MENU

Ηταν ωραίο το ντέρμπι στον Πειραιά, Daniel Podence FC v Ioannidis FC. Ωραίο, και επιμορφωτικό θα έλεγα. Οι παίκτες του Ολυμπακού έψαχναν τον Πορτογάλο συμπαίκτη, έως απεγνωσμένα. Ας πάρει τη μπάλα, και κάτι θα βρει να την κάνει. Οι παίκτες του Παναθηναϊκού έψαχναν τον δικό τους (Ελληνα) συμπαίκτη, απολύτως συστηματικά. Με την πεποίθηση και την εμπιστοσύνη πως, το να τον ταίσουν, αυτό ήταν το πιο safe bet. Το αποτέλεσμα στο ταμπλό, κατέγραψε τη διαφορά μετά. Τι γίνεται, αφότου ακουμπήσουμε τη μπάλα στον καλό μας.

Πράγματι, ουσιαστικά στην πρώτη φορά που ο Ντανιέλ Ποντένσε πήρε τη μπάλα στα πόδια, έστειλε τον ακαταμάχητο πύραυλο στον στόχο. Α λα Τούμπα. Λέγεται, ατομική κλάση. Θαυμάσια. Αλλά πόσες φορές μπορείς να το κάνεις, να παίρνεις τη μπάλα και να πετάς τούβλα μέσα, σε ένα ματς; Μία, στα ενενήντα λεπτά; Ιδανικά, να σου κάτσει και δεύτερη; Εναντίον κώνων, μπορεί. Και δεύτερη, και τρίτη. Εναντίον ποδοσφαιριστών, απίθανο. Και όλη την υπόλοιπη ώρα; Σημασία έχει τι κάνεις με τις μπάλες που σου δίνουν, σε σχέση με τις επιλογές που σου δίνουν οι συμπαίκτες μπροστά. Ομαδικό, είναι. 

Η πρώτη φορά που ο Ιωαννίδης πήρε τη μπάλα στα πόδια, ένα σκάρτο λεπτό μέσα στο ματς, αρκούσε για να καταλάβουμε (μάλλον, να επιβεβαιώσουμε) δύο πράγματα. Ενα, ότι έχει επιστρέψει στο φόρτε. Είναι, πάλι, καλά. Καταγεγραμμένο, έκανε μπαμ, από το παιγνίδι με τον Αρη πριν δύο εβδομάδες. Το δεύτερο, ότι τους αντιπάλους που πήγαιναν καταπάνω του "τους έχει". Ο Ιωαννίδης στο φόρτε, έχει φέρει βόλτα και (πολύ) πιο ζόρικους. Υστερα το σημαντικό ήταν, όπως και με τον Ντανιέλ Ποντένσε, τι κάνεις τις μπάλες σε σχέση με τις επιλογές που σου δίνουν οι συμπαίκτες.

Ο Ολυμπιακός θυσίασε ένα χαφ, για να παίξει με δύο σέντερ-φορ. Τι σέντερ-φορ; Πάνω-κάτω όμοιους, όχι αλληλοσυμπληρωματικούς, σε χαρακτηριστικά. Αναπόφευκτα, και σχέδιο να μη ήταν ευθύς εξαρχής, de facto έγινε μοτίβο παιγνιδιού το να πάει η ομάδα τη μπάλα στις άκρες και από εκεί, άμα δεν βρει ο Ντανιέλ Ποντένσε να κόψει μέσα και να σουτάρει, να γεμίζουν σέντρες. Σέντρες από δεξιά, σέντρες από αριστερά, σέντρες οι μπακ, σέντρες οι εξτρέμ. Δηλαδή, η προσευχή του Σαμέτ και του Ουίλιαν Αράο. Οι σέντρες μες στην πολυκοσμία ψηλά, τους κάνουν εύκολους ήρωες. Αυτούς, και τον τερματοφύλακα μαζί. Αν είναι να τους τρυπήσεις, τους χτυπάς με τη μπάλα χαμηλά. Η ευκαιρία του Φραν Ναβάρο, πριν το ένα-δύο.

Ο Παναθηναϊκός όποτε έστελνε τη μπάλα στον Ιωαννίδη, είτε για να παίξει με πλάτη και να ανοίξει τους χώρους είτε για να ορμήσει μετωπικά, ξοπίσω ανέβαζε συντεταγμένα όλη την ομάδα. Ερχονταν, από παντού. Ενα κεφάλι έκοβες, δύο φύτρωναν. Τρία. Τέσσερα. Γλιτώνεις από τον Μπερνάρ στο ένα-ένα, σου 'ρχεται ο Μπακασέτας. Στο ένα-δύο, όχι με σέντρα από το πλάι, με έξοχη τριγωνική συνεργασία (Μπερνάρ/Τσέριν/Μλαντένοβιτς) στο πλάι, εν τέλει πέντε παίκτες του Παναθηναϊκού, όσοι έπρεπε δηλαδή, σαν σε σκυταλοδρομία, όλοι πατάνε στη μεγάλη περιοχή. Ιωαννίδης, Τσέριν, Μπερνάρ, Μπακασέτας, Παλάσιος. Ο φορ, οι εξτρέμ, τα οκτάρια. Διάλεξε, από ποιον προτιμάς να το φας. Στο ένα-τρία, με σπάσιμο της πίεσης του Ολυμπιακού, με εν συνεχεία επιθετικό ξεδίπλωμα σε συνθήκη ισαριθμίας, με αλλαγή πλευράς, πάλι από πόδι σε πόδι η σκυτάλη κατέληξε στον Ιωαννίδη κι εκείνος τερμάτισε με αυτήν μες στα δίχτυα.

Εντός έδρας ή εκτός, εκτός έδρας ακόμη περισσότερο, ανατροπή σε ντέρμπι δεν είναι ποτέ απλή ιστορία. Απόδειξη ότι ως αυτή την Κυριακή στη Σούπερ Λιγκ, μονάχα μία ανατροπή είχε καταγραφεί. Της ΑΕΚ, τον Σεπτέμβριο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Αλλη μία, παραλίγο να είχε καταγραφεί. Του Παναθηναϊκού, τον Ιανουάριο στην ΑγιαΣοφιά. Θέλει οντότητα, ολοκληρωμένο ποδοσφαιρικό περιεχόμενο στο παιγνίδι, για να τουμπάρεις τέτοια ματς. Δεν πάει, απλώς αριθμητικά. Ο Ολυμπιακός έπαιξε με δύο σέντερ-φορ. Ο Παναθηναϊκός όμως, έπαιξε με περισσότερους επιθετικούς ποδοσφαιριστές.  

Ενα κεφάλι έκοβες, δύο φύτρωναν