MENU
Χρόνος ανάγνωσης 7’

Ο πρώτος τελικός των χούλιγκαν (pics)

0

Το κλίμα βαρύ, το πένθος σιωπηρό και πνιγηρό και στους δυο οργανισμούς με την τραγωδία της Θ7 να έχει συγκλονίσει λίγους μήνες πριν την Αθήνα και τον Πειραιά και τον αιφνίδιο θάνατο του Γκιούλα Λόραντ να έχει βυθίσει τη Θεσσαλονίκη στη θλίψη.

Παρόλα αυτά, στον κόσμο και των δύο ομάδων επικρατούσε παροξυσμός, τα περισσότερα από 30 χιλιάδες εισιτήρια αποδείχτηκαν πολύ λίγα για τις ανάγκες των οπαδών του Ολυμπιακού και του ΠΑΟΚ με ορδές από τη Θεσσαλονίκη να καταφθάνουν στην Αθήνα με κάθε μέσο. Τραίνα, λεωφορεία, ιδιωτικά ΙΧ, ορισμένοι είχαν κάνει το ταξίδι ακόμα και με πλοίο.

Τα εισιτήρια ανάρπαστα, οι επιτήδειοι δεν έχασαν την ευκαιρία και ξεκίνησε μια απίστευτη διαδικασία μαύρης αγοράς, με συγκεντρωμένους τύπους κυρίως στην Ομόνοια να έχουν ορίσει τριπλάσιες και τετραπλάσιες τιμές στα «μαγικά χαρτάκια» αναλόγως με το εάν ήταν αριθμημένα ή «διακεκριμένης θέσης» όπως αναγραφόταν τότε στα εισιτήρια. Εισιτήρια των 100 δραχμών πωλούνταν με 1000, τα «καλά» των 400 με 2 και 2μισι χιλιάδες δραχμές, επικρατούσε ένα ατέλειωτο χάος σχετικά με το ποιος έχει πάρει εισιτήρια και σε ποιο σημείο του γηπέδου.

Οι εκκλήσεις της αστυνομίας πολλαπλές, ο στόχος ήταν να τηρηθεί ο «χωρισμός» του γηπέδου σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο: στην παλιά πλευρά οι οπαδοί του ΠΑΟΚ, στη σχεδόν νεόδμητη σκεπαστή εξέδρα οι οπαδοί του Ολυμπιακού και στο κέντρο οι ουδέτεροι. Δεν υπήρχαν ακόμη νεκρές ζώνες εκείνη την εποχή, η τραγωδία της θύρας 7 είχε θορυβήσει και πανικοβάλλει τις αρχές, αλλά ήταν αδύνατον να ελεγχθούν και οι χώροι εκτός του γηπέδου.

Το κλίμα απόλυτα τεταμένο, το παιχνίδι μύριζε από παντού μπαρούτι. Πανικόβλητος ο Διευθυντής της Χωροφυλακής, προσπαθούσε να τηρηθεί η τάξη πέριξ του γηπέδου, να περιφρουρηθούν έστω τα κεντρικά σημεία και οι κεντρικές αρτηρίες που οδηγούσαν στη Λεωφόρο Δεκελείας και στο γήπεδο. Η εντολή για να αποσοβηθεί μοιραία συνάντηση των αντιπάλων οπαδών ήταν σαφής και μονολεκτική: «σκούπα». Οι συλλήψεις και οι προσαγωγές γύρω από το γήπεδο, έφτασαν τις 15, οι περισσότεροι συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω πωλώντας εισιτήρια στη μαύρη αγορά (σε εκτός λογικής τιμές, ακόμη και σε σχέση με τις τιμές στην Ομόνοια) ή για φθορά ξένης περιουσίας.

Αξιοσημείωτο της εκτός ελέγχου κατάστασης, οι συλλήψεις από αστυνομικά όργανα δύο νεαρών που επέδειξαν «επικίνδυνη και αναιδή συμπεριφορά» κατά το δελτίο αναφοράς, παραβιάζοντας το νόμο 4000 του 1958 - γνωστότερο ως νόμο περί «τεντιμποϊσμού», δείγμα της παράνοιας που επικρατούσε. Πέρα από τα ευτράπελα όμως, υπήρχε και ένα παιχνίδι που όσο πλησίαζε η ώρα διεξαγωγής του, τόσο προδιαγραφόταν η αναγωγή του σε τελικό που θα μείνει στην ιστορία για τους λάθος λόγους.

Στην Αθήνα από νωρίς το απόγευμα η ατμόσφαιρα ήταν πολύ περίεργη, η πρωτεύουσα είχε έρθει σε πρώτη επαφή με αυτό που αργότερα ονομάστηκε «χουλιγκανισμός» και οι κάτοικοι κυρίως σε κέντρο και Περισσό-Νέα Φιλαδέλφεια, δεν ήξεραν πως να αντιδράσουν. Δεν ήταν καν 4 το απόγευμα και έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες βόμβες μολότοφ, οι πρώτες φωτοβολίδες, τα πρώτα «κέρατα» στην ιστορία των ελληνικών γηπέδων. Μέχρι τότε οι μάχες περιορίζονταν σε συγκρούσεις σώμα με σώμα, σε μικροσυμπλοκές και απλούς τσαμπουκάδες.

Λίγο μετά τις 6 ο κύριος όγκος των οπαδών του ΠΑΟΚ κατέφθασε στο βόρειο τμήμα του γηπέδου, η ορμή ήταν τέτοια που οι αστυνομικές δυνάμεις υποχώρησαν, δεν έγινε κανένας έλεγχος για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Η σιδερένια πόρτα της θύρας 23 έσπασε, τα κάγκελα λύγισαν, ο κόσμος μπήκε μέσα κουβαλώντας πέτρες, ενώ δίπλα στο Άλσος οι δυνάμεις των ΜΕΑ (τα πρώιμα ΜΑΤ) προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποτρέψουν την οποιαδήποτε συνάντηση οπαδών για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Μπουκάλια, πέτρες, κομμάτια τσιμέντου από την εξέδρα. Οι εκατέρωθεν ύβρεις ήταν το λιγότερο.

Είναι απορίας άξιο πως θέριεψε τόσο ξαφνικά ο χουλιγκανισμός στην Ελλάδα, πως ειδικά υπό βαρύτατο πένθος και παγωμάρα από την τραγωδία της 8ης Φεβρουαρίου στο Στάδιο Καραϊσκάκη, υπήρχε τόσο μένος. Όλη η Ελλάδα είχε πενθήσει αυτές τις 21 ψυχές, ανεξαρτήτως οπαδικών προτιμήσεων είχαμε παρακολουθήσει το χρονικό με τη διακομιδή των σωρών στο Τζάνειο, είχαμε ζήσει την αγωνία των συγγενών, των φίλων, τη βουβαμάρα όταν έγινε γνωστό το μέγεθος της τραγωδίας. Κι όμως, το μένος και ο φανατισμός ήταν τεράστιος στον τελικό.

Η βεντέτα ΠΑΟΚ-Ολυμπιακού μετρούσε ήδη μια δεκαετία, πρώτα ήταν ο Κούδας, μετά η υπόθεση του αμαρτωλού πριμ στο πρωτάθλημα του 1973, η παράδοση της απόρθητης Τούμπας που μετρούσε ήδη 11 χρόνια, οι αδικίες κατά τη χρυσή περίοδο της καλύτερης ομάδας του ΠΑΟΚ στην ιστορία του και ασφαλώς ο θάνατος του εμβληματικού Λόραντ που κατά διαβολική σύμπτωση συνέβη σε ντέρμπι με τον Ολυμπιακό.

Μόλις 20 μέρες πριν, στο 17ο λεπτό του αγώνα ΠΑΟΚ–Ολυμπιακού στην Τούμπα για την 32η αγωνιστική του πρωταθλήματος, ο Λόραντ ένιωσε μια ξαφνική αδιαθεσία και κατάφερε μόνο να ψελλίσει κάτι ασαφές στους συνεργάτες του πριν σωριαστεί στο έδαφος. Διακομίστηκε στο ΑΧΕΠΑ όπου διαπιστώθηκε απλώς ο θάνατός του και η φίλαθλη Ελλάδα λίγους μήνες μετά τη μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου (ξανα)σοκαρίστηκε.

Αθλητική και πολιτική ηγεσία είχαν κάνει λόγο για «σιωπηρή γιορτή» του ποδοσφαίρου, ο τότε πρόεδρος της ΕΠΟ Βασίλης Χατζηγιάννης, είχε φροντίσει η διεξαγωγή του τελικού να γίνει παρουσία του μισού υπουργικού συμβουλίου και είχε επιτρέψει στους ποδοσφαιριστές και των δυο ομάδων να αγωνιστούν στον τελικό φορώντας μαύρα περιβραχιόνια.

Οι διοικήσεις και των δυο ομάδων φρόντισαν να μην εκτραχυνθεί η κατάσταση, ο κόσμος του Ολυμπιακού όμως επιζητούσε ακόμα ευθύνες. Ευθύνες που δεν αποδόθηκαν ποτέ και σε κανέναν. Πιθανόν λόγω εκείνης της ανακοίνωσης περί «συμφόρησης των εξερχόμενων φιλάθλων από τη Θ7» που οδήγησε στην τραγωδία, να ήταν τόσο μεγάλη η βεντέτα οπαδών και αστυνομίας που μέχρι τότε δεν είχε ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ χημικά για να αναχαιτίσει οπαδούς.

Σουρούπωσε και η σκεπαστή ήταν κατάμεστη από τους οπαδούς του Ολυμπιακού. Τα ΜΕΑ παρατεταγμένα μαζί με δεκάδες αστυφύλακες προσπαθούσαν να συγκρατήσουν την οργή. Ανακοινώθηκαν οι ενδεκάδες, το κλίμα έδειξε να στρώνει, αλλά το πράγμα ήταν βέβαιο που θα οδηγούσε. Παρά την ήττα στο μοιραίο για τον Γκιούλα Λόραντ ματς της Τούμπας, ο Ολυμπιακός είχε κατακτήσει για δεύτερη συνεχόμενη σεζόν το πρωτάθλημα και κυνηγούσε το νταμπλ εν είδει εξαγνισμού της τραγωδίας της Θ7.

Ο Πολωνός δάσκαλος Κάζιμιρ Γκόρσκι επέλεξε Σαργκάνη, Κυράστα, Βαµβακούλα, Παπαδόπουλο, Νοβοσέλατς, Κουσουλάκη, Ορφανό, Νικολούδη, Λεµονή, Γαλάκο και Περσία. Ενδεκάδα ισορροπημένη και σίγουρα σε θέση να νικήσει το σοκαρισμένο ΠΑΟΚ του υπηρεσιακού Αρίσταρχου Φουντουκίδη. Ο παλαίμαχος άσσος στηριζόμενος περισσότερο στο θυμικό και στο συναίσθημα, παρέταξε Φορτούλα, Γούναρη, Ιωσηφίδη, Σάλαµον, Σίγγα, Δαµανάκη, Κερµανίδη, Γεωργόπουλο, Γκουερίνο, Κούδα και Κωστίκο.

Ο τελικός είναι πιθανόν από τους χειρότερους που έγιναν ποτέ, το ποδόσφαιρο που παίχτηκε πολύ κατώτερο του αναμενομένου και δεν βοήθησε καθόλου και η διαιτησία του Ζλατάνου σε αυτό. Από ένα σημείο κι έπειτα, εκείνο που ενδιέφερε περισσότερο ήταν να ολοκληρωθεί ομαλά χωρίς έκτροπα, να γίνει η απονομή και να αποχωρήσουν όλοι ασφαλείς για τα σπίτια τους.

Ο Ολυμπιακός ήταν ανώτερος, ο ΠΑΟΚ πολύ νωθρός, δεν μπήκε ποτέ στο ματς και με τον Κούδα στη χειρότερη δυνατή μέρα ήταν αδύνατον να διεκδικήσει κάτι. Ειδικότερα μετά το αυτογκόλ του Δαμανάκη σε μια ανύποπτη φάση μετά το πρώτο τέταρτο, ο ΠΑΟΚ βρέθηκε να κυνηγάει, άφησε χώρους και ο Λεμονής οργίασε. Κι ενώ οι 22 ποδοσφαιριστές προσπαθούσαν να παίξουν ποδόσφαιρο, στη σκεπαστή φωτιές, κροτίδες, μάχες με την αστυνομία.

Ήταν η πρώτη φορά που η ΕΡΤ μετέδιδε ζωντανά «έγχρωμο» τελικό και όλος ο κόσμος παρακολουθούσε περισσότερο τις φλόγες από τη φωτιά παρά το παιχνίδι. Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε στη διακοπή για το ημίχρονο, πολλοί αποχώρησαν, ακόμα περισσότεροι άλλαξαν θέση και απομακρύνθηκαν από τον κύριο όγκο των χούλιγκαν. Τα δυο γκολ του Ορφανού και του Δαμανάκη με τη συμπλήρωση μιας ώρας αγώνα, έδωσαν κάποιο προσωρινό ενδιαφέρον και στο παιχνίδι αυτό καθαυτό, ο Σαργκάνης όμως φρόντισε με δυο καίριες επεμβάσεις να σβήσει οποιαδήποτε φιλοδοξία του ΠΑΟΚ για ισοφάριση.

Το τρίτο γκολ του Βαγγέλη Κουσουλάκη στις καθυστερήσεις ήταν χρήσιμο απλώς για το κλείσιμο του σκορ, ο τελικός είχε τελειώσει πολύ νωρίτερα. Οι θέσεις των παοκτσήδων κενές, μεσάνυχτα Κυριακής 21 Ιουνίου ξεκινούσε το ταξίδι της επιστροφής, ένας ακόμα χαμένος τελικός στην αφιλόξενη Αθήνα για τον ΠΑΟΚ. Η απονομή λιτή, ο Ολυμπιακός το πανηγύρισε με την προσήκουσα σύνεση, το ματς ήταν άχρωμο και άοσμο, είχε απλώς πολλή ένταση, σκληρά μαρκαρίσματα και τα ζογκλερικά του Λεμονή. Όλα τα υπόλοιπα αφορούσαν επεισόδια, φωτοβολίδες, δακρυγόνα και ξύλο.

Στη Θεσσαλονίκη ο κόσμος τα έβαλε με το Γιώργο Παντελάκη, ο μεγαλύτερος παράγοντας στην ιστορία του ΠΑΟΚ θεωρήθηκε βασικός υπεύθυνος ενός ακόμη χαμένου τελικού, πάνω απ’ όλα κατηγορήθηκε ότι ο τελικός ξαναέγινε στην πρωτεύουσα και ο ΠΑΟΚ δεν μπορούσε να διεκδικήσει επί ίσοις όροις το τρόπαιο. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι ο δικέφαλος φυλλορροούσε, έχανε έναν-έναν τους μεγάλους ποδοσφαιριστές από ομάδες των Αθηνών και τα καλά χρόνια της ομάδας της δεκαετίας του ’70 ήταν πίσω.

Ο Ολυμπιακός του Νταϊφά από την άλλη, κυριαρχούσε στα πρώτα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, αλλά βρισκόταν ενώπιον της πρώτης δύσκολης διαχείρισης ενός σκληρού κομματιού του κόσμου του. Η τιμωρία για τα σοβαρότατα επεισόδια του τελικού εκτός από το βαρύτατο πρόστιμο, τον ανάγκασε να αγωνιστεί μακριά από την έδρα του στο επόμενο πρωτάθλημα. Σε ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό μάλιστα που του είχε αρπάξει Γαλάκο και Κυράστα, δύο από τα βασικότερα στελέχη της ομάδας του νταμπλ. Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία…

Ο πρώτος τελικός των χούλιγκαν (pics)