MENU
Χρόνος ανάγνωσης 8’

Απόψε θα σου ορκιστώ πως σ’ αγαπάω…

0

«-Γιατί γελάς παιδί μου;
-Είμαι χαρούμενος.
-Γιατί είσαι χαρούμενος;
-Διότι έχω τη φανέλα της Ρόμα.
-Μα δεν είναι απομίμηση;
-Όχι, μου την έστειλε η θεία μου.
-Κι αν σου πω ότι θα τη φορέσεις για πάνω από 600 φορές;
-Ένα παιχνίδι θα μου ήταν αρκετό.

Βλέποντας αυτή τη φωτογραφία που όλοι ξέρετε, αντιλαμβάνομαι πόσο τυχερός είμαι. Μια τύχη που δεν την πήρα ποτέ ως δεδομένη και για την οποία δεν είμαι ποτέ αρκετά ευγνώμων. Ήταν ένα ταξίδι μακρύ, έντονο, πάντα συνοδευόμενο από την αγάπη γι’ αυτή την ομάδα.

Δεν θέλω να αφήσω αυτή την ευγνωμοσύνη να αιωρείται, διότι ενώ γράφω αυτές τις λέξεις, δεν περνούν από το μυαλό μου αφηρημένες λέξεις, αλλά αναμνήσεις και συναισθήματα, πρόσωπα και φωνές.

Επιτρέψτε μου να ευχαριστήσω όλη τη Ρόμα που γνώρισα:

Την οικογένεια Σένσι, τον πρόεδρο Παλότα.

Όλες τις κυρίες και τους κύριους που εργάστηκαν και εργάζονται στην Τριγκόρια.

Τους προπονητές που με καθοδήγησαν, όλοι μου έμαθαν κάτι σημαντικό ανεξαιρέτως.

Το ιατρικό επιτελείο που με φρόντισε. Ο Νταμιάνο, χωρίς τον οποίο οι εμφανίσεις μου με αυτή τη φανέλα θα ήταν λιγότερες.

Τους συμπαίκτες μου, το πιο κοντινό μέρος της δουλειάς μου: Είναι η οικογένειά μου. Η καθημερινή ζωή στην Τριγκόρια θα μου λείψει περισσότερο.

Τον Μπρούνο, ο οποίος είδε κάτι ειδικό σε εμένα και με πήρε στους νέους. Ήταν εκεί όπου ένα πρωί του Αυγούστου συνάντησα τον Σιμόνε και τον Μάντσο, οι οποίοι μένουν κοντά μου μέχρι τώρα και θα μείνουν για όλη μου τη ζωή.

Ευχαριστώ στον Ντάβιντε, ο οποίος είναι δίπλα μου σε όλη μου τη ζωή.

Ευχαριστώ στον Φραντσέσκο. Το περιβραχιόνιο που μου φόρεσε το πήρα από το χέρι ενός αδερφού, ενός μεγάλου αρχηγού και του πιο απίθανου ποδοσφαιριστή που έχω δει να φορά τη φανέλα αυτής της ομάδας. Δεν τυχαίνει σε όλους να παίξουν σε ηλικία 16 ετών δίπλα στο είδωλό τους.

Παραδίδω το περιβραχιόνιο με σεβασμό στον Αλεσάντρο. Έναν άλλον αδερφό, ο οποίος είμαι σίγουρος ότι είναι αντάξιος να το κάνει.

Ευχαριστώ τον πατέρα μου και την μητέρα μου που μου μετέδωσαν δύο αξίες, οι οποίες είναι κάθε μέρα μαζί μου: Μην κάνετε στους άλλους αυτό που δεν θέλετε να σας κάνουν και να δίνετε ένα χέρι βοήθειας σε όσους αντιμετωπίζουν δυσκολίες.

Ευχαριστώ στην Όστια, τον κόσμο, τη θάλασσά της. Με βοηθήσατε να μεγαλώσω ως παιδί, με συνοδεύσατε ως έφηβο και υποδέχεστε πίσω ως ενήλικο.
Ευχαριστώ ακόμη όσους και όσες με στήριξαν μέσα στους τοίχους του σπιτιού μου: Χωρίς την Γκάια, την Ολίβια, τον Νόα και κυρίως τη Σάρα θα ήμουν ο μισός άνδρας από ό,τι είμαι σήμερα.

Ευχαριστώ στους οπαδούς της Ρόμα, τους δικούς μου οπαδούς. Μπορώ σήμερα να λέω οι δικοί μου επειδή η αγάπη που μου δώσατε μου επέτρεψαν να συνεχίζω να είμαι στο γήπεδο ένας από εσάς.

Είσαστε ο λόγος για τον οποίον τόσες φορές επέλεξα αυτήν την πόλη ξανά και ξανά. Η Κυριακή θα είναι η 616η φορά που παίρνω αυτήν την επιλογή, τη σωστή επιλογή.

Πριν από μερικά χρόνια, η 26η Μάη έγινε μια μέρα που όλοι νομίζαμε ότι δεν θα ήμασταν ικανοί να χαμογελάσουμε ξανά.

Κι εγώ αυτό νόμισα, μέχρι που είδε το τατουάζ ενός οπαδού που έγραφε: 27 Μάη 2013 και ο άνεμος συνεχίζει να πνέει. Δεν γνωρίζω τον ιδιοκτήτη αυτού του ιδιαίτερου τατουάζ, αλλά γνωρίζω ότι αυτός ο άνεμος θα πνέει ξανά αυτήν την 27η Μαΐου.

Δεν ένιωσα ποτέ την επίδρασή σας, όπως την ένιωσα αυτές τις ημέρες. Δεν σας έχω ξαναδεί ποτέ τόσο ενωμένους όπως αυτές τις ημέρες.

Οπότε το πιο μεγάλο δώρο που μπορείτε να μου κάνε είναι να βάλετε στην άκρη το θυμό κι όλοι ενωμένοι να ξεκινήσετε από την αρχή και να στηρίξετε το μοναδικό πράγμα που αγαπάμε, το μοναδικό πράγμα που έρχεται πρώτα από όλους κι από τα πάντα, τη Ρόμα.

Κανείς δεν θα σας αγαπήσει περισσότερο από μένα.

Εις το επανιδείν».

Είναι το γράμμα που έγραψε τον Μάη του 2019, λίγες ώρες πριν μπει για τελευταία φορά στο γήπεδο για να αγωνιστεί με τη φανέλα της Ρόμα. 

 

Η δική του ποδοσφαιρική ζωή έκανε τον κύκλο της στη Ρώμη. Ήταν μεγάλος ακόμα και αν δεν έτυχε της αναγνώρισης που θα άρμοζε σε έναν ποδοσφαιριστή που στάθηκε πάντα αρχηγός, ακόμα κι όταν δεν φορούσε το περιβραχιόνιο, που υπήρξε πατέρας και φίλος για τους συμπαίκτες του, που παρά την… αγριόφατσά του ήταν εκεί για να ηρεμήσει τους άλλους και να βάλει τάξη όταν τα νεύρα ήταν τεντωμένα.

Όσοι γνωρίζουν το ιταλικό ποδόσφαιρο λένε πως ο Ντε Ρόσι είναι η μεγαλύτερη προσωπικότητα που έχει περάσει από τη Ρόμα. Χαρακτήρας ντόμπρος και αυθεντικός, χωρίς δηθενιές και αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι μομφή για τον Τότι. 

«Είχα πάντα απόλυτη συναίσθηση ότι οι επιλογές που αφορούσαν την καριέρα μου ήταν... λανθασμένες σε επαγγελματικό επίπεδο. Από την άλλη, η επιλογή μου ήταν εγωιστική διότι είχα πάντα ανάγκη να φοράω τη φανέλα της Ρόμα. Νιώθω άλλος άνθρωπος όταν φοράω αυτό το έμβλημα. Υπήρξαν στιγμές που έφτασα κοντά στο να φύγω. Και τότε έβγαινα στο γήπεδο και τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα. Κοίταζα γύρω μου και σκεφτόμουν ότι ίσως αυτό να ήταν το τελευταίο παιχνίδι μου στο Ολίμπικο. Και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσα ότι δεν μπορούσα να ζήσω μακριά από τη Ρόμα.Το μόνο πιο έντονο συναίσθημα από την περηφάνια που νιώθεις όταν παίζεις για τη Ρόμα είναι η θλίψη που νιώθεις χωρίς τη Ρόμα».

Έχασε ευκαιρίες επαγγελματικές. Θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Μα πάντα αποφάσιζε να μείνει. Και δεν αρνήθηκε ότι αυτό κάποιες φορές τον πονούσε. Το ερώτημα του ποιος θα ήταν μακριά από τη Ρόμα. Θα γινόταν καλύτερος; Θα ένιωθε κάπου αλλού μια άνευ όρων αγάπη από τους οπαδούς, αυτή που δεν ένιωσε στους «τζιαλορόσι» επειδή εκεί υπήρχε ο Τότι;

«Με πονάει πιο πολύ ξέροντας ότι έχασα την ευκαιρία να ζήσω τις αναμετρήσεις της Ρεάλ Μαδρίτης με τη Μπαρτσελόνα ή να παίξω στην καταπληκτική ατμόσφαιρα των γηπέδων της Πρέμιερ Λιγκ. Σε αυτή την ηλικία, ωστόσο, μπορώ να έχω πια ήσυχη τη συνείδησή μου ότι μπορεί να μην κέρδισα τίτλους ή να μην ταξίδεψα τόσο, αλλά έκανα την επιλογή που έδειχνε η καρδιά μου».

«Είσαι η μοναδική γυναίκα μου, είσαι η μοναδική αγάπη μου» έγραφε το περιβραχιόνιό του...

Δεν έκανε ταξίδια μακρινά, ταξίδεψε μόνο η καρδιά του. Και η ποδοσφαιρική καριέρα του συνοψίζεται σε μερικές αράδες. Γεννήθηκε στη Ρώμη, άρχισε να παίζει ερασιτεχνικά στα 14 του στην Όστια Μάρε, ομάδα στα προάστια της ιταλικής πρωτεύουσας και στα 17 του πήγε στη Ρόμα. Αυτό είναι όλο. Από το 2004 βασικός. Και μετά από 18 χρόνια ήταν πια έτοιμος να φύγει. Καλύτερος νέος ποδοσφαιριστής στη Serie A το 2006 και καλύτερος Ιταλός ποδοσφαιριστής το 2009. Συνολικά και 63 γκολ.

Μετά τη Ρόμα θα μπορούσε να πάει στην Κίνα ή στο MLS, τότε ακόμα η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ δεν ήταν τόσο της… μόδας, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν θα ήταν του γούστου του. Θα μπορούσε να τσεπώσει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ και να περάσει χαλαρά τα τελευταία ποδοσφαιρικά χρόνια του. Και τι έκανε ο Ντε Ρόσι; Πήγε στη Μπόκα Τζούνιορς για να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του!

Αυτός ο Ιταλός, που σε νοοτροπία με λίγους άλλους ποδοσφαιριστές μπορεί να συγκριθεί, δυο όνειρα είχε από την εποχή που ήταν παιδί και άρχισε να κλωτσάει τη μπάλα: τη Ρόμα και τη Μπόκα.

Ποδοσφαιριστής από αυτούς που συνήθως αποκαλούνται παλαιάς κοπής, είδος που όσο τα χρόνια περνούν αρχίζει να εκλείπει.

«Όταν ξεκινούσα πριν από είκοσι χρόνια ήταν όλα διαφορετικά. Η αλήθεια είναι ότι κάποια πράγματα με εκνευρίζουν. Για παράδειγμα, όταν βλέπω να τραβάνε βίντεο για να το ανεβάσουν στο instagram στα αποδυτήρια λίγο πριν από ένα παιχνίδι, θέλω να πάρω ένα μπαστούνι του μπέιζμπολ και να το κοπανήσω στα δόντια τους. Αλλά είναι 18 χρονών και ξέρω ότι σε είκοσι χρόνια θα είναι αυτοί που θα γκρινιάζουν για τους νέους εκείνης της εποχής. Έτσι είναι η ζωή, έτσι θα’ ναι πάντα».

Αυτός ήταν, αυτός είναι. Κι όταν ήρθε η ώρα να αφήσει την Ρόμα, μπροστά του ανοίχτηκαν διάφοροι δρόμοι. Κάπου θα έβρισκε να κολλήσει τα τελευταία ποδοσφαιρικά ένσημα. Θα ήταν μια πολύ εύκολη επιλογή που θα τον έκανε αρκετά πλουσιότερο. Στην τράπεζα. Μα στην καρδιά;

Ο Ντε Ρόσι, στα ποδοσφαιρικά… γεράματά του, αποφάσισε όχι με το μυαλό, αλλά με το συναίσθημα. Και έκανε μια επιλογή εντελώς αντισυμβατική. Σκέφτηκε πως μπορούσε να πραγματοποιήσει ακόμα ένα ποδοσφαιρικό όνειρό του. Κατάλαβε ότι ποτέ δεν είναι αργά, ότι ήταν τυχερός που είχε αυτή την ευκαιρία. Και πήγε στη Μπόκα Τζούνιορς. Η ομάδα της Αργεντινής δεν είχε να του δώσει… παλάτια και λεφτά, αλλά δεν ήταν αυτή η ουσία που έψαχνε ο Ντε Ρόσι.

Πριν από μερικά χρόνια, σε ανύποπτη στιγμή, είχε μιλήσει δημόσια για αυτή τη δεύτερη αγάπη του. «Η καρδιά μου ανήκει στη Ρόμα, αλλά από όταν ήμουν παιδί θαύμαζα τη Μπόκα. Ήταν ο Μαραντόνα, ήταν το γήπεδο, ήταν ο κόσμος».

Ήθελε να μπει στο «Μπομπονέρα» διασχίζοντας το τούνελ, να βγει στον αγωνιστικό χώρο και να νιώσει την ανατριχίλα ακούγοντας τους οπαδούς της ομάδας που ιδρύθηκε από Ιταλούς να φωνάζουν ρυθμικά το όνομά του. Ένας αυθεντικός μονομάχος στην αρένα.

Και το κατάφερε. «Το πιο σημαντικό στη ζωή είναι να μπορείς να εκπληρώνεις τα όνειρά σου. Μπόκα, σε ευχαριστώ» είπε στην παρουσίασή του. 

Κάνοντας μια αναδρομή στα χρόνια που παίζει μπάλα, υπάρχουν δύο περιστατικά που δείχνουν τι άνθρωπος είναι ο Ντε Ρόσι. Κανένα από τα δύο δεν συνέβη εντός γηπέδου...

Τον Μάρτιο του 2016, μετά από μια πρωινή προπόνηση της Ρόμα, πήρε το αυτοκίνητό του και οδήγησε ως τη Φλωρεντία. Ήθελε να είναι παρών στην κηδεία του Πιέτρο Λομπάρντι, ενός ανθρώπου που στάθηκε βράχος στον Ντε Ρόσι και σε άλλους Ιταλούς ποδοσφαιριστές, καθώς ήταν ο φροντιστής της εθνικής ομάδας της χώρας όταν, το 2006, έφτασε στην κατάκτηση του Μουντιάλ.

Ο Ντε Ρόσι οδηγούσε και στη θέση του συνοδηγού είχε ένα κουτί. Μέσα είχε το πιο πολύτιμο τρόπαιο της καριέρας του: το μετάλλιο του παγκόσμιου πρωταθλητή. Στάθηκε σιωπηλός στην κηδεία, στο τέλος πλησίασε το φέρετρο του Λομπάρντι και άφησε μέσα το κουτί.

Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 2016, ο Αλεσάντρο Φλορέντσι έπαθε ρήξη χιαστού σε παιχνίδι κόντρα στη Σασουόλο. Μέσα σε λίγη ώρα ο Ντε Ρόσι όχι μόνο κανόνισε τα θέματα που αφορούσαν την επέμβαση του συμπαίκτη του, αλλά έμεινε δίπλα του στο νοσοκομείο μέχρι το πρωί.

Αν υπήρχαν δυο λέξεις για να τον χαρακτηρίσουν θα ήταν Ρομανίστα και καπιτάνο. H τελευταία σημαία. Τώρα είναι η στιγμή για να γίνει ξανά η έπαρσή της, για να υψωθεί ξανά στον ιστό... 

Απόψε θα σου ορκιστώ πως σ’ αγαπάω…