MENU

O Τζόντζο Κένι θεωρείται πια, αν μη τι άλλο, ένας ώριμος ποδοσφαιριστής. Στα 28 του έχει μαζέψει πολλές εμπειρίες από ποδόσφαιρο πρώτης γραμμής, αλλά ο νέος δεξιός μπακ του ΠΑΟΚ δεν μπορεί να απαλλαγεί από τους αστερίσκους που συνοδεύουν το όνομά του.

Αστερίσκοι, πολλοί και ποικίλοι. Πώς γίνεται ένας παίκτης που χαρακτηρίστηκε «σταρ» στις ακαδημίες μιας ομάδας να κάνει μόνο 68 εμφανίσεις σε επτά χρόνια σε επαγγελματικό επίπεδο; Πώς γίνεται κάθε φορά που πήγαινε κάπου δανεικός να ξετρελαίνει τους προπονητές, να εισηγούνται την παραμονή του, την συνέχεια του δανεισμού του ή την απόκτησή του, αλλά να μην εισακούγονται; Πώς γίνεται ένας παίκτης που συνέδεσε το όνομά του με τις μεγαλύτερες επιτυχίες εδώ και χρόνια στις μικρές εθνικές ομάδες της Αγγλίας να μην βρίσκει ούτε μια συμμετοχή στην Ανδρών, ούτε καν σε φιλικό; Σε σημείο, μάλιστα, που να έχει βάλει αστερίσκο ακόμα και στην ποδοσφαιρική του εθνικότητα;

Το μυαλό, προφανώς, πηγαίνει στην ποιότητα. Κάτι του λείπει, θα σκεφτεί κάποιος. Κι όμως, δεν του λείπει τίποτα. Ούτε ποιότητα, ούτε αγωνιστικότητα, ούτε αφοσίωση. Σ’ αυτό συμφωνούν όλοι οι προπονητές που τον είχαν υπό τις εντολές τους. Κι αυτό είναι κάτι που το έχει κερδίσει. Ψάχνει, λοιπόν, τον ήλιο της Ελλάδας για να βγει από τη σκιά και να δείξει ποιος είναι.

Δεδομένης ιρλανδέζικης καταγωγής (το Τζόντζο, ο «συγκερασμός» των δύο ονομάτων Τζον και Τζο, είναι πολύ διαδεδομένος στην Ιρλανδία), γεννήθηκε στο Λίβερπουλ στις 15 Μαρτίου 1997. Σύμφωνα με την παλιά παράδοση, οι Ιρλανδοί συμπαθούν περισσότερο τη Λίβερπουλ από την Έβερτον, όμως η οικογένειά του αποτελούσε την εξαίρεση. Στα εννέα του χρόνια μπήκε στις ακαδημίες των «ζαχαρωτών», της ομάδας που και ο ίδιος συμπαθούσε, και το πρώιμο όνειρό του ήταν να μείνει εκεί για πάντα. Ένας σύγχρονος one-club παίκτης.

Στη θεωρία, το κατάφερε για 16 συναπτά έτη! Τα οποία χωρίστηκαν ακριβώς στη μέση: Από το 2006, που πέρασε την πόρτα του Finch Farm (του προπονητικού κέντρου της Έβερτον) ως το 2014 ανήκε στις ακαδημίες της ομάδας. Το καλοκαίρι εκείνο υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο και με τις ανανεώσεις έμεινε συνδεδεμένος με τον σύλλογο ως το 2022. Μέσα σ’ αυτή την οκταετία, βέβαια, γνώρισε κι άλλες τέσσερις επαγγελματικές ομάδες, ως δανεικός.

Η εντυπωσιακή αντοχή του, το αδιάκοπο τρέξιμο στη δεξιά πλευρά που δεν είχε πρόβλημα να την καλύπτει ολόκληρη, η σέντρα ακριβείας και η αμυντική του προσήλωση τον έκανε γρήγορα απαραίτητο. Και του άνοιξε την πόρτα των μικρών εθνικών ομάδων της Αγγλίας. Το 2012 έπαιξε στην εθνική Κ16 αν κι ένα χρόνο νεότερος από τους συμπαίκτες του. Κάτι σπάνιο πια στην Αγγλία, όπου οι προπονητές έχουν να διαλέξουν από δεκάδες χιλιάδες παιδιά.

Όταν έγινε επαγγελματίας στην Έβερτον, είχε ήδη πανηγυρίσει τον πρώτο του μεγάλο διεθνή τίτλο: Το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κ17 που έγινε στη Μάλτα. Ήταν ο παίκτης που σκόραρε το τελευταίο και καθοριστικό πέναλτι στον τελικό εναντίον της Ολλανδίας. Συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη 11άδα του τουρνουά. Ποια καλύτερα εχέγγυα για μια επαγγελματική καριέρα;

Αν υπήρχε ένας σύννεφο, αυτό είχε όνομα και επώνυμο: Σίμους Κόουλμαν. Ο Ιρλανδός δεξιός μπακ της Έβερτον ήταν αυτό που λέμε «πρότυπο» για τον Κένι, αλλά παράλληλα αποτέλεσε και την τροχοπέδη του. Από το 2009 που μεταγράφηκε στην Έβερτον από τη Σλίγκο Ρόβερς και για πάνω από 15 χρόνια αποτέλεσε τον βράχο της δεξιάς πλευράς. Στην Πρέμιερ Λιγκ λίγοι παίκτες έχουν το προνόμιο να θεωρούνται αναντικατάστατοι, κι ο Κόουλμαν ήταν μεταξύ τους. Ο Κένι δεν είχε να ανταγωνιστεί για τη θέση έναν απλά καλύτερο και εμπειρότερο παίκτη, αλλά μια προσωπικότητα που άγγιζε τα όρια του θρύλου.

Έτσι, λοιπόν, περιορίστηκε να… κάνει τα ρεπό του Κόουλμαν και να μαζεύει επιτυχίες με τις μικρές εθνικές: Ημιτελικά Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 2016 με την Κ19 και, κυρίως, την κατάκτηση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Κ20 το 2017 στη Νότια Κορέα, όπου ήταν βασικότατος. Ολοκλήρωσε τη θητεία του στις μικρές εθνικές το 2019 με συνολικά 56 συμμετοχές και δύο γκολ, το ένα μάλιστα φοβερό εναντίον της Κροατίας με την Κ21 σ’ ένα συναρπαστικό ματς (3-3).

Τις δύο πρώτες του επαγγελματικές χρονιές δόθηκε δανεικός σε πιο χαμηλό επίπεδο για να πάρει ματς. Στη Γουίγκαν έπαιξε 7 ματς και στην Όξφορντ 17. Αμφότεροι οι προπονητές του εισηγήθηκαν να αποκτηθεί, αλλά η Έβερτον δεν τον άφηνε. Προφανώς τον θεωρούσε ιδανικό συμπλήρωμα του Κόουλμαν, αλλά κι ο ίδιος ασφυκτιούσε σ’ αυτό το ρόλο.

Η ευκαιρία του ήλθε τη σεζόν 2017-18, όταν εκμεταλλεύθηκε τον (μοναδικό σοβαρό) τραυματισμό του Κόουλμαν για να κάνει συνεχόμενες συμμετοχές. Έπαιξε συνολικά 25 ματς εκείνη τη χρονιά, αλλά με την επιστροφή του Ιρλανδού είδε πάλι… πάγκο.

Πλέον είχε ωριμάσει πια η ιδέα του να ζητήσει αλλού το step up της καριέρας του. Όταν ήλθε η πρόταση της Σάλκε το καλοκαίρι του 2019 δεν το σκέφτηκε. Πήγε δανεικός για έναν χρόνο, με σκοπό όμως, όπως είχε δηλώσει κι επισήμως, να μείνει χρόνια στη Γερμανία. Ήταν από τους λίγους, μάλιστα, παίκτες που ζήτησαν αμέσως να μάθουν γερμανικά, αν και όλες οι συνεννοήσεις στην ομάδα γίνονται στα αγγλικά.

Στη Σάλκε, παρά τη θέλησή του, έμεινε μόνο για μία σεζόν (2019-20), ήταν η πιο γεμάτη του με 34 ματς και 2 γκολ. Η Έβερτον τον πήρε πάλι πίσω, αλλά και πάλι τη σεζόν 2020-21 έκανε μόνο 8 παιχνίδια, εκ των οποίων μόλις 4 στην Πρέμιερ Λιγκ. Τον Φεβρουάριο αποχαιρέτησε και πάλι το «Γκούντισον Παρκ», αυτή τη φορά για τον βορά της Βρετανίας, τη Σέλτικ της Γλασκώβης. Έπαιξε 16 ματς ως τον Ιούνιο, οι Κέλτες ήταν πολύ ευχαριστημένοι, αλλά… μίλησε πάλι η καρδιά: Επιστροφή στο Λίβερπουλ για την σεζόν 2021-22, που φαινόταν πια ότι θα μοιραζόταν το χρόνο με τον Κόουλμαν.

Αλίμονο! Ο Κόουλμαν έκανε 34 ματς κι αυτός 30, κάποια από τα οποία στο αριστερό άκρο της άμυνας και κάποια με αλχημείες σε ρόλο δεξιού χαφ. Αυτό ήταν και το τελευταίο μήνυμα που έλαβε, πριν αποφασίσει το καλοκαίρι του 2022 να αρνηθεί τη νέα πρόταση της Έβερτον για τριετές συμβόλαιο και να ανοίξει πραγματικά τα φτερά του. Τα γερμανικά που είχε μάθει δεν πήγαν χαμένα, αφού επόμενος στόχος του ήταν το Βερολίνο και η Χέρτα.

Γρήγορα έγινε πολύ αγαπητή φιγούρα στους Βερολινέζους, όχι μόνο επειδή τα έδινε όλα σε κάθε ματς που έπαιζε, αλλά κυρίως επειδή επέλεξε να ακολουθήσει την ομάδα στη Β’ Μπουντεσλίγκα μετά τον υποβιβασμό της τη σεζόν 2022-23. Υπήρχε όρος στο συμβόλαιο που τον ελευθέρωνε, αλλά δεν τον ενεργοποίησε.

Στο Βερολίνο έκανε συνολικά 90 ματς σε τρία χρόνια. Σε όλη την προηγούμενη επαγγελματική του καριέρα με όλες τις ομάδες είχε παίξει 121 ματς. Έρχεται, δηλαδή, από τις πιο γεμάτες του χρονιές.

Και για να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο διεθνούς παρουσίας, έχει πλέον ανοίξει την πόρτα της Ιρλανδίας, λόγω της καταγωγής της οικογένειάς του. Ακόμα δεν έχει κληθεί στην εθνική Ανδρών της Ιρλανδίας. Είναι ένα επιπλέον κίνητρο γι’ αυτόν.

Ο Τζόντζο Κένι ψάχνει τον ήλιο της Θεσσαλονίκης για να βγει από τη σκιά (vids)