MENU

Τον κόσμο που μου δείχνεις να γνωρίσω,

τον ξέρω φίλε πιο καλά.

Τον έχω μάθει πριν σε συναντήσω

απ’ έξω κι ανακάτωτα…

Η μαύρη βολίδα με τα φιμέ τζάμια διασχίζει τον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί προς το Dronten μία σχετικά φτωχή κωμόπολη έξω από το Άμστερνταμ. Είναι μία απαστράπτουσα Mercedes, τελευταίο μοντέλο, λογικά θα πρέπει να ανήκει σε κάποιον της κοινωνικής ελίτ, τι δουλειά έχει κοντά στο Dronten; Δεν πάει με 300, ούτε κάνει σφήνες. Είναι απλώς ακόμα ένα αυτοκίνητο στο δρόμο.

Στο CD player εναλλακτική γαλλική ραπ στο τέρμα, ίσως γι’ αυτό δεν ακούνε τις σειρήνες. Οι καθρέφτες όμως «γεμίζουν» με τους φάρους από δύο περιπολικά. Πρέπει να κάνει στην άκρη. Αστυνομία. Έλεγχος.

- «Βγείτε έξω ήσυχα. Μην κάνετε καμιά βλακεία. Τα χέρια στο καπό. Ανοίξτε τα πόδια. Έλεγχος».

- «Ξέρετε είμαι ο Χακίμ Ζιγέχ. Παίζω στον Άγιαξ».

- «Δεν μας ενδιαφέρει. Ακίνητος!».

Η ολλανδική αστυνομία κάνει το όχημα φύλλο και φτερό. Είναι Δεκέμβριος του 2016, το «δεκάρι» του Άγιαξ μόλις έχει γυρίσει από υποχρεώσεις με την Εθνική του Μαρόκου και βλέπει την βαλίτσα του να γίνεται αντικείμενο εξονυχιστικού ελέγχου. Ρούχα πεταμένα δεξιά και αριστερά, σκυλιά να ψάχνουν τα πάντα. Παλεύει να κρατηθεί ψύχραιμος. Μέσα του βράζει. Η παιδική του ηλικία περνάει σαν φιλμ από τα μάτια του. Θέλει να εκραγεί, να διαλύσει τα πάντα. Είναι η απόλυτη δοκιμασία διαχείρισης θυμού. Πάντα είχε πρόβλημα με αυτό. Κλείνει τα μάτια. Γεμίζει τα πνευμόνια του με βαθιές τζούρες από οξυγόνο. Παλεύει να ρίξει τους παλμούς του.

«Σας ευχαριστούμε. Συγγνώμη για την ενόχληση. Είχαμε μία κλήση για ένα ύποπτο αυτοκίνητο που έμοιαζε με το δικό σας. Καλό σας βράδυ».

Ο Χακίμ δεν είχε πια τίποτα να κρύψει από τον νόμο. Όχι πια. Μόνο που αυτός ο έλεγχος, ο τρόπος που έγινε ήταν ακόμα μία γρατσουνιά στην ψυχή του: «Σε κάτι τέτοιες στιγμές αντιλαμβάνεσαι ότι οι Ολλανδοί με μαροκινές ρίζες είναι καταδικασμένοι να ζουν στην σκιά. Σε αυτή την χώρα αν είσαι Μαροκινός πρέπει να είσαι αποφασισμένος ότι σε όλη σου την ζωή θα αντιμετωπίζεις τέτοιους ξαφνικούς ελέγχους. Το ξέρω. Συμβαίνει από την παιδική μου ηλικία».

Το δρόμο που μου δείχνεις να βαδίσω

τον γνώρισα από μικρός.

Ζητάω τώρα κάπου ν’ ακουμπήσω

ν’ αφήσω την παλιά ζωή…

Το όνομα μου είναι Αμπντελχακίμ Ζιγές (Ziyach), γεννήθηκα στο Ντρόντεν στις 19 Μαρτίου του 1993. Οι γονείς μου μετανάστες από το Μαρόκο, έφυγαν όπως τόσοι και τόσοι άλλοι το 1987 για μία καλύτερη ζωή στην Ολλανδία. Εκεί, με φωνάζουν Ζιγέχ (Ziyech) τους είναι πιο εύκολο, δεν με πειράζει πια. Είμαι ένας Mocro, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι.

Μεγαλώνει σε μία οικογένεια με άλλα 7 αδέρφια. Είναι ο μικρότερος. Ο πατέρας ξημεροβραδιάζεται ως συγκολλητής στο Άμστερνταμ. Δύο από τα μεγαλύτερα αδέρφια του προσπαθούν να παίξουν οργανωμένο ποδόσφαιρο στην Τσβόλε και την Χέρενφεϊν, μα εγκαταλείπουν πολύ σύντομα. Είναι απροσάρμοστοι, βίαιοι, προκαλούν προβλήματα. Σιγά - σιγά περιθωριοποιούνται στα γκέτο μεταναστών, η ζωή τους παίρνει μία κατεύθυνση χωρίς γυρισμό.

Όλοι έχουν έμφυτο το ταλέντο στο DNA τους, όμως ο Χακίμ είναι η τελευταία ελπίδα της οικογένειας να παίξει μπάλα. Από το Youtube χαζεύει τα κόλπα του Ζλάταν, του Σνάιντερ, του Φαν Ντερ Φάαρτ, του Ζιζού και του Ροναλντίνιο και ως free-styler τα τελειοποιεί στον δρόμο. Το σχολείο δεν τον βλέπει ποτέ. Κοπάνες, σκασιαρχείο, σάμπως υπάρχει κανείς να τον μαζέψει; Ζει για το ποδόσφαιρο, γράφεται στην τοπική Reaal Dronten, όπου γνωρίζει τον καλό του φύλακα-άγγελο, τον Αζίζ Ντουφικάρ, τον πρώτο μαροκινό που έπαιξε ποτέ στην Eredivisie.

Στα 10 του, ο κόσμος του καταρρέει. Χάνει τον πατέρα του μετά από μία άνιση μάχη με μία ανίατη νευρομυοπάθεια και χάνει το ενδιαφέρον του για τα πάντα. Η οικογένεια δεν έχει πια πόρους, οι συνεκτικοί δεσμοί διαλύονται. Δύο από τα αδέρφια του συλλαμβάνονται και μπαίνουν φυλακή για ληστεία και σωματικές βλάβες. Ο Χακίμ είναι ένα χαμίνι του δρόμου χωρίς την παραμικρή κατεύθυνση. Μετά το σχολείο, παρατάει και το ποδόσφαιρο. Είναι ένας έφηβος με καθημερινή παραβατική συμπεριφορά, είναι πια θέμα χρόνου να συλληφθεί και να οδηγηθεί σε κάποιο κελί.

Ο πρωτότοκος αδερφός του Φαουζί, προσπαθεί να τον επαναφέρει στον μοναδικό ίσιο δρόμο που υπάρχει, το ποδόσφαιρο. Ο Ντουφικάρ κανονίζει ένα δοκιμαστικό στις ακαδημίες της Χέρενφεϊν και ο Χακίμ μαγεύει τους πάντες με το έμφυτο, μα ακατέργαστο ταλέντο του. Ο σύλλογος τον υποχρεώνει να μείνει σε μία θετή οικογένεια Αρμένιων μεταναστών, όμως ο 14χρονος πιτσιρικάς είναι ένα σκέτο αγρίμι.

Δεν υπακούει σε κανέναν κανόνα, δεν υπάρχει πια ο παραμικρός έλεγχος. Γυρίζει σπίτι τα χαράματα. Πίνει. Πίνει πολύ, μέχρι τελικής πτώσεως. Καπνίζει σαν να μην υπάρχει αύριο. Έρχεται σε επαφή με τα ναρκωτικά. Γνωρίζει την κοκαΐνη, δοκιμάζει τα πάντα. Για να βγάλει τα έξοδα του γίνεται βαποράκι. Το χαρτζιλίκι του είναι δωρεάν ουσίες.

Στις προπονήσεις είναι ένας κινητός μπελάς. Δεν σέβεται τίποτα. Αμφιβητεί τους πάντες. Βρίζει, τσακώνεται με προπονητές, με συμπαίκτες, δεν ακούει κανέναν, είναι απροσάρμοστος. Στις μισές προπονήσεις δεν πατάει καν, στις υπόλοιπες είναι σαν ζόμπι. Το χειρότερο; Νομίζει ότι του φταίνε οι άλλοι: «Είχα φτάσει 16 ετών και ενώ ήμουν ο καλύτερος παίκτης των ακαδημιών, ήμουν ο μόνος χωρίς συμβόλαιο. Ήξερα ότι ήμουν δύσκολο παιδί, όμως επειδή είχα ρίζες από το Μαρόκο, κανείς δεν με αντιμετώπιζε δίκαια».

Ο Ντουφικάρ αποφασίζει να τον πάρει ξανά στην προστατευτική αγκαλιά του. Τον στρέφει στο Futsal, το ποδόσφαιρο σάλας. Προσπαθεί να τον «υιοθετήσει». Σε ένα τουρνουά γνωρίζεται με τον Μουσταφά Νακλί, ο οποίος μέχρι σήμερα είναι ο ατζέντης του. Πριν καν ενηλικιωθεί το ποινικό του μητρώο είναι κατάμαυρο. Εις βάρος του εκκρεμούν ήδη πέντε υποθέσεις: εξύβριση σε αστυνομικό, εμπρησμός, επίθεση, απειλή με μαχαίρι, παράνομη κατοχή ναρκωτικών, όσο ταλέντο κι αν έχει αυτό σπαταλιέται κάθε μέρα στους δρόμους.

Ο Νακλί παίρνει την απόφαση που του σώζει την ζωή. Γίνεται η σκιά του. Νοικιάζει ένα διαμέρισμα στο Άμστερνταμ και τον ακολουθεί για 24ώρες το 24ωρο. Ο Χακίμ γίνεται η εμμονή του. Το προσωπικό του στοίχημα.

Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στις νύχτες.

Μια ζωή με παρανόμους και ξενύχτες.

Μια ζωή τα ίδια λόγια να μου λένε.

Έχω βαρεθεί τον κόσμο, κι όλα μου φταίνε.

Τον Μάιο του 2012 υπογράφει το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο με την Χέρενφεϊν. Είναι μόλις για δύο χρόνια, ποιος μπορεί να ρισκάρει για περισσότερο μαζί του; Είναι ήδη 19 και δεν έχει παίξει ποτέ του επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Στις 10 Ιουλίου παίζει για πρώτη φορά σε ένα φιλικό προετοιμασίας απέναντι σε μία… μπυραρία (Be Quick Dokkum). Μπαίνει ως αλλαγή και σκοράρει με απευθείας φάουλ. Είναι έρωτας με την πρώτη ματιά. Ο Μάρκο Φαν Μπάστεν του δίνει χρόνο συμμετοχής στα παιχνίδια του Europa League με την Ραπίντ Βουκουρεστίου και τον βάζει στην βασική ενδεκάδα ως ψευτοεννιάρι απέναντι στην Ναϊμέγκεν. Τον αντικαθιστά στο ημίχρονο και χωρίς καμία εξήγηση τον πετάει στην δεύτερη ομάδα για όλη τη χρονιά. Ξανά στο σημείο μηδέν. Απόρριψη.

Κανείς όμως πια δεν μπορεί να εμποδίσει το αναπόφευκτο. Ο Ζιγές έχει μπει στον ίσιο δρόμο και είναι πια θέμα χρόνου να λάμψει εκτυφλωτικά. Ανεβαίνει τα σκαλοπάτια με ασύλληπτη ταχύτητα. Χέρενφεϊν, Τβέντε και μετά Άγιαξ. Για πέντε συνεχόμενες σεζόν είναι ο κορυφαίος πασέρ σε ασίστ στην Eredivisie. Όταν αποφασίζει να επιλέξει την Εθνική Μαρόκου αντί των «οράνιε», ο Μάρκο Φαν Μπάστεν τον χαρακτηρίζει «ηλίθιο»! Εκείνος κρατάει και πάλι την αναπνοή του και απαντά: «Ο Μάρκο Φαν Μπάστεν είναι μεγάλο όνομα, αλλά μέτριος προπονητής και σίγουρα λίγος στην επικοινωνία με τους ανθρώπους».

Τώρα πια ακούει μόνο κομπλιμέντα: «Ο Ζιγές είναι ένας από τους καλύτερους παίκτες στην ιστορία του ολλανδικού ποδοσφαίρου», λέει ο Ράφαελ Φαν ντερ Φάαρτ. «Ξέρετε εγώ συνήθως είμαι πολύ αυστηρός. Σήμερα όμως είναι φανταστικός. Τρομερός. Του δίνω στα 10/10», λέει με παραληρηματικό ύφος ο Λουίς Φαν Χάαλ ζωντανά στην ολλανδική τηλεόραση, σχολιάζοντας την απόδοση του με την Μπάγερν. «Από αυτή την υπέροχη ομάδα του Άγιαξ αντλώ ηδονή κάθε φορά που ο Ζιγές ακουμπά την μπάλα», είπε η παλιά δόξα του Αίαντα Βίλεμ Φαν Χάνεγκεμ. Οι αντίπαλοι του, του βγάζουν πια το καπέλο: «Παίζω τόσα χρόνια ποδόσφαιρο στο κορυφαίο επίπεδο και ο Ζιγές είναι ένας από τους καλύτερους που αντιμετώπισα ποτέ. Ο τρόπος που χειρίζεται την μπάλα είναι εντυπωσιακός», πρόσθεσε ο Καρίμ Μπενζεμά. Όσο για τους συμπαίκτες του; Αυτοί υποκλίνονται: «Μέσι ή Ρονάλντο; Εγώ προτιμώ να παίζω στον Άγιαξ, παρέα με τον Χακίμ Ζιγές», ήταν η εντυπωσιακή δήλωση του Ματάις Ντε Λιχτ.

Όχι δεν είναι όλα ρόδινα. Οι σχέσεις του με τα media είναι πάντα ψυχρές. Είναι πάντα ο πρώτος που μπαίνει στο στόχαστρο όταν κάτι δεν πάει καλά. Τον αποκαλούν υπερόπτη και παρτάκια. Το τέλος της σεζόν άκουγε το κοινό του Άγιαξ να τον αποδοκιμάζει σε κάθε του επαφή με την μπάλα παρότι είχε 14 γκολ / 20 ασίστ σε 51 παιχνίδια, αφού θεωρήθηκε ότι οι κακές του εμφανίσεις στέρησαν το πρωτάθλημα. Το καλοκαίρι ο Άγιαξ του αφαίρεσε το αγαπημένο του 10 για να το δώσει στον νιόφερτο Ντούσαν Τάντιτς και λίγο έλειψε να τον πουλήσει στην Ρόμα ή στην Ντόρτμουντ. Όταν έμαθε πριν από μερικές εβδομάδες ότι ο βοηθός του Αίαντα, Άλφρεντ Σρόιντερ (είχαν δουλέψει μαζί με απόλυτη αρμονία στην Τβέντε) συμφώνησε με την Χόφενχαϊμ για την επόμενη περίοδο, ξαναζήτησε να φύγει, κάπου στη Γερμανία. Γι’ αυτόν, οι άνθρωποι είναι πάνω από τις ομάδες.

Ο πολύς ο κόσμος στέκεται στις 82 ασίστ και τα 72 του γκολ σε 191 επίσημα ματς στην καριέρα του. Νούμερα εξωπραγματικά, εκτός λογικής. Λίγοι στέκονται στην πρόσφατη δωρεά ύψους 200.000 ευρώ σε ένα αντικαρκινικό νοσοκομείο στο Μαρόκο, την γενναιόδωρη προσφορά του προς τον συνάδελφο του Λέον ντε Κόγκελ που είχε ένα τροχαίο στην Μάλτα και αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση στα 28 του («θα είμαι υπόχρεος προς αυτόν για όσο ζω») ή την ηθική στήριξη προς την οικογένεια Νουρί για το ασύλληπτο δράμα που βιώνει.

Ο Χακίμ Ζιγές είναι αυτή τη στιγμή ο μεγαλύτερος αλήτης που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Κανείς δεν μπορεί να του πει τίποτα για την ζωή. Η απάντηση έρχεται άμεσα στα χείλη του: «Been there, done that». Το μόνο που δεν έχει κάνει είναι να παίξει έναν τελικό Champions League και η Τότεναμ είναι το τελευταίο εμπόδιο…

Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στις νύχτες…