MENU

Ήταν Σεπτέμβριος του 2007 όταν η Ελλάδα, από τη μία, προσπαθούσε να διατηρήσει τα σκήπτρα της ως πρωταθλήτρια Ευρώπης και η Ισπανία, από την άλλη, έχοντας τον τίτλο της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στόχευε στην κατάκτηση του πρώτου της Ευρωμπάσκετ και μάλιστα στην έδρα της. Ο υπερβάλλων ζήλος των Ισπανών οδήγησε σε αμέτρητες φάσεις που προκαλούσαν τους Έλληνες διεθνείς, είτε λόγω τσαμπουκά είτε λόγω θεάτρου είτε λόγω προκλήσεων εντός αγωνιστικού χώρου. Αυτή ήταν η αρχή σε μια μεγάλη κόντρα όπου κάθε παιχνίδι Ελλάδας-Ισπανίας τα επόμενα χρόνια μας κρατούσε βιδωμένους στους καναπέδες αλλά κυρίως που μετέτρεψε στο μυαλό όλων μας την Ισπανία σε μια ομάδα αντιπαθή.

Τα χρόνια πέρασαν, η Ισπανία μετατράπηκε από καλή ομάδα σε ομάδα θρύλο κατακτώντας τα πάντα στο διάβα της. Παράλληλα, οι Ισπανοί διεθνείς άρχισαν να αποκτούν το σεβασμό των αντιπάλων παικτών και οπαδών αφού τα κατορθώματά τους εντός αγωνιστικού χώρου δε σήκωναν αμφισβήτηση. Αυτό δε συνέβη με όλους, όμως. Ο Ρούντι Φερνάντεθ ίσως να ήταν η αντίθετη περίπτωση που όσο και αν περνούσαν τα χρόνια και όσο περισσότερα κατακτούσε το μέγεθος αντιπάθειας του κοινού μεγάλωνε.

Η αλήθεια είναι πως ο Ρούντι δεν έχει μεγάλο αριθμό haters μόνο στην Ελλάδα αλλά αυτό είναι ένα φαινόμενο διεθνές. Και αυτό είναι εν μέρει παράδοξο γιατί  η πορεία του Ισπανού γκαρντ είναι εντυπωσιακή. Τα στοιχεία του είναι αυτά που θα έκαναν κάθε αθλητή καθολικά αγαπητό αφού κατέκτησε κάθε δυνατό τίτλο που θα μπορούσε τόσο με τη Ρεάλ Μαδρίτης όσο και με την Ισπανία, ήταν απόλυτα πιστός στρατιώτης στην εθνική του ομάδα από τις υποδομές μέχρι και τώρα στα 39 του, πέρασε από το NBA δείχνοντας ότι μπορεί να σταθεί και εκεί και κυρίως τα… έβαλε με το σώμα του καθώς ήταν εμφανές ότι τα τελευταία χρόνια είχε μονίμως τραυματισμούς αλλά πάντα ήταν έτοιμος να «πεθάνει» στο παρκέ.

Ο Ρούντι Φερνάντεθ έχει προσφέρει επώδυνες στιγμές σχεδόν σε κάθε αντίπαλη ομάδα. Απίθανα buzzer beater, όπως αυτό που είχε πετύχει στο ΟΑΚΑ, μεγάλα παιχνίδια μέσα στο ΣΕΦ, ηρωικές άμυνες. Είναι εντυπωσιακό το ότι ποτέ δε μπορούσε κανείς να νοιώθει ότι τον περιόρισε επιθετικά αφού ένα άχαρο πέταγμα της μπάλας από τα 8 μέτρα μπορούσε να βρεθεί στο καλάθι ανά πάσα στιγμή. Είναι, όμως, αυτό αρκετό για να παράγει τόσους haters; Εξάλλου έκανε τη δουλειά του και την έκανε καλά για την ομάδα του.

Υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις που κανείς μπορούσε να δει τον Φερντάντεθ να χαμογελάει. Ίσως σε κάποιες απονομές ή και σε κάποιες πολύ μεγάλες νίκες της Ρεάλ και της εθνικής Ισπανίας. Αλλά το χαρακτηριστικό του γνώρισμα ήταν πως μπορούσε να εκνευρίσει κάθε αντίπαλο παίκτη ή οπαδό με αυτό το βλέμμα απάθειας και ειρωνείας. Έκανε τα πάντα για τη νίκη, για την άμυνα, για ένα κερδισμένο φάουλ ή μία κερδισμένη κατοχή. Αντιδράσεις που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όρια του unfair και που συχνά χαρακτηρίζοντας από γραφικότητα. Βέβαια, αυτό, από την άλλη, τον έκανε μυθική μορφή για τις ομάδες του για τις οποίες έκανε τα πάντα.

Το ελληνικό κοινό ίσως δε του συγχώρεσε ποτέ εκείνη τη «θεατρική» παράσταση στο Ευρωμπάσκετ του 2007 ξεχνώντας ωστόσο ότι από τότε μέχρι και σήμερα τα καθαρά αγωνιστικά του πεπραγμένα τον κατατάσσουν σε μια κατηγορία παικτών που συναντάμε πολύ πολύ σπάνια. Το ότι οι haters τον αντιπαθούσαν με όλη τους την ψυχή δεν αναιρεί το γεγονός ότι θα τους λείψει όσο κανένας άλλος. Αυτή η απουσία δημιουργεί ένα απέραντο κενό καθώς ο Ρούντι, ακόμα και τα τελευταία χρόνια που δεν ήταν βασικό κομμάτι του ροτέισον στη Ρεάλ και την Ισπανία, ήταν ένα μεγάλο κίνητρο για την αντίπαλη πλευρά. Όλοι ήθελαν να τον κερδίσουν και ακόμα περισσότερο οι αντίπαλοι οπαδοί. Να τον κερδίσουν και να του… βγάλουν γλώσσα παίρνοντας μια εκδίκηση για όσες φορές τους έχει πληγώσει και τους έχει ειρωνευτεί. Η αλήθεια είναι μία. Ο Ρούντι ήταν παικτάρα από τις λίγες και όσο τον αντιπαθήσαμε άλλο τόσο θα μας λείψει.

Το απέραντο κενό της μοναξιάς