελματική πρόκληση να ανακαλύπτει πρώτος από όλους διαμάντια μέσα στα σκουπίδια.

Τις περισσότερες φορές -εξάλλου- χρειάστηκε να δουλέψει με μηδενικό μεταγραφικό μπάτζετ, η Λέγκια πέρασε από σοβαρή οικονομική κρίση, μπορούσε να ξοδεύει μόνο αν είχε έσοδα από πωλήσεις. Επί των ημερών του έγιναν οι 8 από τις 11 πιο ακριβές πωλήσεις της Λέγκια, η εξωστρέφεια ήταν μία λέξη που έγινε καθημερινή συνήθεια. 

Σε αυτά τα 4,5 χρόνια έκανε συνολικά 57 μεταγραφές, στην πραγματικότητα χρειάστηκε να αλλάξει όλο το ρόστερ του πάνω από δύο φορές, ψάχνοντας διαρκώς για το κάτι καλύτερο. Μόνο που αυτό το overthinking έφερε την ρήξη. Το καλοκαίρι σε ένα ακόμα σαρωτικό μεταγραφικό παζάρι, έφερε 10 νέα πρόσωπα, ελάχιστα από αυτά δικαίωσαν τις προσδοκίες, με αποτέλεσμα να έρθει το τέλος.

Την ελληνική αγορά την ξέρει πολύ καλά. Και από την καλή κι από την ανάποδη. Ήταν αυτός που γέμισε τα ταμεία με τις πωλήσεις των Πρίγιοβιτς, Μουλέν σε ΠΑΟΚ και Οφόε, Καφού στον Ολυμπιακό, έχει πάρει στην Λέγκια παίκτες με ελληνικό παρελθόν (Λίντσεϊ Ροζ, Αντρέ Μαρτίνς, Λουίς Ρόσα, Πέκχαρτ), δύο από τα πιο επικερδή του deal (Μίχαλ Καρμπόβνικ, Καρλίτος) έπαιξαν φέτος σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό.

Παρότι ψωνίζει συχνά από την λάτιν αγορά, με εξαίρεση τον Βραζιλιάνο Λουκίνας που ανακάλυψε στην Άβες και μοσχοπουλήθηκε στο MLS λίγο μετά την αποχώρηση του, οι αποτυχίες ήταν περισσότερες από τις επιτυχίες, ενώ είναι δύσκολος με τους Αφρικανούς, θεωρεί τον Ντάνιελ Τσίμα Τσούκβου, που πήρε από την Κίνα, αφού τον έβλεπε για πέντε χρόνια στην Μόλντε, ως την μεγαλύτερη «πατάτα» που έκανε ποτέ.

Όσο ανοιχτός και ανεκτικός είναι σε νέες, καινοτόμες ιδέες, χώρες, θρησκείες, τόσο κλειστός και δύσκολος είναι στο επικοινωνιακό του κομμάτι. Παρότι ήταν ο άνθρωπος που κέρδισε περισσότερο από κάθε άλλον την εμπιστοσύνη του «δύσκολου» ιδιοκτήτη Μιοντούσκι, εντούτοις ήταν αρκετά ιδιότροπος στις σχέσεις του με δημοσιογράφους, ατζέντηδες, προπονητές.

Ο ίδιος επέλεγε που και πότε θα μιλήσει και όταν το έκανε, ο λόγος του ήταν συχνά ήταν κοφτός και καυστικός. 

Δεν είναι δογματικός σε τακτικούς σχηματισμούς, όμως θέλει οι ομάδες του να συνδυάζουν ελκυστικό στιλ και αποτελεσματικότητα, αυτό που λέει πάντα για τους παίκτες είναι πως θέλει να τους βλέπει να σκυλιάζουν για να κερδίσουν έστω και ένα αγωνιστικό λεπτό στο γήπεδο.

Με τους προπονητές δεν είναι της υπομονής, αν και έχει την τάση να ανακυκλώνει τα ίδια πρόσωπα (προσέλαβε και απέλυσε τον Σέρβο Αλεξάνταρ Βούκοβιτς τρεις φορές)! 

Από το 2017 έκανε συνολικά 10 αλλαγές προπονητών, αν και άλλαξε μόλις 6 πρόσωπα, ενώ έχει σημασία το χρονικό μοτίβο των απολύσεων. Το 2016 απέλυσε τον Γιάτσεκ Ματζιέρα στις 13 Σεπτεμβρίου. Το 2018 έδιωξε τον Αλεξάντερ Βούκοβιτς στις 13 Αυγούστου και το 2020 ο Σέρβος που ξεκίνησε και πάλι την σεζόν άντεξε ως τις 21 Σεπτεμβρίου, ενώ φέτος έκανε την πρώτη (από τις τρεις συνολικά) αλλαγή προπονητή στις  25 Οκτωβρίου.

Ακόμα και στην χώρα του παραμένει ένα άλυτο μυστήριο. Έχει την ετικέτα του κορυφαίου τεχνικού διευθυντή στην χώρα, όμως ποτέ του δεν βγήκε από την comfort zone του, ήταν πάντα σε ένα ασφαλές και προσεκτικά δομημένο από τον ίδιο περιβάλλον.

Είναι «δύσκολος» χαρακτήρας, οι φίλοι του εντός συνόρων είναι σίγουρα λιγότεροι από αυτούς που δεν τον συμπαθούν, αλλά δεν είναι κάτι που τον ενδιαφέρει και ιδιαίτερα.

Πιστεύει στην δουλειά, την μεθοδολογία, τον τρόπο του, δεν φοβάται να σπάσει αυγά, να έρθει σε ρήξεις για να υποστηρίξει τις ιδέες του, αλλά και να τα τινάξει όλα στον αέρα για να χτίσει από το μηδέν.

Ο Ράντοσλαβ Κουχάρσκι είναι ένα πείραμα. Ένα ενδιαφέρον πείραμα. Μία Άλλη Εντελώς Κατάσταση από αυτά που έχει συνηθίσει η Ένωση για την θέση του τεχνικού διευθυντή…

Φάκελος Κουχάρσκι: Άλλη Εντελώς Κατάσταση…