MENU
Χρόνος ανάγνωσης 18’

Πόσο αντέχεις να είσαι ποδοσφαιριστής;

0

Το δυσκολότερο με το θέμα που διαβάζεις ήταν να το «χωρέσω» σε έναν τίτλο. Κι αυτό γιατί δεν ήξερα τι να πρωτογράψω, τι απ' όλα να καλύψω τώρα στην αρχή, πώς να τα δώσω και πώς να κάνω τα επιχειρήματα μου πιστευτά. Αυτό που ήξερα, πάντως, είναι το πώς θα καταλήξω. Δεν θα καταλήξω. Θα υπάρξει και συνέχεια. Γιατί και η θέση του ποδοσφαιριστή στην κοινωνία μας δεν οριοθετείται, χάρη και στην (α)παρεμβατικότητα της Πολιτείας. Αν ξεκινήσεις να γράφεις, το κουβάρι που θα ξετυλίξεις δε φτάνει για ένα κείμενο. Τα πρόσωπα που παίρνουν βήμα αξίζουν το καθένα από ένα άρθρο, όχι μια ατάκα, να γίνει η δουλειά, να κλείσω τον υπολογιστή και να κάτσω να δω κανά παιχνίδι, απαιτώντας ξανά πράγματα εκτός πραγματικότητας από τους πρωταγωνιστές του αγαπημένου μας αθλήματος.

Του αγαπημένου μας αθλήματος. Πόσο το αγαπάμε; Αυτό ίσως το αγαπάμε πολύ, αλλά αυτούς που παίζουν υποθέτω πως τους μισούμε, αν κρίνω από τη στάση μας ως κοινωνία. Τα πράγματα δεν είναι, όμως, τόσο απλά...

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΕΧΩ VS ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΣΟ ΑΝΤΕΧΩ

Η Βάσω η Πρεβεζιάνου σκεφτόταν τα ίδια όταν, μετά τον θάνατο του Νίκου Τσουμάνη, έγραφε ότι δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το πρόβλημα του ποδοσφαιριστή σήμερα, γιατί λάμπουν τόσο πολύ οι μεγάλοι σταρ στις οθόνες μας, που αυτομάτως θεωρούμε πως ο κλάδος ολόκληρος πηγαίνει προπόνηση το πρωί και το απόγευμα μετρά τα χρήματα στον λογαριασμό του: από τον Λίο Μέσι της Παρί Σεν Ζερμέν στη Ligue A, ως τον Στέλιο Τσουκάνη του Μακεδονικού στη Γ' Εθνική.

«Υπήρχαν τέσσερις ποδοσφαιριστές, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί να έχουν τα ρούχα και τα πράγματά τους σε τρία αυτοκίνητα και να κοιμούνται στο τέταρτο. Πώς αυτή η ομάδα ήταν στην Super League 2 και οι παίκτες κοιμόντουσαν στα αυτοκίνητα; Πώς να αποδώσουν αυτοί οι παίκτες;», αναρωτήθηκε σε πρόσφατη συνέντευξη του στη «Sportday» ο Παναγιώτης Κόρμπος

«Σε άλλη περίπτωση», συνέχισε ο πρώην πρόεδρος του ΠΣΑΠ και νυν ποδοσφαιριστής στον Κυπάρισσο Αντίκυρας, «υπήρξαν ποδοσφαιριστές που γυρνούσαν στα σπίτια τους και έβρισκαν τα πράγματά τους στο δρόμο, γιατί η ομάδα δεν είχε πληρώσει τα ενοίκια. Υπήρχαν ποδοσφαιριστές που ζούσαν χωρίς ρεύμα, γιατί δεν το είχε πληρώσει η ομάδα ή γιατί δεν είχαν οι ίδιοι λεφτά επειδή ήταν απλήρωτοι. Όλα αυτά χωρίς να πιάσουμε το θέμα της ασφάλειας των παικτών και των οικογενειών τους. Πόσα περιστατικά υπάρχουν επειδή δεν πληρώθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές. [...] Αρκετοί ποδοσφαιριστές πήγαιναν στο νοσοκομείο για να χειρουργηθούν και μετά τα νοσοκομεία τους “κυνηγούσαν”. Γιατί κανείς δεν πλήρωνε. Ούτε οι ομάδες, ούτε η Super League 2 και τώρα αρκετά παιδιά είναι στα δικαστήρια και σε κάποιους έχουν γίνει κατασχέσεις στα σπίτια τους και γενικά σε ότι έχουν στο όνομά τους». Αυτό ο Μέσι δεν μπορεί να το δει ούτε στο βραδινό του όνειρο, ως αποτέλεσμα υποσυνείδητων πρωινών σκέψεων.

Το οικονομικό δεν είναι το μόνο πρόβλημα για τους ποδοσφαιριστές-θύματα. Οι τυχεροί τη γλυτώνουν με αλλαγή επαγγέλματος, άλλοι αρχίζουν να βαραίνουν ψυχολογικά και άλλοι δεν είναι εδώ για να πουν τι ένιωσαν. Ο Χρήστος Μπούρμπος είχε προμηνύσει σε δημόσια δήλωση του στο ραδιοφωνικό «Metropolis» ότι «θα έχουμε αυτοκτονίες» και μας εξηγεί αν η ατάκα ειπώθηκε τυχαία, από υπερβάλοντα ζήλο ή αν είχε κατά νου συγκεκριμένες περιπτώσεις: «Είπα την πραγματικότητα. Είδα παιδιά απεγνωσμένα, να ψάχνουν δανεικά με καθημερινά τηλέφωνα. Σε όποιον κλάδο και να ήμουν, θα έλεγα το ίδιο. Όταν βλέπεις τον άλλον σε τέτοια απόγνωση, λες ρε θα ξεφύγουν τα πράγματα».

Με μια καριέρα γεμάτη γήπεδα, αγώνες, συλλόγους, συμπαίκτες, οι δύο άνδρες γνώρισαν εις βάθος την κακή πλευρά του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Οι πενηχροί μισθοί και κυρίως η μη καταβολή μισθών (είτε μικρών είτε πλουσιοπάροχων στα γραμμένα του συμβολαίου), ως πρακτική που συνηθίζεται στην πλειονότητα των συλλόγων σε εθνικό επίπεδο, μετατρέπει σταδιακά το πρόβλημα από αμιγώς επαγγελατικό σε κοινωνικό. Ο ποδοσφαιριστής, ο επαγγελματίας αυτού του ιδιαίτερου κλάδου με χρονικό εργασιακό περιθώριο τα 20 περίπου χρόνια, φτάνει στα 36-40 και βρίσκεται πολύ πίσω από συνομηλίκους εργαζομένους σε διάφορους κλάδους. Διότι στις περισσότερες περιπτώσεις ο ποδοσφαιριστής θα χρειαστεί να ξεκινήσει και πάλι από την αρχή, μιας και ξόδεψε 20 χρόνια χωρίς να κάνει αποταμίευση (αν ήταν τυχερός και τουλάχιστον έβγαζε τα έξοδα του) και επιπλέον χωρίς βάσεις για να συνεχίσει επαγγελματικά εντός του κλάδου (μιας και ως χώρα είμαστε πολύ πίσω και στις περιφερειακές θέσεις εργασίας στο ποδόσφαιρο, απαρνούμενοι την τεχνολογία, το έξωθεν know-how και τις πρακτικές που αποδίδουν στην Ευρώπη αλλά όχι στη χώρα που «ξέρει καλύτερα»).

Και το πρόβλημα διευρύνεται καθώς 7/10 ποδοσφαιριστές δεν γνωρίζουν τι επάγγελμα θα ακολουθήσουν μετά την αθλητική τους καριέρα. «Ας κανόνιζαν με παράλληλες σπουδές ή κατάρτιση, όσο έπαιζαν μπάλα», θα απαντήσεις αυθόρμητα. Αλλά σε προκαλώ να ξανασκεφτείς πόσο εύκολο μοιάζει κάτι τέτοιο στον εργασιακό χώρο που, όταν η ομάδα σου δε σε πληρώνει, μοναδική λύση μοιάζει το να δουλέψεις ακόμη περισσότερο μήπως και καταφέρεις να σπάσεις το «φράγμα» της επιβίωσης κερδίζοντας μεταγραφή σε έναν σοβαρό σύλλογο. Πώς να σκεφτείς το επόμενο βήμα, τις κινήσεις που θα κάνεις σε 10-15 χρόνια, όταν το σήμερα σου λέει «κάνε περισσότερα στο ποδόσφαιρο ή θα πεινάσεις/συνθλίψεις την ψυχή σου/αυτοκτονήσεις»; Το 18% των ερωτηθέντων στην έρευνα «Mind The Gap» του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών παραδέχτηκε ότι «δεν έχει ιδέα» τι θα κάνει μετά τα 35. Και ένα - πιο ντροπαλό για να παραδεχτεί την αλήθεια ίσως - 49% είπε ότι έχει «κάποιες κλίσεις και ενδιαφέρονται» αλλά ότι δεν ξέρει ξεκάθαρα με τι θα ασχοληθεί.

«Και γιατί να ασχοληθούμε εμείς με τον ποδοσφαιριστή ρε Γιαμπολδάκη; Ας πάει στα δικαστήρια!». Πήγαν. Και δικαιώθηκαν. 1.500 ποδοσφαιριστές έχουν σήμερα τελεσίδικες αποφάσεις στα χέρια τους, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο πρόεδρος του ΠΣΑΠΠ, Γιώργος Μπαντής, στον «αέρα» του «Κόσμου των Σπορ» και στον Πάνο Μπλέτσο. Φυσικά ο Σύνδεσμος μετέφερε την πληροφορία και στον Υφυπουργό και στον Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού, κ. Αυγενάκη και κ. Μαυρωτά. Εκατομμύρια ευρώ νεφελοδρομούν κάπου στην ατμόσφαιρα του ελληνικού ποδοσφαίρου και περιμένουν να κατεπέσουν στους δικαιούχους ποδοσφαιριστές. Σύλλογοι ξεγλυστρούν αλλάζοντας διοικήσεις, ΑΦΜ, την ηθική όπως την ξέρουμε. Τελεσίδικες αποφάσεις από τρεις ομάδες είχε στα χέρια του και ο Νίκος Τσουμάνης, τα οικονομικά βάρη του οποίου φαίνεται πως τον εξώθησαν στην μοιραία απόφαση να αφήσει οικογένεια και φίλους. «Ένας ξένος θα πάρει τα λεφτά του και μάλιστα έντοκα. Ο Έλληνας όχι!», μας λέει με θυμό ο Χρήστος Μπούρμπος. Τα ίδια ακούγονται και στον αέρα της ΕΡΤ 3 από τον Γιώργο Μπαντή και διαγράφουν μια θλιβερή πραγματικότητα. Η FIFA (CAS) δικαιώνει τον ξένο, ο Έλληνας δεν έχει νομική οδό δικαίωσης. «Να δωθεί λύση έστω στα τρέχοντα, όχι στα προηγούμενα», καλεί με αγωνία ο Μπούρμπος.

Με τα προηγούμενα (για το 2015-2020) ασχολήθηκε η FIFA, σε συνεργασία με τη FIFPro, σε μια μεγάλη πρωτοβουλία να ενισχύσει παγκοσμίως ποδοφαιριστές που έχουν μείνει απλήρωτοι από συλλόγους που χρεοκόπησαν, εξαφανίστηκαν, αγνοούνται (50 σύλλογοι σε 20 χώρες σε αυτήν την πενταετία). Λειτουργώντας με σπουδαία αντανακλαστικά, ο ΠΣΑΠΠ τότε ενημέρωσε τους πάντες και - δυστυχώς ή ευτυχώς - έφερε την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις: πρώτη σε συνολικές αιτήσεις (περίπου 1400), πρώτη σε συνολικές αιτήσεις που έγιναν αποδεκτές (291), πρώτη σε συνολικά εκατομμύρια ευρώ που αποδόθηκαν τους δικαιούχους μια χώρας μέλος της FIFPro (μέλη του ΠΣΑΠΠ πήραν περίπου το 1/3 των χρημάτων που διέθεσε παγκοσμίως στην πρωτοβουλία αυτή η FIFA).

Επιστρέφω στον Στέλιο Τσουκάνη - δεν ήταν τυχαία η αναφορά  - με τον οποίο συνομίλησα σε ένα επεισόδιο του Podcast «Αποδυτήρια» του Repress. Ο πρώτος σκόρερ του Μακεδονικού τα τελευταία τέσσερα χρόνια στη Γ' Εθνική, ένας εκ των 291 Ελλήνων δικαιούχων του FIFA Fund, έζησε δύο διαδοχικές χρεοκοπίες ομάδων, πρώτα με τη Νίκη Βόλου και έπειτα με τον ΟΦΗ, ασχολούμενος τελικά με υδραυλικές εργασίες στο πλάι του πατέρα του, μέχρι να βρει ξανά ομάδα και να επιστρέψει στη δράση. «Τα οικονομικά μου ήταν χάλια, δεν υπήρχε η ανάλογη οικονομική δυνατότητα για να κάνω ατομικές προπονήσεις και να διατηρηθώ σε ένα υψηλό επίπεδο. Και παρόλα αυτά υπήρξε ένας άνθρωπος - που του χρωστάω πολλά - ο οποίος μου έκανε τις ατομικές μου δωρέαν, ήταν κοντά και η οικογένεια μου και προσπαθήσαμε να κάνουμε τα πάντα». Ο Στέλιος υπήρξε τυχερός, ενώ μέσω του online Academy του FIFPro βρήκε την ευκαιρία για σπουδές στο Sports Management, βάζοντας τις βάσεις για το μέλλον μετά το ποδόσφαιρο μετά το σοκ που υπέστη.

Μακεδονικός - Ποσειδώνας Μηχανιώνας: Πριν τη σέντρα, ως αρχηγός του Μακεδονικού, ο Στέλιος Τσουκάνης αφήνει ένα λευκό τριαντάφυλλο πάνω στη φανέλα του μέχρι πρότινος συμπαίκτη του στα πράσινα, Νίκου Τσουμάνη, τιμώντας τη μνήμη του.

 

ΜΑ, ΠΟΙΟΣ ΕΠΕΤΡΕΨΕ ΝΑ ΦΤΑΣΟΥΜΕ ΕΔΩ;

Η Πολιτεία δεν είχε ανάγκη κανέναν ποδοσφαιριστάκο, ποτέ. Αν κάποτε η Εθνική τύχει και πάρει το EURO ή ο Τσιμίκας μπει βασικός στο Άνφιλντ, οι αιρετοί (και μη) άρχοντες του τόπου θα διοργανώσουν ομαδική ευλογία... γεννιάδας. Ως τότε, προέχει η συνεργασία με αυτούς που πραγματικά έχουν ενδιαφέρον για τους εκάστοτε διοικούντες: τα μεγάλα κεφάλια της οικονομίας, των επενδύσεων, του προσκηνίου ή και του παρασκηνίου, δηλαδή αυτούς στους οποίους ανήκουν οι ποδοσφαιριστές. Κι αν αυτοί τύχει να έχουν χρέη, η Πολιτεία ανέκαθεν έκανε μεγάλες προσπάθειες να τα περιορίσει ή και να τα σβήσει. Ή έκανε προσπάθειες να μην τα... βλέπει, αφού κανείς δεν θέλησε ποτέ να αναλάβει το πολιτικό κόστος.

Εκούσια ή ακούσια, ο Ευάγγελος Βενιζέλος άνοιξε το 2001 ένα νομοθετικό παράθυρο χάρη στο οποίο διαγράφηκαν αμύθητα ποσά - χρέη αθλητικών εταιριών. Λίγα χρόνια αργότερα ανακαλύπτεται το άρθρο 44 ενός νόμου που κρατούσε από το 1990, ώστε κι άλλοι να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους με γενναίο «κούρεμα» απλά και μόνο διά της απόφασης να «κουρέψουν», πάντοτε με τις ευλογίες του Δημοσίου ως πιστωτής των περισσοτέρων. Ο νόμος Ορφανού και οι συμπληρωματικές ρυθμίσεις αυτού, έπειτα,χαρίζουν κι άλλα λεφτά στον «αέρα». Κι όταν πια το κράτος δεν άντεχε να βάζει πλάτη (οικονομική κρίση), τότε άρχισαν και τα πρώτα ξεχρεώματα με το κόστος του υποβιβασμού. Αλλά ήδη τα ποσά που είχαν εξανεμιστεί ως τότε προκαλούν ζάλη και θυμό. Πολλά χρόνια μετά, και αυτοκτονίες.

«Όλοι. Η Πολιτεία, η Δικαιοσύνη, ο Αυγενάκης αδιαφορεί, η ΕΠΟ, όλοι... Υποτίθεται ότι η ΕΠΟ είναι και ανεξάρτητη!», μας απαντά ο Χρήστος Μπούρμπος όταν του ζητάμε να μας εξηγήσει ποιοι είναι κατ' αυτόν οι ηθικοί αυτουργοί για τον χαμό του Τσουμάνη, μιας και δημόσια είχε εκφράσει την άποψη ότι υπάρχουν θεσμοί και όργανα που ευθύνονται για την τραγική κατάληξη του πρώην συμπαίκτη και φίλου του.

Όλο αυτό το μακροχρόνιο γαϊτανάκι πολιτικής αδράνειας, πολιτικών σκοπιμοτήτων, οικονομικοπολιτικών παιχνιδιών μεταξύ Δημοσίου και παραγόντων, πολιτικής δράσης προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης, είχε και την πλευρά των θυμάτων, βεβαίως. Και αν ως πολίτες δεν ξυπνάμε με τη σκέψη ότι το μεγάλο φαγοπότι στο Ποδόσφαιρο έχει σημαντικό μερίδιο στη ζημίωση των κρατικών ταμείων, ο κλάδος των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών ξέρει πολύ καλά ποιο ήταν το κόστος για τη δική του τσέπη.

Σε αυτές τις συνθήκες, το παράβολο της προσφυγής ενός ποδοσφαιριστή στα δικαστήρια της ΕΠΟ... διπλασιάστηκε (!), με τον Υφυπουργό κ. Αυγενάκη να σφυρίζει αδιάφορα προς πάσα άλλη κατεύθυνση πλην αυτής από την οποία ακούγονται οι φωνές του ΠΣΑΠΠ. Σε κάθε κλήση του Συνδέσμου, ο Υφυπουργός δηλώνει αναρμόδιος να προχωρήσει σε αλλαγές. Τουλάχιστον, «δηλώνει». Γιατί στα «παρακάλια» των FIFA/UEFA που του στέλνουν επιστολές υπενθυμίζοντας ότι είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν για να μιλήσουν για το μέλλον του ελληνικού ποδοσφαίρου και το νέο αθλητικό νόμο, δεν κάνει καν τον κόπο να απαντήσει.

ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΣΩΘΕΙ Ο ΚΛΑΔΟΣ;

Ο λαός δε γράφει τους νόμους. Επομένως, κάθε αλλαγή, προϋποθέτει την πολιτική βούληση. Α, ναι, ξέχασα: ενδεχομένως να αλλάξει η ηθική των παραγόντων/ιδιοκτητών ομάδων, αλλά, μεταξύ μας, ας επιστρέψουμε στη συζήτηση περί πολιτικής βούλησης.

Μια σκέψη που έκανα συχνά όσο είχα μπροστά μου τα δεδομένα για αυτό το άρθρο είναι γιατί στο διάολο κινητοποιήθηκε τόσος κόσμος για τους διανομείς του efood και για τους λιμενεργάτες στον Πειραιά, αλλά δεν κινητοποιείται για το ποδόσφαιρο που τόσο εξαγγέλει πως αγαπά. Στους δύο πρώτους κλάδους η κινητοποίηση έφερε αλλαγές, σώζοντας το εργασιακό καθεστώς των διανομέων και οδηγώντας στην υπογραφή νέων συλλογικών συμβάσεων για τους λιμενεργάτες. Που είναι ο κόσμος που θα σώσει τον ποδοσφαιριστή απαιτώντας άμεσες πολιτικές παρεμβάσεις που θα διαμορφώσουν αυστηρό πλαίσιο προστασίας του αθλήματος; Είχε δίκιο η δικιά μας, Βάσω Πρεβεζιάνου...

Ο εκπρόσωπος των ποδοσφαιριστών, ο ΠΣΑΠΠ, πραγματοποιεί συναντήσεις και προτείνει λύσεις στους αρμόδιους - με την υποσημείωση ότι εκείνοι αρνούνται την αρμοδιότητα τους όπως προανέφερα - και στα κόμματα της αντιπολίτευσης από τα οποία ζητά υποστήριξη, όμως συνήθως συναντά τοίχο. Ο νυν πρόεδρος του Συνδέσμου, Γιώργος Μπαντής, αναφέρεται στην ανάγκη για διεκδικήσεις σε κάθε του δημόσια τοποθέτηση. Στο ίδιο επεισόδιο podcast που μου είχε μιλήσει ο Τσουκάνης, ο Μπαντής αναφέρθηκε σε κινήσεις που μπορούν να δώσουν λύση: ο «νόμος Κοντονή», όπως τροποποιήθηκε από τον κ. Βασιλειάδη, προβλέπει ότι όποια ομάδα υποβιβαστεί (χρεοκοπημένη) μετά το 2016 και προβιβαστεί στις επαγγελματικές κατηγορίες, θα αναλάβει ως διάδοχος ΠΑΕ το 50% των χρεών προς τους παλιούς ποδοσφαιριστές της. «Γιατί όχι το 100%, είναι το απλό μας ερώτημα», μου τόνιζε ο Γιώργος Μπαντής, πριν θυμηθεί το κυπριακό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο αν μια ομάδα έχει για περισσότερες από 60 ημέρες απλήρωτο έναν ποδοσφαιριστή, αυτομάτως τιμωρείται με αφαίρεση βαθμών.

Στο θέμα των προσφυγών, ο Χρήστος Μπούρμπος μάς τονίζει ότι ο ΠΣΑΠΠ ίσως να πρέπει να αναλάβει με δικά του έξοδα να φτάσουν οι αδικημένοι Έλληνες ποδοσφαιριστές στα διεθνή δικαστήρια. «Η FIFA είναι αυτοδιοίκητο, δεν εξαρτάται από κανέναν», σημειώνει με υπονοούμενο από την άλλη γραμμή του ακουστικού.

Αξίζει, πάντως, να δώσουμε προσοχή και στη δήλωση του Κώστα Χατζή, του επί 17 χρόνια ποδοσφαιριστή στα γήπεδα της Β' Εθνικής. Μιλώντας στο ραδιοφωνικό «Metropolis» για τις σημερινές συνθήκες του επαγγελματία ποδοσφαιριστή, ο αρχηγός του Απόλλωνα Λάρισας τόνισε: «πέρα από τέσσερις ομάδες, όλοι οι υπόλοιποι είναι απλήρωτοι. Σε αυτό δίνω ένα δίκιο τους προέδρους γιατί έχουν βάλει λεφτά και δεν έχουν έσοδα από πουθενά». Στις εποχές της κρίσης, οι μικρές ομάδες έλαβαν ελάχιστη στήριξη από την πολιτεία, με τη Δημόσια Τηλεόραση συχνά απούσα, τις χορηγίες ιχνές και με το ποδόφαιρο μόλις πρόσφατα να συνειδητοποιεί την αδράνεια των προηγούμενων χρόνων κατά τα οποία δεν αξίωσε ποτέ ποσοστό από τις στοιχηματικές εταιρίες που κάνουν πάρτι χρησιμοποιώντας το.

«ΑΝ ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ, ΘΑ ΜΕΙΩΘΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΛΑΘΗ»

Διάφοροι άνθρωποι και συνάδελφοι «τρίκλιζαν» το μυαλό μου ότι το θέμα Τσουμάνη δεν πρέπει να «χρησιμοποιηθεί» για να ξεκινήσουν δακρύβρεχτες καμπάνιες για τους αθλητές που μένουν απλήρωτοι. Κάποιοι υπονόησαν ότι ο εκλιπών είχε χρέη λόγω «κακών συνηθειών», «λαθών». Παρότι, φυσικά, δεν είχε πέσει κάτι τέτοιο στην υπόληψη του για τον φίλο του, ο Χρήστος Μπούρμπος μου το εξηγεί όσο απλούστερα γινόταν και υιοθετώ την απάντηση του: «Αν πληρώνονται, θα μειωθούν και τα λάθη». Όταν μου έλεγε αυτήν την ατάκα ο Χρήστος, δεν γνώριζε ότι θα τη χρησιμοποιούσα και στο τελευταίο θέμα του άρθρου: συνδέεται η χειραγώγηση αγώνων με τους απλήρωτους ποδοσφαιριστές;

Σύμφωνα με τη Sportradar, από την έναρξη της πανδημίας του κορωνοϊού κι έπειτα, εντοπίστηκαν πάνω από 500 στημένα παιχνίδια στο ποδόσφαιρο, με το 40% εξ αυτών να αφορούν αγώνες τρίτης κατηγορίας και κάτω, ως το επίπεδο των Νέων! Ποιο στοιχείο συγκεκριμένα, όμως, αφορά τη συζήτηση μας; Ότι 8/10 περιπτώσεις χειραγώγησης αγώνων έχουν οικονομικά - στοιχηματικά κίνητρα. Όσοι χειραγωγούν αγώνες, δηλαδή, το κάνουν για τα χρήματα και όχι για βαθμολογικό όφελος της ομάδας τους. Όταν δεν έχεις να πληρώσεις το ρεύμα ή το ενοίκια, λίγο σε νοιάζει αν η ομάδα πέφτει κατηγορία. Προσπάθησα να λάβω μια απάντηση από την ίδια τη Sportradar, περισσότερο προς επιβεβαίωση της άποψης - από την εμπειρία τους στο χώρο - ότι όσο πιο... απλήρωτος, τόσο πιθανότερο να εμπλακεί κανείς ενεργά σε χειραγωγημένο αγώνα, όμως δυστυχώς η εταιρία δεν ανταποκρίθηκε στο απλό μου ερώτημα. Τα δεδομένα, πάντως, αναγιγνώσκονται με ευκολία.

Η χειραγώγηση αγώνων δεν μοιάζει πια με επιλογή, αλλά με συνέπεια. Είναι το αποτέλεσμα ενός συνόλου συνθηκών που φέρνουν τον ποδοσφαιριστή στα όρια της επιβίωσης. Δεν μιλάμε πια για το όνειρο, δε μιλάμε για τον στόχο, δεν μιλάμε καν για τον επόμενο μήνα. Μιλάμε για το αν αντέχεις απόψε, αν τη βγάζεις μέχρι αύριο. Και τα λόγια αυτά δεν είναι υπερβολές. Το ποδόσφαιρο σήμερα είναι αυτό, όσο εμείς από τον καναπέ μας θεωρούμε ότι κανείς ποδοσφαιριστής ποτέ δεν θα «ξεπέσει», μέσα σε αυτόν τον λαμπρό αθλητικό κόσμο. Κι αν το κάνει, θα φταίει αυτός. Όπως φταίει που «έστησε» παιχνίδι, όπως φταίει που δεν είχε δύναμη για το σπριντ και για την κακή του πάσα. Πόσες καλές πάσες θα έκανες εσύ με 400 ευρώ; Πόσες αν δεν τα έπαιρνες ποτέ;

Στο ζήτημα της χειραγώγησης αγώνων, πάντως, η Πολιτεία έδειξε τα αντανακλαστικά της, με την δημιουργία της πλατφόρμας ΕΠΑΘΛΑ (Εθνική Πλατφόρμα ΑΘΛητικής Ακεραιότητας), που προέκυψε από τη συμμετοχή της χώρας στη σύμβαση Macolin του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Το μεγάλο πλεονέκτημα της πλατφόρμας σε σχέση με πρακτικές του παρελθόντος - και στο οποίο βασίζονται οι ελπίδες ότι η ΕΠΑΘΛΑ μπορεί να αλλάξει το τοπίο γύρω από τα στημένα παιχνίδια - είναι η συνεργασία όλων των αρμοδίων φορέων και προσώπων στη διαδικασία επαλήθευσης στοιχείων από καταγγελίες. Δεν ασχολείται ένας φορέας ή ένα όργανο, που μπορεί και να... ξεχάσει να ασχοληθεί. Αντιθέτως, όλη η «αφρόκρεμα» της παρακολούθησης του συγκεκριμένου ζητήματος βρίκεται πάνω από κάθε εισερχόμενη καταγγελία. Ο Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού, κ. Γιώργος Μαυρωτάς, μας εξηγεί τη μορφή και την ποιότητα αυτής της συνεργασίας:

«Αυτό είναι και το κενό που ήρθε να καλύψει η Σύμβαση Macolin, αναγνωρίζοντας ότι το αθλητικό κίνημα από μόνο του δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την απειλή της χειραγώγησης των αγώνων και χρειάζονται συνέργειες με τις κατάλληλες δημόσιες αρχές. Η συνεργασία μας με την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, την Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, την Ελληνική Αστυνομία και τον Αθλητικό Εισαγγελέα είναι άψογη και κατά τη γνώμη μου είναι πρότυπο συνεργασίας δημοσίων αρχών. Όπως επίσης και η συνεργασία αυτού του πυρήνα της ΕΠΑΘΛΑ με τους εκπροσώπους του αθλητικού κινήματος, ΕΟΕ, ενώσεις παικτών, προπονητών, διαιτητών, ομοσπονδιών και των εταιριών στοιχηματισμού που είναι ουσιαστικά συμπαίκτες στο όλο εγχείρημα, είναι εξαιρετική».

Εκτός από τις αναφορές-καταγγελίες εταιριών προς την πλατφόρμα, μπαίνοντας στην ιστοσελίδα της ΕΠΑΘΛΑ, μπορεί ο οποιοδήποτε, παράγοντας, προπονητής, συνεργάτης, ποδοσφαιριστής, φίλαθλος, να καταγγείλει επώνυμα ή ανώνυμα ένα παιχνίδι ως ύποπτο για χειραγώγηση, συνοδεύοντας την καταγγελία με πιθανό οπτικοακουστικό υλικό που τη στηρίζει. Το ίδιο προσφέρει και η εφαρμογή match fixing «Red Button». Πλέον, δηλαδή, δεν υπάρχουν δικαιολογίες για όλους όσους ισχυρίζονται πως αγαπούν το άθλημα και είναι πρόθυμοι να το αλλάξουν. Ένα «κουμπί», η εύκολη υποβολή μιας καταγγελίας, είναι στο κινητό μας. «Όλα αυτά, ο συνδυασμός δηλαδή αναφορών από τις εξειδικευμένες εταιρίες, μαζί με άλλες πληροφορίες που μπορεί να προέρχονται από άλλα κανάλια όπως οι πλατφόρμες αναφορών, βοηθούν στο να αξιολογούνται και να "δένονται" καλύτερα οι όποιες ύποπτες υποθέσεις», εξηγεί ο κ. Μαυρωτάς στο SDNA.

Η ΕΠΑΘΛΑ ολοκλήρωσε τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της, κυρίως με καμπάνιες ενημέρωσης στους πρωταγωνιστές του αθλήματος αλλά και σταδιακά προς όλο το κοινό, πραγματοποιώντας την πρώτη της αξιολόγηση μέσα στον Δεκέμβριο. Στην ερώτηση μας για το αν υπάρχουν κάποια πρώτα αποτελέσματα που μπορεί να «διαφημίζει» η πλατφόρμα, ο κ. Μαυρωτάς απαντά: 

«Ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα της δουλειάς της ΕΠΑΘΛΑ είναι τα όρια στοιχηματισμού που τέθηκαν προληπτικά στην Super League 2 εξαιτίας της αξιολόγησης που είχε η συγκεκριμένη κατηγορία με βάση τον αριθμό και το περιεχόμενο των αναφορών που είχαν υποβληθεί από την Sport Radar. Για την πορεία των υποθέσεων της ΕΠΑΘΛΑ που έχουν διαβιβαστεί μετά την αξιολόγηση για πειθαρχική ή ποινική διερεύνηση, δεν μπορώ να δώσω περισσότερες πληροφορίες. Πάντως οι όποιες αναφορές - καταγγελίες στην πλατφόρμα αναφορών συνήθως δρουν επικουρικά, ενώ η σημαντικότητά τους αυξάνεται εάν αφορούν σε επερχόμενα παιχνίδια και όχι παιχνίδια που έχουν ήδη γίνει, όπως είναι οι αναφορές από την Sport Radar».

Η ΕΠΑΘΛΑ αποτελεί παράδειγμα ότι η συνειδητοποίηση ενός προβλήματος με καθαρή εικόνα και η πολιτική βούληση είναι αυτές που μπορούν να αλλάξουν το τοπίο. Τι μας απαγορεύει από το να βάλουμε την πολιτική μας βούληση και στα χωράφια των χρεών των ΠΑΕ, των οφειλών, των προσφυγών, της επιβίωσης των πρωταγωνιστών μας;

ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΣΥΧΝΑ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Ζούμε στην ίδια κοινωνία. Είναι συμπολίτες μας με μόνη διαφορά - δυστυχώς μάλλον διαστρεβλωτική των εντυπώσεων - ότι βγαίνουν πολύ συχνά στην τηλεόραση. Το να παίζεις ποδόσφαιρο δε σε κάνει αυτόματα πλούσιο, ούτε καν ευ διάγοντα. Αντιθέτως, η πραγματικότητα έχει δείξει ότι οι ηλίθιοι ονειρεύονται να παίξουν ποδόσφαιρο. Ή, να το θέσω κάπως ορθότερα, τα παιδιά ονειρεύονται να παίξουν ποδόσφαιρο και οι ηλίθιοι δεν αποσύρονται.

Ο ποδοσφαιριστής χρειάζεται τη στήριξη της κοινωνίας. Δε θα πω να μην τους βρίζεις στο γήπεδο, γιατί ουδέποτε έπιασε αυτή η ευχή. Στήριξη κοινωνική, στο πλαίσιο της αλληλεγγύης. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι εργαζόμενοι, όχι διασκεδαστές. Σε εκείνο το podcast είχα ρωτήσει τον Γιώργο Μπαντή: «Τι απαντάς σε αυτούς που λένε ότι ο τάδε που έκανε προφυγή, ζητώντας τα δεδουλευμένα του, είναι προδότης και δεν αγαπά την ομάδα;». Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ποδοσφαιριστών που έβαλαν τα χεράκια τους και έβγαλαν τα ματάκια των... επόμενων, δηλώνοντας πως «δεν θα ζητήσω τα λεφτά μου φεύγοντας από την ομάδα, γιατί την έχω στην καρδιά μου» και άλλες τέτοιες μπούρδες.

Ήθελα να κλείσω με μήνυμα προς τους αθλητές, τους υπεύθυνους, και προς το κοινό και τους συναδέλφους μου. Ο Γιώργος απάντησε τότε δίνοντας τις γραμμές που καλύπτουν αυτή μου την επιθυμία, ολοκληρώνοντας αυτό το long read και ανοίγοντας το δρόμο για τα επόμενα θέματα στη προσπάθεια μας να αλλάξουμε το καθεστώς για τον ποδοσφαιριστή:

«Πρέπει να κατανοήσουμε όλοι επιτέλους τι είναι το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα και πώς λειτουργεί. Ο ποδοσφαιριστής είναι ένας εργαζόμενος, αμείβεται και βιοπορίζεται από αυτό που κάνει. Και σε καμία των περιπτώσεων, όταν ένας εργαζόμενος διεκδικεί τα χρήματα του - με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμα και με την προσφυγή - δε σημαίνει ότι δεν αγαπά την ομάδα. 

Δεν πρέπει να βάζουμε στο ίδιο καζάνι την ιδεολογία και την αγάπη για την ομάδα με τον επαγγελματισμό. Το ίδιο έχει να κάνει και με τους οπαδούς. Πολλές φορές κι εκείνοι ανέχονται πράγματα που έχουν να κάνουν με την επιχείρηση, με την εταιρία ομάδα, και αφήνουν πίσω την ιδεολογία. Το ίδιο έχει να κάνει και με τους δημοιογράφους. Και, χωρίς να θέλω να πω κάτι γι' αυτούς, αλλά επειδή είναι εκείνοι που μεταφέρουν την είδηση, είναι εκείνοι που βρίσκονται ανάμεσα σε εμάς και το φίλαθλο κοινό, θα πρέπει να είναι πάρα πολύ προσεκτικοί στον τρόπο που χαρακτηρίζουν ή στον τρόπο που σχολιάζουν όχι μόνο τέτοια γεγονότα, αλλά και γενικότερα, στον τρόπο αντιμετώπισης του ίδιου του αθλήματος. [...] Να είστε σίγουροι πως δεν υπάρχει ποδοσφαιριστής, την ώρα που θα μπει στο γήπεδο, είτε είναι πληρωμένος είτε δεν είναι, που δε θα θέλει εκείνη τη στιγμή να κερδίσει».

Πόσο αντέχεις να είσαι ποδοσφαιριστής;