Συνήθως ξεκινάει σαν μία αθώα ανώνυμη ατάκα. Αν μάλιστα μπορεί να στηρίξει και καταγγελτικό αντιπολιτευτικό λόγο, που πάντα πουλάει, τότε ακόμα καλύτερα. Γίνεται τάση. Μπαίνει στην ημερήσια ατζέντα. Σαν μία τσίχλα που κολλάει στο μυαλό. Η αποδόμηση πάντα χρειάζεται «επιχειρήματα».
Ο Λουτσέσκου -λέει- δεν βάζει τους μικρούς να παίξουν. Είναι εμμονικός.
Αυτός που αγωνίστηκε στα περισσότερα επίσημα παιχνίδια με την ασπρόμαυρη φανέλα την περσινή περίοδο (55 τον αριθμό) ήταν ένας «μικρός», ο Γιάννης Κωνσταντέλιας.
Πριν από μερικές ημέρες, ένας άλλος «μικρός», που άνθισε στα χέρια του, ο Κωνσταντίνος Κουλιεράκης έγινε η ακριβότερη πώληση στην ιστορία του ΠΑΟΚ.
Το βράδυ της Κυριακής, ένας τρίτος «μικρός», ο Σόλα Σορετίρε πήρε φανέλα βασικού σε ματς που έκαιγε, ζεματούσε.
Την πήρε, έχοντας μόλις 32 ημέρες στο ασπρόμαυρο οικοσύστημα και στην απαιτητική διαδικασία εκμάθησης του ποδοσφαίρου του Ρουμάνου τεχνικού.
Την πήρε, έχοντας παίξει σκάρτα 10 λεπτά στο ντεμπούτο του πριν από μία εβδομάδα.
Την πήρε, έχοντας λιγότερα από 20 επίσημα παιχνίδια στην καριέρα του.
Ακόμα σημαντικότερά, την πήρε αντί του (λατρεμένου τακτικά από τον προπονητή του) Τόμας Μουργκ, ο οποίος ήταν αυτός που περίμεναν όλοι να ξεκινήσει.
Το έχει επαναλάβει πολλές φορές, αλλά μάλλον όχι σε ευήκοα ώτα. Η ηλικία είναι απλώς ένας αριθμός. Δεν είναι επαρκής για να προσδιορίσει την ποδοσφαιρική ποιότητα. Δεν είναι επαρκής για να προσδιορίσει έννοιες όπως η αντιληπτικότητα, η νοοτροπία, η ευστροφία, η ικανότητα να παίρνεις σωστές αποφάσεις σε πραγματικό χρόνο.
Ο Λουτσέσκου δεν έχει αδυναμία ούτε στους «μεγάλους», ούτε στους «μικρούς». Έχει αδυναμία στους έξυπνους. Και το ποδοσφαιρικό I.Q. είναι κάτι που δεν έχει ηλικία.
Θέλει από τους παίκτες του, να αντιλαμβάνονται σε βάθος αυτό που κάνουν. Να «διαβάζουν» τον αντίπαλο, το παιχνίδι, την συνθήκη, να «διαβάζουν» ακόμα και τον διαιτητή.
Μόνο που αυτό είναι μία δύσκολη, απαιτητική, πολυπαραγοντική διαδικασία. Απαιτεί χρόνο και παιχνίδια. Κάποιοι παίρνουν τα γράμματα πιο γρήγορα. Ειδικά, αν μπαίνουν από την αρχή σε ταχύρρυθμο πρόγραμμα.
Ο 20χρονος Άγγλος δεν πίστευε στα μάτια του, όταν στο 10ο μόλις λεπτό η καθαρή προβολή του στην μπάλα, που άνοιγε καθαρή κόντρα τρεις εναντίον ενός, σφυρίχθηκε φάουλ ως δική του παράβαση. Αν κάποιος «έφαγε» την κλωτσιά στην φάση ήταν εκείνος. Και πάλι, έπρεπε να είναι πλεονέκτημα, όχι φάουλ δικό του.
Τράβηξε με απορία την αφάνα του, γούρλωσε τα μάτια, έμεινε με το στόμα ανοιχτό, αλλά το κατάπιε. Μέσα σε 10 λεπτά, κατάλαβε τα πάντα. Προσαρμόστηκε. Μπήκε -που λέμε- στην ελληνική πραγματικότητα.
Το Αγγλάκι, που έμαθε από μικρό στην χώρα που γέννησε το ποδόσφαιρο, πως σε όλες τις διεκδικήσιμες μπάλες μπαίνεις με φούρια, κατάλαβε με τον πιο σκληρό τρόπο, ότι εδώ είναι αλλιώς. Οι κανονισμοί είναι παντού οι ίδιοι -η εφαρμογή τους, όχι.
Λίγο πριν το ημίχρονο ήταν πολύ… πιο προσεκτικός σε ένα ακόμα κλέψιμο, από το οποίο ξεκίνησε το γκολ του Ζίβκοβιτς. Φρόντισε να μην… ανασάνει καν δίπλα στον αμυντικό από τον οποίο «ψείρισε» την μπάλα για το 0-1, δεν έδωσε την παραμικρή αφορμή για να γυρίσει η φάση πίσω.
Ακόμα και σήμερα, όμως, βλέποντας τα στιγμιότυπα και ειδικά το ακυρωθέν γκολ του ΠΑΟΚ θα πρέπει να έχει κι άλλες απορίες. Με πόση δύναμη πρέπει να μπαίνει στις φάσεις εδώ που ήρθε; Τι ορίζεται ως φάουλ και τι όχι; Πως μπορεί να κάνεις εσύ φάουλ, όταν παρασέρνεις κάποιον που μπαίνει στον δρόμο σου; Μήπως πρέπει να μάθει από την αρχή τι ορίζεται ως πλεονέκτημα;
Ίσως ο Μεσιέ Λανουά μπορεί να του λύσει κάποιες απορίες. Ίσως πάλι, όχι.
Αυτό που σίγουρα κατάλαβε είναι πως ήρθε σε μία ομάδα που έχει ατσαλωθεί από τέτοιες καταστάσεις. Μία ομάδα που δεν χάνει το μυαλό της, όποια κι αν είναι η περίσταση. Μία ομάδα που μπορείς να την κερδίσεις, μα όμως δεν μπορείς να μπεις στο μυαλό της, δεν γίνεται να την σπάσεις. Τώρα, πια, κατάλαβε που ήρθε.
Μέσα σε ένα βράδυ, ο «Σωτήρης» ψήλωσε δυο πήχες στα μάτια του προπονητή του, δείχνει να έγινε ένα ακόμα ακονισμένο βέλος που μπήκε στην ασπρόμαυρη φαρέτρα.
Διότι το ποδόσφαιρο βρίσκει πάντα τρόπο να επιπλεύσει ακόμα και μέσα σε ένα βούρκο…