MENU

«Δώστε στους πρόσφυγες μία ευκαιρία», αν δεν μπορεί να το πει εκείνος, τότε ποιος; Κροάτης στην καταγωγή, ο Ντέγιαν Λόβρεν γεννήθηκε το 1989 στη Ζένιτσα της Βοσνίας. Σε ηλικία τριών ετών ο πατέρας του Σάσα και η μητέρα του Σίλβα τον πήραν στην αγκαλιά τους και έτρεξαν μακριά από τη φρίκη του πολέμου.

«Οι άνθρωποι δεν σε θέλουν στην χώρα τους, θέλουν να προστατεύσουν το μέρος τους, την οικογένειά τους». Όλα κατανοητά. Από την άλλη όμως, υπάρχουν και οι εκείνοι που «παλεύουν για τη ζωή τους». Εκείνοι που ξεριζώθηκαν από το «σπίτι» τους, γιατί απλά ένα βράδυ οι σειρήνες του πολέμου ήχησαν. Εκείνοι που έτρεξαν στο υπόγειο και έμειναν εκεί -ούτε που θυμούνται για πόσο- ελπίζοντας πως ο εφιάλτης θα περάσει.

«Όταν βλέπω τί γίνεται σήμερα, θυμάμαι τη δική μου οικογένεια που έπρεπε να εγκαταλείψει την πατρίδα της γιατί δεν μας ήθελαν εκεί. Καταλαβαίνω ότι κάποιοι θέλουν να προστατευτούν από τους πρόσφυγες, όμως πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν σπίτια. Δεν είναι δικό τους το λάθος. Παλεύουν για τη ζωή τους, για να σώσουν τα παιδιά τους. Πέρασα από αυτό και ξέρω.

Δώστε τους μια ευκαιρία! Φαίνεται ποιοι είναι καλοί και ποιοι όχι. Η δική μου οικογένεια ήταν τυχερή. Είχαμε τον παππού μας που δούλευε στη Γερμανία, έτσι μπορούσαμε να βρούμε τα απαραίτητα έγγραφα για να πάμε εκεί. Αν δεν είχε συμβεί αυτό, τότε ίσως εγώ και οι γονείς μου να βρισκόμασταν τώρα κάτω από το χώμα. Ήμασταν τυχεροί. Μακάρι να μπορούσα να εξηγήσω όλα αυτά που συνέβησαν. Ακούς ιστορίες, όμως κανείς δεν λέει την αλήθεια. 

Το μόνο που θυμάμαι είναι οι σειρήνες. Φοβόμουν τόσο πολύ όταν σκεφτόμουν ότι κάποιοι μας έριχναν βόμβες. Η μητέρα μου με έπαιρνε και με πήγαινε στο υπόγειο, δεν ξέρω για πόσο μέναμε εκεί. Μετά, μια μέρα, οι γονείς μου, ο θείος και η θεία μου, απλώς μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο και οδηγήσαμε μέχρι τη Γερμανία. Αφήσαμε τα πάντα, το σπίτι, ένα μικρό εστιατόριο που είχαμε… Τα αφήσαμε όλα. Πήραμε μια βαλίτσα και πήγαμε στη Γερμανία.

Η Ζένιτσα δέχθηκε τις περισσότερες επιθέσεις. Όμως, οι φρικαλεότητες γίνονταν στα χωριά. Έναν θείο μου τον μαχαίρωσαν μπροστά σε όλο τον κόσμο. Δεν μιλάμε ποτέ γι΄αυτό στην οικογένεια…  Ελπίζω για τις επόμενες γενιές τα πράγματα να είναι πιο εύκολα, για την κόρη και τον γιο μου. Δεν ξέρω αν ποτέ θα καταλάβουν τί πέρασα, γιατί ζουν σε εντελώς διαφορετικό κόσμο. Δεν μπορώ καν να φανταστώ πώς θα ήταν να πάρω αγκαλιά τα παιδιά μου και να τρέξω να σωθώ. Να τρέξω για τη ζωή μου. Θέλω να τους μιλήσω για τους πρόσφυγες, αλλά είναι ευαίσθητο θέμα και η μητέρα μου διαφωνεί. Εγώ όμως θα τους το πω. Πρέπει να ξέρουν…».

Και εκείνος έμαθε να παλεύει για τη ζωή του. Αγάπησε τη Γερμανία και μιλά για τη... δεύτερη πατρίδα του γεμάτος ευγνωμοσύνη. Κι ας ήξερε πως με το που θα τελειώσει ο πόλεμος, εκείνος και η οικογένειά του θα πρέπει θα γυρίσουν πίσω. Κάθε έξι μήνες, πάλευαν για τη μονιμοποίησή τους σε μία χώρα που τους παρείχε κάτι βασικό: ασφάλεια ζωής. Και κάθε φορά, η ίδια αρνητική απάντηση. Και οι βαλίτσες εκεί, έτοιμες να περιμένουν. Στη Γερμανία, γυρόφερνε το προπονητικό της Μπάγερν. Το ποδόσφαιρο ήταν η διέξοδος. Ακόμη κι αν στεκόταν εκεί απ΄έξω για να χαζέψει... 

Μετά από 7 χρόνια, επέστρεψαν στην Κροατία. Δέκα ετών πια και η προφορά του ήταν διαφορετική. Είχε αφομοιώσει στοιχεία της γερμανικής κουλτούρας και γλώσσας. Και το διαφορετικό σε αυτήν την ηλικία, δεν είναι ακριβώς «αποδεκτό» από τα παιδιά. Μανούριαζε, ένιωθε την ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Μόνο όταν έπαιζαν ποδόσφαιρο, αισθανόταν άνετα. Και εκεί δεν είχε κανείς να του πει τίποτα...

Θυμάται τον εαυτό του να θυμώνει πολύ όταν ψάχνοντας τα παγοπέδιλά του, αντιλήφθηκε πως τα είχαν πουλήσει οι γονείς του για να βγει η εβδομάδα. Εικόνες, γεγονότα, συναισθήματα που δημιούργησαν αυτό που είναι σήμερα ο Ντέγιαν Λόβρεν. Τότε που έδωσε μία υπόσχεση στον εαυτό του: «δεν θέλω να το ζήσω ποτέ ξανά». 

Κάποια στιγμή, θα γράψει το βιβλίο του που θα μιλά για έναν μαχητή που δεν τα παράτησε ποτέ, γιατί όπως συνηθίζει να λέει:

«I was fighting and i will fight till the end, that's me».


 

Και ποτέ να μην τα παρατάς