MENU

Εδώ και περίπου πέντε μέρες, όλος ο πλανήτης ΑΕΚ κινείται με βάση τους ρυθμούς ενός ανθρώπου: του Μάσιμο Καρέρα. Από τη στιγμή που έγινε γνωστό πως ο Ιταλός τεχνικός είναι ο κρυφός άσος στο μανίκι του Ίλια Ίβιτς μέχρι και την επίσημη παρουσίασή του από την «κιτρινόμαυρη» ΠΑΕ, ο τέως προπονητής της Σπάρτακ Μόσχας είναι το πιο πολυσυζητημένο πρόσωπο στα τεκταινόμενα της Ένωσης.

Αντιστρόφως ανάλογη ωστόσο της έντασης με την οποία αναφέρεται το όνομα του Ιταλού προπονητή, είναι η εγκυρότητα των επιχειρημάτων αναφορικά με το αν αποτελεί μια καλή ή μια κακή επιλογή από πλευράς ΑΕΚ. Το βιογραφικό του, που περιλαμβάνει το κοουτσάρισμα μόλις μιας ομάδας, δεν βοηθάει ιδιαίτερα για να βγουν συμπεράσματα ενώ θα ήταν αστείο να προσπαθήσει κανείς να αρθρώσει μια εκτίμηση για το τι θα προσδώσει στα αγωνιστικά χαρακτηριστικά της ΑΕΚ, με βάση την πρώτη του συνέντευξη Τύπου.

Άλλωστε, οι ατάκες περί παικτών - μαχητών, που δεν τα παρατάνε ποτέ μέσα στο γήπεδο και άλλα τέτοια μεγαλεπίβολα και επικά είναι ωραία για τίτλους βασικών θεμάτων στα αθλητικά site και για πρωτοσέλιδα εφημερίδων, αλλά εντελώς κενού περιεχομένου όσον αφορά την ουσία. Στην πραγματικότητα, αν ξεψαχνίσει κανείς τη συνέντευξη Τύπου του Ιταλού, θα βρει μόλις μια χρήσιμη φράση από μεριάς του - πλην όχι ιδιαιτέρως εμπορική.

Οι αναφορές του Καρέρα για ομάδα - χαμαιλέοντα όταν κλήθηκε να απαντήσει το ποιο είναι το σύστημα που του αρέσει να παίζει μέσα στο γήπεδο, είναι πράγματι ένα πρώτο θετικό στοιχείο όσον αφορά την λογική του. Διότι σε αντίθεση με τα διάφορα ρεπορτάζ των προηγούμενων ημερών που επιχείρησαν να αναδείξουν το αγωνιστικό προφίλ του Ιταλού, ο ίδιος φαίνεται να αναγνωρίζει πολύ καλά την λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αποτυχία και την επιτυχία και ειδικότερα, όσον αφορά ομάδες όπως η ΑΕΚ: η προσπάθεια εμφύσησης μιας ξεκάθαρης αγωνιστικής ταυτότητας είναι ο δρόμος προς την αποτυχία.

Σε αυτό το blog έχει αναφερθεί πολλές φορές και δεν θα πάψει να αναφέρεται όσο η ΑΕΚ δομείται, σε επίπεδο ρόστερ, μέσα από μια συγκεκριμένη οικονομική (δηλαδή «σφιχτή»)μεθοδολογία: τα κατασκευαστικά κενά είναι αναπόφευκτα και η έλλειψη βάθους μοιραία, συνεπώς είναι αφέλεια να θεωρεί κανείς πως μπορεί να χτιστεί μια ομάδα που θα παίζει ένα συγκεκριμένο τύπο ποδοσφαίρου, που «θα της πηγαίνει» ή θα «αντανακλά τη φιλοσοφία του προπονητή της». Στην ΑΕΚ, η εκφορά τέτοιων προσδοκιών συνιστά -στην καλύτερη- αφέλεια.

Οι κατά τεκμήριο πιο επιτυχημένοι προπονητές της Ένωσης τα τελευταία πέντε χρόνια, δηλαδή -δίχως ίχνος αμφισβήτητης- οι Μανόλο Χιμένεθ και Γκουστάβο Πογιέτ, κατάφεραν να παρουσιάσουν μια ΑΕΚ πλήρως ανταγωνιστική, δηλαδή μια ΑΕΚ που «χτιζόταν» και βελτιωνόταν διαρκώς καταφέρνοντας ταυτόχρονα να νικάει και να μένει εντός στόχων, ακριβώς επειδή της προσέδωσαν στοιχεία πολυμορφικής, τακτικής λειτουργίας. Ειδικά επί Χιμένεθ, η ομάδα είχε φτάσει κάποια στιγμή στο σημείο να παίζει με την ίδια ευκολία το 4-3-3, το 3-5-2 και το 4-4-2 και μάλιστα να εναλλάσσει τα συστήματά της μόνο με εσωτερικές αλλαγές - αυτό, με άλλα λόγια, που έθεσε σαν στόχο ο Καρέρα στη συνέντευξη Τύπου του όταν είπε: «Θέλω να έχω μία ομάδα που θα μπορεί να αλλάζει το σύστημα ακόμα και χωρίς αλλαγές από τον πάγκο».

Τα τελευταία χρόνια, η ΑΕΚ πλήρωσε ακριβά την παρουσία προπονητών στον πάγκο της που προσπάθησαν με ελλιπή εργαλεία. Από τον Ουζουνίδη που μέχρι να ξεκολλήσει από το σύστημα με ψευδο-εξτρέμ τους Μάνταλο και Μπακασέτα είχε χαθεί η χρονιά μέχρι τον Καρντόσο που φαντασιωνόταν μια ΑΕΚ με μεγάλες αποστάσεις και passing game  που θα ξεκινάει από την άμυνα με αποτέλεσμα να «την τρέχει» ο κάθε πικραμμένος, οι αναγκαιότητες της Ένωσης «φώναζαν» πως πρέπει να βρεθεί για τον πάγκο της ένας προπονητής που θα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως αξιοποιητή του ρόστερ της ομάδας και όχι το ρόστερ της ομάδας ως μέσο αξιοποίησης για τη μπάλα που ο ίδιος γουστάρει.

Ο στρατιώτης Κωστένογλου επιχείρησε να μπει σε αυτή τη διαδικασία και να δουλέψει όσο μπορεί στο να προσδώσει τακτική ευλυγισία στην ΑΕΚ αλλά οι δυνατότητές του βρήκαν σε ταβάνι πολύ γρήγορα. Ο Καρέρα φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη μεθολογία που πρέπει να ακολουθήσει για να τα πάει καλά με την ΑΕΚ - προφανώς, ο Ίβιτς του έχει εξηγήσει τι παίζει ακριβώς με την ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του ρόστερ. Από τη σωστή θεωρία στην πρακτική εφαρμογή της βέβαια, η απόσταση που πρέπει να διανυθεί είναι μεγάλη αλλά για την ώρα, η αφετηρία είναι σωστή.

Είναι ενδιαφέρον πάντως, πως κοιτώντας αναλυτικά τις δυο ολόκληρες χρονιές του Καρέρα στην Σπάρτακ Μόσχας (η τρίτη χρονιά τελείωσε άδοξα για αυτόν περίπου στην 7η αγωνιστική του ρώσικου πρωταθλήματος, μετά από μια σειρά αρνητικών αποτελεσμάτων), μπορεί πανεύκολα να γίνει κατανοητό πως ο συγκεκριμένος τύπος έχει τη δυνατότητα να παρουσιάζει ομάδες που αποτελούν κάτι συγκεκριμένο και ταυτόχρονα, το αντίθετό τους. Μια ματιά στις δυο συνεχόμενες σεζόν του Καρέρα στην μεγαλύτερη ρώσικη ομάδα, αναδεικνύει του λόγου το αληθές:

Τη σεζόν 2016-2017, όταν και ο Καρέρα αναλαμβάνει τα ηνία της Σπάρτακ Μόσχας εσπευσμένα μετά τον αυγουστιάτικο αποκλεισμό - κάζο της από την ΑΕΚ Λάρνακας, ο Καρέρα παρουσιάζει μια ομάδα που σκοράρει λίγο, νικάει διαρκώς αλλά με χαμηλά σκορ και δέχεται πολύ δύσκολα γκολ. Τελικά, παίρνει το πρωτάθλημα σχετικά εύκολα αφήνοντας εφτά και εννιά βαθμούς πίσω της τις ΤΣΣΚΑ Μόσχας και Ζενίτ και έχοντας συνολικό απολογισμό τερμάτων ένα 46-27.

Την επόμενη σεζόν, δηλαδή το 2017-2018, η πρωταθλήτρια αλλά αντι-τουριστική Σπάρτακ της προηγούμενης χρονιάς, δίνει τη θέση της σε μια Σπάρτακ που αποτελεί το ακριβώς αντίθετό της. Σκοράρει πολύ και ταυτόχρονα, δέχεται και εύκολα γκολ με αποτέλεσμα το safe και σφιχτό στιλ παιχνιδιού που είχε την προηγούμενη χρονιά να πηγαίνει περίπατο. Χαρακτηριστικό είναι πως η παρουσία της στους ομίλους Champions League χαρακτηρίζεται από ένα θριαμβευτικό 5-1 επί της Σεβίλλης μέσα στη Μόσχα αλλά και από ένα ντροπιαστικό 7-0 από τη Λίβερπουλ: ο ορισμός της run and gun ομάδας. Ταυτόχρονα, ο συνολικός συντελεστής τερμάτων της μεταβάλλεται σε 51-32.

Η Σπάρτακ έχασε το πρωτάθλημα τη δεύτερη χρονιά (για την ακρίβεια τερμάτισε στην 3η θέση, τέσσερις βαθμούς πίσω από την πρωτοπόρο Λοκομοτίβ Μόσχας) αλλά η συγκεκριμένη «κούρσα» διεξήχθη μέσα σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου η Σπάρτακ, η ΤΣΣΚΑ, η Ζενίτ και η Λοκομοτίβ διεκδικούσαν στα ίσια τον τίτλο και τα πάντα ήταν πιθανά: δεν ήταν ακριβώς αποτυχία δηλαδή το γεγονός ότι ο Καρέρα δεν ζευγάρωσε τα πρωταθλήματά του στην Ρωσία. Ήταν μάλλον επιτυχία το γεγονός ότι για δεύτερη συνεχή χρονιά, έχοντας κατώτερο ρόστερ από τις αντιπάλους της, η Σπάρτακ έκανε πρωταθλητισμό (η κατιούσα ξεκίνησε μετά τον αποκλεισμό από τον ΠΑΟΚ, τον Ιούλιο του 2018).

Το σημαντικότερο ωστόσο είναι πως αυτές οι δυο χρονιές πρωταθλητισμού, έγιναν με τον Καρέρα να παρουσιάζει δυο εντελώς διαφορετικά στιλ ομάδας: φάνηκε δηλαδή πως έχει την δυνατότητα ευελιξίας όσον αφορά την τακτική. Αυτό μπορεί να μην είναι ακριβώς αυτό που ο ίδιος ονοματίζει «ομάδα - χαμαιλέοντα», δεν αναιρεί ωστόσο πως ο ίδιος φαίνεται να είναι πολυμορφικός προπονητής. Ποιος από τους δυο Καρέρα θέλει να δει η ΑΕΚ να κάθεται στον πάγκο της; Μάλλον το έχει προσδιορίσει και ο ίδιος εμμέσως πλην σαφώς: έναν Καρέρα που θα κουβαλάει κατά συνθήκη τη μια ή την άλλη ταυτότητα (και μέσω αυτού και η ίδια η ομάδα). Φυσικά, όλα αυτά είναι θεωρίες: η πράξη θα ξεδιαλύνει το αν υπάρχει προοπτική να δούμε τα ίδια πράγματα στο γήπεδο. Όπως και να έχει, το θετικό είναι πως στην ΑΕΚ υπάρχει και πάλι αγωνιστικό διακύβευμα.

Η μοναδική ατάκα του Καρέρα που αξίζει να σχολιαστεί