MENU

Στις 26 Νοεμβρίου θα σβήσει 32 κεράκια στην τούρτα. Δεν τον λες και πιτσιρικά, οδεύει σιγά - σιγά προς το τέλος της καριέρας του.

Προέρχεται από σεζόν που έβαλε 7 γκολ, τα περισσότερα που έβαλε ποτέ του την τελευταία οκταετία, με εξαίρεση την σεζόν 2019-20, όταν έβαλε 12.

Αυτά τα 7 γκολ, τα έβαλε σε 5 παιχνίδια, κάτι που σημαίνει ότι στα υπόλοιπα 30 που αγωνίστηκε φέτος, έμεινε άσφαιρος. 

Έδωσε και τρεις ασίστ. Η ομάδα του όμως υποβιβάστηκε, για την ακρίβεια τερμάτισε τελευταία!

Δίχως ακόμα να αναφέρουμε ονόματα και διευθύνσεις, αυτό είναι ένα βιογραφικό με αρκετές… μουτζούρες μέσα, αρκετές κόκκινες σημαίες που σου λένε… «πήγαινε στον επόμενο».

Είναι από τους παίκτες που μετά τον υποβιβασμό της ομάδας του, θα μπορούσε να μείνει ελεύθερος, κάτι που σημαίνει ότι θα έπρεπε να είναι περιζήτητος στην αγορά. Κι όμως, πλην ελαχίστων διαρροών, δεν προκύπτει ότι υπάρχει κάτι που θα τον έκανε να υπογράψει από τα τέλη Ιουνίου.

Για την ακρίβεια, υπήρχε, αλλά ο Μανόλο Γκαμπιαντίνι δεν συγκινήθηκε ποτέ. 

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ο Ιταλός στράικερ θα έμοιαζε στο ελληνικό πρωτάθλημα με διδάκτορα πανεπιστημίου σε ότι αφορά θέση του σέντερ-φορ, παρότι δεν είναι αυτή που έπαιζε πάντα. Θα ήταν ταμάμ για το συγκεκριμένο ποδόσφαιρο που παίζει ο ΠΑΟΚ του Ραζβάν Λουτσέσκου, διότι είναι ένας συμμετοχικός φορ, που συμμετέχει στην οργάνωση του παιχνιδιού, έχει σώμα που τον βοηθά να βοηθά την ομάδα του να κερδίζει μέτρα, με πρώτες, δεύτερες μπάλες, με πλάτη, με προστασία μπάλας, είναι ένα πλήρες πακέτο φορ, εξαιρετικό για ομάδες δεύτερης ταχύτητας στην Serie A.

O Δικέφαλος τον εντόπισε νωρίς, τον πλεύρισε μεθοδικά και του έκανε μία σχεδόν υπερβατική πρόταση. Συμβόλαιο για 2+1 χρόνια, με πολύ εφικτούς στόχους για ενεργοποίηση του τρίτου έτους και καθαρές πάγιες απολαβές 1,5 εκατομμυρίου ευρώ.

Όταν μετέφερα προσωπικά την πρόταση σε Ιταλό γκουρού των μεταγραφών, τον οποίο επικαλούνται συχνά-πυκνά στα μέρη μας ως πηγή και πρότυπο εγκυρότητας, η απάντηση που πήρα ήταν επί λέξει: «Έλληνες τρελαθήκατε; Δεν είναι ο Λουκάκου»!

Ο Μανόλο Γκαμπιαντίνι δεν είναι ο Λουκάκου, αλλά ο ΠΑΟΚ του έκανε μία πρόταση... σαν να είναι ο Λουκάκου! Κι εκείνος την αντιμετώπισε σαν να ήταν ο… Κιλιάν Μπαπέ!

Με την στάση του, με τις απαιτήσεις του, με την συμπεριφορά του ήταν σαν να έλεγε την αγαπημένη ατάκα της νεολαίας: «Φύγε ρε bro από εδώ». Η εμμονή για κλειστό τριετές συμβόλαιο και συνολικές απολαβές 5 εκατομμυρίων ευρώ ήταν σαν να ήθελε να διώξει τον ΠΑΟΚ από τα πόδια του. Διότι, καμία λογική ομάδα στον πλανήτη δεν μπορεί να προσφέρει τέτοιο συμβόλαιο στον 32χρονο Γκαμπιαντίνι, ούτε καν οι Σαουδάραβες. Δεν έχει λογική να δεσμεύσεις ένα τόσο μεγάλο ποσό από το ετήσιο μπάτζετ σου για κάποιον παίκτη με αυτά τα χαρακτηριστικά που οδεύει προς την Δύση της καριέρας του. Ειδικά, ο ΠΑΟΚ που κάηκε από τον συγκεκριμένο χυλό.

Στην ελεύθερη (ποδοσφαιρική) αγορά είναι δικαίωμα του κάθε παίκτη να ζητάει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι. Ό,τι του λείπει. Το ερώτημα είναι άλλο: άραγε αυτά ζητά ο Γκαμπιαντίνι από τις ιταλικές ομάδες που τον έχουν προσεγγίσει; Τολμά να ξεστομίσει την φράση «κλειστό τριετές»; Η ερώτηση είναι ρητορική.

Το θέμα δεν αφορά μόνο τον ΠΑΟΚ. Στα τέλη Ιουνίου, όλες οι ελληνικές έχουν πείσει να έρθει στα μέρη μας μόνο ένας «κανονικός» παίκτης υψηλού επιπέδου: ο συνομήλικος (έχουν δυο μήνες διαφορά) πρώην συμπαίκτης του Γκαμπιαντίνι στην Σαμπντόρια, Φίλιπ Τζούρισιτς, ο οποίος είχε την λογική να δεχθεί διετές και όχι τριετές συμβόλαιο και  να απολαύσει τις «τσιμπημένες» ετήσιες απολαβές που του προσφέρθηκαν από Ελλάδα μεριά.

Με νέες οικονομικές δυνάμεις (όπως οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία) να μπαίνουν στο σοβαρό ποδοσφαιρικό παιχνίδι και τις ελληνικές ομάδες να «καίγονται» να κλείσουν ρόστερ νωρίς λόγω καλοκαιρινών προκριματικών, φρονώ ότι η στόχευση όλων πρέπει να αλλάξει. Ίσως πρέπει να οδηγηθούμε σε ένα άλλο μοντέλο, καθαρής παραγωγής, δεν έχει νόημα να παρακαλάς να γηροκομήσεις παρηκμασμένους σταρ. Η οικονομία του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν το αντέχει, δεν μπορεί πια να υποστηρίξει τέτοιες λογικές.

Ο ήλιος, η θάλασσα, τα λεφτά που δίνουμε, δεν συγκινούν παρά ελάχιστους. Τα βρίσκουν πια κι αλλού. Και σε μεγαλύτερο βαθμό, χωρίς την ελληνική τοξικότητα. Το ηχηρό «όχι» του Μανόλο Γκαμπιαντίνι σε μία πρόταση που αποκλείεται να βρει από αλλού, κάτι θέλει να μας πει. Το θέμα είναι να το αποκωδικοποιήσουμε σωστά…

 

Φύγε από εδώ ρε bro…