Δύο όμοιες στιγμές. Σκηνοθετικά, ίδιες και απαράλλακτες. Υποκριτικά, μικρές απαιτήσεις. Λογικά, ο 15χρονος Ζίμερ θα έπρεπε να βγάζει έναν ενθουσιασμό. Ο 22χρονος μια απογοήτευση. Απελπισία. Απόγνωση. Ένα κενό βλέμμα. Σύμφωνοι, ο 22χρονος χρειάζεται λίγη περισσότερη προσπάθεια. Όσο μεγαλώνεις, άλλωστε, μεγαλώνουν και οι απαιτήσεις που υπάρχουν από σένα. Ξεφύγαμε, όμως.
Επιστροφή στο κινηματογραφικό μας πλάνο.
Η πινακίδα σηκώνεται. Ο τέταρτος διαιτητής κάνει τη δουλειά για την οποία πληρώνεται – η μοναδική του στιγμή να μπει κι εκείνος στο πλάνο. Ο Ζίμερ είναι, δεν είναι 16 ετών. Δεν είναι 16 ετών. Στο ματς με την Χάουγκεσουντ, στις 28 Μαΐου του 2012, γίνεται ο πιο νεαρός παίκτης που παίζει στην πρώτη κατηγορία της Νορβηγίας. Τα 16 του χρόνια θα τα έκλεινε στις 11 Σεπτεμβρίου. Κατά πολλούς, ήταν ό,τι καλύτερο είχαν δει τα μάτια τους στην Νορβηγία. Ένα φαινόμενο! Ένα φαινόμενο που έπαιρνε θρυλικές διαστάσεις, αν αναλογιστείς το παρελθόν του. Προσφυγική οικογένεια Κοσσοβάρων, οι οποίοι έφυγαν την εποχή του πολέμου, μετανάστευσαν στο Βέλγιο, και από εκεί στην Νορβηγία, όταν ο Ζίμερ ήταν δύο ετών. Με το ποδόσφαιρο δεν ασχολούταν και ιδιαίτερα. Το καράτε του άρεσε και η μπάλα ήταν μόνο για παιχνίδι με τους φίλους του. Δέκα ετών πήγε για πρώτη φορά σε ακαδημία και προφανώς δεν το μετάνιωσε ποτέ.
Παύση. Πλάνο δεύτερο.
Η πινακίδα σηκώνεται. Ο τέταρτος διαιτητής (ο οποίος επειδή έχουμε χαμηλό μπάτζετ θα είναι ο ίδιος, μην πληρώνουμε επιπλέον κομπάρσους) κάνει τη δουλειά για την οποία πληρώνεται – ζει τη στιγμή του που μπαίνει στο πλάνο. Ο Ζίμερ είναι 22 ετών. Έχει μπει στο γήπεδο στο 12ο λεπτό, αναγκαστική αλλαγή. Στο 81ο αποχωρεί. Ημιαναγκαστική αλλαγή. Ένα σπριντ τού φέρνει σχεδόν αγανάκτηση. Νιώθει λες και τρέχει με πενήντα κιλά στην πλάτη. Δεν αντέχει άλλο. Βγαίνει από το γήπεδο.
«Ήταν τόσο ντροπιαστικό που άρχισα να καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει. Είπα στον εαυτό μου ότι έχω βρεθεί από το να είμαι το μεγαλύτερο ταλέντο της Νορβηγίας στο να μην είμαι καν αρκετά καλός να παίξω στην πρώτη εθνική». Ο διακόπτης γύρισε. «Ένιωσα ότι βρήκα πάτο. Εξευτελίστηκα. Συνειδητοποίησα ότι πρέπει να αλλάξω. Από δω και πέρα, θα βγαίνω στο γήπεδο και δε θα σταματάω πουθενά. Κανείς δε θα είναι εμπόδιο. Είχα την ίδια νοοτροπία και όταν ήμουν μικρός».
Από εκείνο το ματς του 2018, ο Μπουτσούτσι ήταν λες και αποφάσισε να επιστρέψει σε όλα όσα ήταν κάποτε. Σταμάτησε να μετράει πόσα γκολ έβαζε, τον ένοιαζαν οι ασίστ. Κι αν δεν έβαζε γκολ και δεν έδινε ασίστ, πάλι ήταν εντάξει. Αρκεί να είχε βοηθήσει την ομάδα του. Δεν μετρούσαν μόνο τα παιχνίδια. Έπρεπε να προπονείται και σκληρά. Δεν αρκούσε το 100%! Ήθελε να δίνει το 110%. Κάπως έτσι θα μπορούσε να προσελκύσει και πάλι όλες τις ομάδες που κάποτε ήθελαν το παιδί-θαύμα, κάπως έτσι θα μπορούσε η Βίκινγκ να πάρει χρήματα από την πώλησή του, κάπως έτσι θα μπορούσε και πάλι να στοχεύσει στην κορυφή. Στην κορυφή που βρέθηκε νωρίς και από την οποία γκρεμίστηκε νωρίς.
Είναι δυνατόν να μην παίζω εγώ? Εδώ? Αλήθεια?
«Το επόμενο βήμα για μένα να το βουλώσω και να προπονηθώ σκληρά». Το είπε. Δεν κάνουμε πάντα όσα λέμε, έτσι δεν είναι; Κι όταν είσαι 15, όταν ακούς όλο τον κόσμο να μιλάει για σένα, όταν μαθαίνεις πόσοι σκάουτς συρρέουν να σε παρακολουθήσουν, όσο οι προπονητές σε χαρακτηρίζουν ό,τι καλύτερο έχουν δει τα μάτια τους, πώς να μείνεις προσγειωμένος; Ειδικά, όταν η Red Bull Saltzburg πληρώνει πέντε εκατομμύρια ευρώ για να σε αποκτήσει. Να προλάβει τη Νιουκάστλ, όπου έχεις ήδη δοκιμαστεί και αφήσει θετικές εντυπώσεις. Ναι, δήλωνες ότι θα μείνεις στην Νορβηγία μέχρι να είσαι έτοιμος για παίξεις στην πρώτη ομάδα, αλλά πόσο εύκολο είναι να το κάνεις;
Το 2013 ήρθε η μεταγραφή στην αυστριακή ομάδα, με τα πρώτα του χρήματα αγόρασε ένα αυτοκίνητο και ένα σπίτι στους γονείς του, αλλά η αποτυχία δεν του έκατσε και πολύ καλά. Επέστρεψε δανεικός στην ομάδα που τον ανέδειξε και όταν επέστρεψε ήταν αγνώριστος. Περιττά κιλά, χωρίς κίνητρο και χωρίς διάθεση για ποδόσφαιρο. Στη Sandness από την οποία είχε φύγει, δεν έβρισκε καν χρόνο και χώρο για να παίξει. Και ξέσπασε. «Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Είναι εκνευριστικό και για να είμαι ειλικρινής, αρκετά σοκαριστικό, ότι δεν παίζω σε αυτή την ομάδα. Είμαι πολύ καλύτερος από όσους παίζουν, οι οποίοι δεν παίζουν καν καλά στα τελευταία ματς. Είναι απογοητευτικό ότι δε μου δίνει μια ευκαιρία αυτή η ομάδα. Είμαι σε εξαιρετική κατάσταση, τόσο στις προπονήσεις όσο και στους αγώνες. Ίσως φταίει ότι δεν μου ταιριάζει το στυλ. Παίζουμε καταστροφικά, αντί να δημιουργούμε. Εστιάζουμε πάρα πολύ στην άμυνα».
Οι συμπαίκτες του το πήραν ψύχραιμα. Ο προπονητής του το πήρε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. Ο 15χρονος εαυτός του δεν πήρε καθόλου ψύχραιμα όσα έμαθε ότι έλεγε ο 17χρονος Ζίμερ. Ευτυχώς ήρθε ο 23χρονος να βάλει μυαλό και στους δύο. Και τώρα, ο 27χρονος πλέον Μπουτούτσι, έχει μπροστά του ακόμα μια ευκαιρία. Ίσως αυτή τη φορά μπορέσει να γράψει στον εαυτό του το γράμμα που πάντα ήθελε.