MENU

Δεν είχαν περάσει ούτε 100 δευτερόλεπτα από το πρώτο σφύριγμα του ντέρμπι, όταν ο Οντουμπάτζο σημάδεψε με τις τάπες τον αχίλλειο του Τάισον πολύ κάτω από την σέντρα. Μαρκάρισμα-μήνυμα, όταν θέλεις να πάρεις αέρα από το ξεκίνημα. Σήκωσε τα χέρια, ζήτησε συγγνώμη κι έφυγε σφαίρα προς τα πίσω, ο Βραζιλιάνος έμεινε στωικά στο χορτάρι πιάνοντας τον πόδι του. 

Ο διαιτητής δίστασε να βγάλει κάρτα από τόσο νωρίς, σκεφτόμενος ότι αν αρχίσει να κιτρινίζει κόσμο από το πρώτο λεπτό, δεν θα μείνει άνθρωπος στο γήπεδο στο τέλος. Δύο λεπτά αργότερα, ο Φαμπιάνο επανέλαβε το ίδιο πάνω στον Μπράντον Τόμας. Επίσης ατιμώρητα σε πειθαρχικό επίπεδο.

Ήταν δύο φαινομενικά ασήμαντες φάσεις, που όμως στην πραγματικότητα καθόρισαν την φυσιογνωμία ενός παιχνιδιού που πήγε εκεί που θέλει κάθε ομάδα, η οποία υστερεί ποιοτικά. Στην δύναμη, στο σκληρό παιχνίδι, στα ατιμώρητα μαρκαρίσματα.

Θα κέρδιζε ο ΠΑΟΚ αν έβγαινε εκεί μία ή δύο κίτρινες κάρτες από νωρίς; Μπορεί και όχι. Η νωχελική, η ληθαργική, η κάπως μπλαζέ αντιμετώπιση ενός τέτοιου ματς δεν τον αφήνει με το δικαίωμα να ζητά και πολλά παραπάνω.

Ωστόσο, μοιάζει παράδοξο σε ένα τέτοιο παιχνίδι, με πολλά μαρκαρίσματα πέρα από το όριο (κάποια εξ’ αυτών εκτός φάσης αφού η μπάλα είχε αλλάξει κάτοχο), ο Άρης να παίρνει την πρώτη του κάρτα στο 89ο λεπτό και μετά από 19 φάουλ χωρίς περαιτέρω πειθαρχικό έλεγχο, και μάλιστα για… λεκτικό διαξιφισμό! Ακούγεται… κάπως.

Οι συνεχόμενες νίκες, η βροχή από γκολ, οι έπαινοι, τα κομπλιμέντα, ίσως και να μαλάκωσαν κάπως τον ΠΑΟΚ. Να τον «κοίμισαν». Να τον έκαναν να ερωτευτεί το είδωλό του στον καθρέφτη.

Στο πρώτο μέρος, μέτρησα τουλάχιστον 10 χαλαρές, αφηρημένες, απρόσεχτες, ρισκαδόρικες, αλαζονικές πάσες στο build-up, που από καθαρή συγκυρία δεν έφεραν κάποια καθαρή ευκαιρία ή κάποιο γκολ. Δείγμα χαλαρότητας, υπερβολικής σιγουριάς, πνευματικής ανετοιμότητας -το φέρνουν αυτό καμιά φορά οι συνεχόμενες νίκες.

Το ντέρμπι δεν το έχασε μόνο ο ΠΑΟΚ. Το κέρδισε και ο Άρης. Το κέρδισε με το πλάνο του και την θρησκευτική του προσήλωση σε αυτό. Με τα ντουμπλαρίσματα του στην δυνατή αριστερή πλευρά του αντιπάλου του, με το αμυντικό του τρανζίσιον σε μπάλα και χώρους, με τις καλύψεις σε όλα τρεξίματα χωρίς την μπάλα των παικτών του ΠΑΟΚ, με το «διάβασμα» των φάσεων και την επιθετική του στόχευση στην αδύναμη αμυντική πλευρά του Δικεφάλου, από την οποία μπήκαν και τα δύο γκολ. 

Ο τρόπος δεν ήταν όμορφος (κάποια στιγμή το ποσοστό κατοχής ήταν 28-72%), αλλά πιθανώς να ήταν ο μοναδικός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα. Και πρέπει να το πιστωθεί. Αυτός ο ιερός φανατισμός που αντιμετωπίζει τα συγκεκριμένα παιχνίδια τα τελευταία χρόνια του έχει επιτρέψει να ισοσκελίσει την διαφορά ποιότητας και να του προσφέρει βραδιές που «μακιγιάρουν» τις δικές του παθογένειες.

Ανήμερα του Αη-Γιαννιού, όλοι θα πρέπει να κατάλαβαν ότι «σπίτι δίχως Γιάννη, προκοπή δεν κάνει». Η είσοδος του Κωνσταντέλια «γλύκανε» ξανά το παιχνίδι, έδωσε πνοή και σφυγμό σε μία ομάδα που έμοιαζε άπνοη και ανέμπνευστη. Αυτό το τελευταίο μισάωρο, ενδεχομένως να αποτελέσει οδηγό για το μέλλον, για έναν νέο διαμοιρασμό ρόλων ανάμεσα σε αυτό που θεωρείται μέχρι στιγμής «καλή» ενδεκάδα για τα «δύσκολα» ματς και ενδεκάδα rotation για τα πιο εύκολα και χαμηλών απαιτήσεων και σε άλλες θέσεις, όχι μόνο στο «δέκα».

Υπάρχουν χαστούκια που σε αφυπνίζουν και χαστούκια που σε γονατίζουν. Ο ΠΑΟΚ θα πρέπει να κατάλαβε με τον πιο σκληρό τρόπο στο «Κλεάνθης Βικελίδης», ότι μόνο η φινέτσα, η δαντέλα, η ποιότητα, η κλάση δεν αρκούν για να σε φτάσουν ως το τέλος. 

Χρειάζεται και σκληράδα. Χρειάζεται δύναμη στην δύναμη. Νεύρο. Λίγη αγριάδα. Στην ερώτηση που χρειάζεται ενίσχυση ο ΠΑΟΚ η σωστή απάντηση δεν κρύβεται σε θέση. Δεν λείπει ένας φορ, ένας μπακ, ένας χαφ. Λείπει ένας χαρακτήρας. Λείπει ένας Λέο Μάτος. Λείπει αυτό το άγριο, διαπεραστικό και πεινασμένο βλέμμα. Λείπει ένας τέτοιος «κακός» που θα βγει μπροστά, όταν οι κλωτσιές αρχίζουν να πέφτουν σύννεφο. Σαν να λείπει ένα πρωτοπαλίκαρο. Χρειάζονται και τέτοιοι…

Αυτό(ς) που λείπει από τον ΠΑΟΚ…