MENU

Το 1939 ο δικαστής Ν. Κέλλυ έδωσε εκείνο που τότε βραβεύτηκε και μέχρι σήμερα είναι πασίγνωστο και τρομακτικά ακριβές ως ο «χαρακτηρισμός του Έλληνα». Ευφυέστατος ο Έλληνας, αλλά και αλαζόνας. Τόσο αλαζόνας και τόσο εγωπαθής που μέσα στην πάροδο σχεδόν ογδόντα χρόνων ουδείς μπήκε στον κόπο να αναζητήσει ποιο ήταν το μικρό όνομα του δικαστή Ν. Κέλλυ. Αρκούσε που είχε μιλήσει για τους Έλληνες. Και πολύ περισσότερο που είχε βραβευτεί και γι’ αυτό! Η σύντομη, πνευματώδης, διαχρονική και ακριβέστατη περιγραφή του κατέληγε…

«Παράδοξο πλάσμα, ατίθασον, περίεργον, ημίκαλον, ημίκακον, αβεβαίων διαθέσεων, εγωπαθές και σοφόμωρον ο Έλλην.

Οικτίρατέ τον, θαυμάσατέ τον, αν θέλετε. Ταξινομήσατέ τον, αν μπορείτε».

Η αρχή του θαύματος!

Ήταν 17 χρονών. Νωρίς για να έχεις τον κόσμο στα πόδια σου, αλλά τον είχε. Νωρίς για να γεμίζεις το κεφάλι σου με όλα τα «αν» που στοιχειώνουν τον αθλητισμό, αλλά τα είχε. Στη Λιθουανία, ο Μάριο Χεζόνια ήταν μέλος μιας εκλεκτής γενιάς. Εκείνης που ονειρευόταν να φέρει ξανά την Κροατία στην κορυφή του ευρωπαϊκού και του παγκοσμίου μπάσκετ. Πήρε το χάλκινο μετάλλιο, δεν κατάφερε να φτάσει στον τελικό απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες και να διεκδικήσει το χρυσό. «Αν είχαμε παίξει καλύτερα με την Αυστραλία, πιστεύω ότι στον τελικό όλα μπορούσαν να γίνουν». Αν έπαιζε στον τελικό, ενδεχομένως όλη του η καριέρα να ήταν διαφορετική και να είχε εξελιχθεί πολύ πιο γρήγορα.

Όμως, για μισό λεπτό; Πόσο πιο γρήγορα Μάριο; Ήταν έκτοτε το κορυφαίο ταλέντο της χώρας του. Το ταλέντο που όμοιό του έχουμε να δούμε από τον Ντράζεν, όπως θα έλεγαν στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, διαφορετικοί άνθρωποι που τον έβλεπαν να παίζει. Ήταν στην καλύτερη πεντάδα του τουρνουά και ήταν το καλοκαίρι – φανταστείτε δε αυτό – που έπαιξε μετά από μια σεζόν, την οποία είχε χάσει κλινήρης με λοιμώδη μονοπυρήνωση. Χωρίς ιδιαίτερη καριέρα ως τότε σε συλλογικό επίπεδο, είδε τις ομάδες να στήνονται στην ουρά για να τον αποκτήσουν. Η δική του γνώμη; Αντισυμβατική. Αντισυμβατικός έχει παραμείνει σε όλη του την καριέρα. Ισορροπιστής ανάμεσα στο θράσος και την αλαζονεία, ανάμεσα στην αυτοπεποίθηση και την έπαρση.

«Η αγαπημένη μου ομάδα είναι η Παρτιζάν. Περισσότερο και από την Τσιμπόνα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη». Κροάτης. 17 ετών. Το παιδί έχει σίγουρα άντερα. «Οι οπαδοί της είναι οι καλύτεροι στον κόσμο, αν παίζεις εκεί δίνεις το 300% σου. Και οι παίκτες της είναι οι πιο γνωστοί στα Βαλκάνια και τη σκληρή δουλειά που κάνουν και για το πόσο βελτιώνονται. Αν θα είχα πρόβλημα στη Σερβία; Μπορεί και να είχα, αλλά δε με νοιάζει και ιδιαίτερα. Δεν ξέρω κανέναν Σέρβο που να είναι σκουπίδι, όλοι είναι σπουδαίοι άνθρωποι. Καλύτεροι και από τους δικούς μας. Εδώ κανείς δεν ξέρει τίποτα και όλοι νομίζουν ότι ξέρουν τα πάντα».

Στην Παρτιζάν δεν πήγε. Αλλά είναι η ιδανική εισαγωγή στην Hezonja mentality. Εκείνη που τον έφερε στην κορυφή, κι εκείνοι – που κατά πολλούς – τον γκρέμισε από εκείνη. Έστω κι αν στα 26 του χρόνια (σ.σ. τα κλείνει σε δύο μέρες) είναι αδύνατο να μιλάμε σε παρελθοντικό χρόνο για την καριέρα του. Μια καριέρα που κατά το Λεμπρόν Ευαγγέλιο, πήρε τα ταλέντα της και μετακόμισε στην Βαρκελώνη.

Ο μύθος του Μάριο!

Urban Legend… Δεν τον έχει διαψεύσει, γιατί μοιάζει με τύπος που δε θα διέψευδε οτιδήποτε τον κάνει δημοφιλή.

Ερώτηση: Έχεις πάει να παρακολουθήσεις τον Λίο Μέσι;

Απάντηση: Ας έρθει ο Λίο να δει εμένα;

Ο Λίο Μέσι δεν πήγε ποτέ, αλλά υπήρξαν αρκετοί παίκτες της πιο hype ομάδας της προηγούμενης δεκαετίας που έσπευσαν στο κλειστό να τον παρακολουθήσουν. Ο Ντάνι Άλβες και ο Νεϊμάρ ξεσηκώνονταν άλλοτε με την εντυπωσιακή γκάμα που είχε στο παιχνίδι του. Βραδιές που σημείωνε οκτώ τρίποντα, άλλες που κάρφωνε στο πρόσωπο αντιπάλων, άλλες που γελοιοποιούσε τις άμυνες με τις πάσες του και άλλες που απλώς εξόργιζε τον Τσάβι Πασκουάλ και μερικούς συμπαίκτες του με την εμμονή του για το εξεζητημένο. Μήπως τον απασχολούσε και καθόλου;

«Σεβασμό; Όχι, ποτέ δεν σεβάστηκα κανέναν μέσα στο γήπεδο. Είχα ακούσει το λεγόμενο «αν μυρίσουν αίμα, θα σε φάνε ζωντανό». Δεν είμαι έτσι. Δε με νοιάζει. Είτε έχω έναν νεαρό παίκτη, είτε έναν βετεράνο απέναντί μου, ο στόχος δεν αλλάζει. Θέλω να πατήσω πάνω σε όλους».

Στην Ισπανία το έκανε. Τρία χρόνια τού πήρε να γίνει θρύλος στην Βαρκελώνη, να πανηγυρίσει το πρωτάθλημα, να κάνει επικές εμφανίσεις απέναντι στην Ρεάλ, να φτάσει τον Άντε Τόμιτς στα όριά του να τον αρπάξει σε ένα ματς. Τον Τόμιτς, ο οποίος στα πρώτα χρόνια του Μάριο Χεζόνια στην Βαρκελώνη τον είχε σαν μικρό αδερφό και είχε στόχο να «να διαβάζω το παιχνίδι, να αντέχω στο υψηλότερο επίπεδο, με βοηθήσει να μένω ήρεμος, να ελέγχω τα συναισθήματά μου».

Θα μπορούσε και καλύτερα… Μετά από τρία χρόνια στην Βαρκελώνη, ο Μάριο Χεζόνια ήταν έτοιμος για το επόμενο βήμα. Και είχε την οδηγία για το πώς πρέπει αυτό να γίνει.

«Νομίζω ότι πρέπει να είμαι νούμερο ένα στο ντραφτ».

Ο κήπος του καλού και του κακού!

Οι Αμερικάνοι το ήξεραν καλά. Εκεί σπάνια το «δε με νοιάζει τι κάνει έξω από το γήπεδο», διαχωρίζεται της αθλητικής ικανότητας και κυρίως της αθλητικής δυνατότητας. Ο αστερίσκος συνόδευε το όνομα του Μάριο Χεζόνια, ο οποίος εντέλει επιλέχτηκε στο νούμερο 15 του ντραφτ. Τόσο ψηλά, παρότι δεν είχε προλάβει να αφήσει το στίγμα του στην Ευρώπη, όπως για παράδειγμα, έκανε χρόνια μετά ο Λούκα Ντόντσιτς. Ήταν τέτοιο το ταλέντο του… Εκείνο που ήταν αμφίβολο ήταν η προοπτική. Έγραφαν, λοιπόν, οι Αμερικάνοι:

Ποιο είναι το χειρότερο σενάριο; Φανταστείτε το παιχνίδι του Μπόστιαν Νάχμπαρ με νοοτροπία και ύφος Κόμπι Μπράιαντ.

Ποιος είναι το καλύτερο σενάριο: Φανταστείτε το παιχνίδι του Κλέι Τόμπσνον με νοοτροπία και ύφος Κόμπι Μπράιαντ.

Το ενδιάμεσο ούτε που πέρασε από το μυαλό τους. Ο Κόμπι Μπράιαντ είναι η σταθερά, εξ ου και πλέον υπάρχει στο black mamba στο δεξί του χέρι. Δεν έκρυψε ποτέ τον θαυμασμό του για τον αείμνηστο άσσο των Λέικερς, δεν έκρυψε ποτέ τη «δε σε βλέπω» συμπεριφορά απέναντι σε κάθε αντίπαλο στο γήπεδο. Στις καλές του μέρες γινόταν hashtag #freehezonia και κίνημα των οπαδών των Μάτζικ για να μείνει στο Ορλάντο. Στις κακές πήγαινε στην αναπτυξιακή λίγκα. Στις καλές του μέρες έκανε τριπλ-νταμπλ με τη Νέα Υόρκη. Στις κακές δεν του ανανέωναν το συμβόλαιο, ούτε καν στη χειρότερη ομάδα του ΝΒΑ.

Το πλέον κομβικό σημείο στην πορεία του, όμως, ήταν το Πόρτλαντ. Εκεί οι καλές μέρες ήταν λίγες, παρότι είχε τον κολλητό του, Γιουσουφ Νούρκιτς, δίπλα του. Ο Μάριο Χεζόνια, ο Super Mario του ΝΒΑ, είχε γίνει πλέον τόσο αμφιλεγόμενος που ήταν ευκολότερο να συγκεντρώσει αρνητική δημοσιότητα από θετική. Κι ας το ονειρευόταν διαφορετικά… «Διάλεξα το νούμερο 44 για τον Ντράζεν, για όσα έκανε για την Κροατία. Μια ευκαιρία να αγωνιστώ στην ομάδα που έπαιξε τα πρώτα του ματς στο ΝΒΑ είναι σπάνια και μοναδική. Είναι ένας πραγματικός θρύλος και θέλω να καταφέρω όσα δεν κατάφερε εκείνος εδώ».

Όμως έφυγε πριν το καταφέρει. Πριν καταφέρει οτιδήποτε στο Πόρτλαντ και η συνέχεια ήταν ακόμα πιο σκληρή. Την ίδια στιγμή είχε ανοίξει μέτωπο με την Εθνική Κροατίας, σε βαθμό που μέχρι και η μητέρα του Ντράζεν του απηύθυνε έκκληση αντί να τιμήσει τη μνήμη του γιου της στο Πόρτλαντ να την τιμήσει με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Μέτωπο με τον ομοσπονδιακό προπονητή, μέτωπο με τον Στόγιαν Βράνκοβιτς, μέτωπο με τον Ντίνο Ράτζα.

Τι συνέβη στο παιδί που ήθελε να φέρει την Κροατία στην κορυφή του κόσμου; «Είναι στο δικό μας χέρι και ειδικά στο δικό μου, να επαναφέρουμε τη δόξα του κροατικού μπάσκετ. Οι οπαδοί μας το αξίζουν». Τι συνέβη στο παιδί που ένιωθε ύψιστη τιμή να φοράει το εθνόσημο; «Πολλοί πέθαναν για αυτή τη φανέλα. Ο θείος μου πέθανε για να μπορώ να εκπροσωπώ εγώ σήμερα την Κροατία. Για εκείνον και για όλους θα παλεύω πάντα, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες».

Μήπως ο Ντίνο Ράτζα το έθεσε σωστά για το σπουδαιότερο ταλέντο που έβγαλε η Κροατία μετά τον Ντράζεν Πέτροβιτς; «Είναι μια κλασική ιστορία. Ό,τι έχει γίνει, συνέβη επειδή πήδηξε τα σκαλοπάτια και θυσίασε την καριέρα του για τα λεφτά. Θα είχε κερδίσει δέκα φορές περισσότερα αν έμενε στο σωστό μονοπάτι».

Κι όμως δεν είναι η κλασική ιστορία. Ο Μάριο Χεζόνια δεν είναι η κλασική περίπτωση ανθρώπου. Δεν είναι κακομαθημένος, δεν είναι ψωνισμένος. Επιστρέφει σπίτι του, πηγαίνει να ακούσει τη μαμά του στην εκκλησία, βγαίνει με τη γιαγιά του, παίζει σε φιλανθρωπικά ματς (σ.σ. έστω και του Fortnite), και πάντα, πάντα, μα πάντα έχει το θάρρος της γνώμης του. No one becomes great by fitting in, όπως το έγραψε σε έναν πίνακα που παρήγγειλε και όπως προσπαθεί να κάνει με τα ρούχα του, τα χτενίσματά του, το στυλ του.

Οικτίρατέ τον, θαυμάσατέ τον, αν θέλετε. Ταξινομήσατέ τον, αν μπορείτε.

Ό,τι καλύτερο μετά τον Ντράζεν!