MENU

Ας ξεκινήσουμε με τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Άπαξ και φύγει το μεγαλόσωμο θηλαστικό από τον χώρο, θα γίνουν όλα πολύ πιο εύκολα και θα μείνει περισσότερος χώρος για τα υπόλοιπα. Ο Λουκ Σίκμα είναι 34 ετών! 33 μπορεί να σου πει χαμογελώντας, έχει μερικές ημέρες ακόμα μέχρι να σβήσει τα 34 κεράκια. Σε τέσσερα χρόνια στην ευρωλίγκα με τη φανέλα της Άλμπα έχει χάσει εννέα ματς. Σε αυτά τα τέσσερα χρόνια παίζει κατά μέσο όρο 24 λεπτά. Κάποια στιγμή είχε φτάσει τον απίστευτο αριθμό των 214 αγώνων στους 216 με την Άλμπα. Συνεχόμενα. Είχε χάσει μόλις δύο ματς σε δύο σεζόν! Είμαστε εντάξει; Είμαστε! Πάμε παρακάτω; Πάμε! «Προσέχω αρκετά το σώμα μου. Παίζω επαγγελματικά πάνω από δέκα χρόνια και ξέρω πότε πρέπει να κοιμηθώ περισσότερο και πότε πρέπει να φάω πίτσα».

Και, πιστέψτε μας, για έναν λάτρη της ποιοτικής ζωής και του ποιοτικού φαγητό, τόσο ο ύπνος, όσο και η πίτσα είναι απολύτως απαραίτητα…

Εκεί που τραγουδούν οι καραβίδες!

Bellevue… Δεν είναι ακριβώς η τοποθεσία του ομώνυμου βιβλίου, ούτε έχει κάποια σχέση η πλοκή της ζωής των Σίκμα με το μυθιστόρημα της Ντέλια Όουενς. Όταν, όμως, ακούς για ένα μέρος που απέχει τριάντα λεπτά από τα Lake Hills, έχει θέα τη λίμνη Ουάσινγκτον, ήταν νούμερο ένα μέρος στις Ηνωμένες Πολιτείες να ζεις και να ξεκινήσεις επιχείρηση το 2008, νούμερο τέσσερα το 2010 και νούμερο δύο καλύτερη περιοχή για να ζεις το 2014 – ε, κάπως έτσι φαντάζεσαι το μέρος που τραγουδούν οι καραβίδες και όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί. Κι ας βρέχει συχνά.

Εκεί ξεκινάει η ιστορία. Εκεί πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Λουκ Σίκμα, δίπλα-δίπλα με την οικογένεια Σρεμπφ, παίζοντας μπάσκετ στο γυμνάσιο με τον γιο του Ντέτλεφ. Μια γειτονιά θρύλων των ΝΒΑ. Θρύλων του Σιάτλ. Θρύλων της οικείας Σίκμα. Κατεβαίνοντας τη μεγάλη, εσωτερική σκάλα της έπαυλης στο Μπελβί, υπήρχαν διάφορα διακοσμητικά κάδρα στους τοίχους. Ένα παιδί δε θα έδινε απαραιτήτως σημασία, ίσως, μάλιστα, και να προτιμούσε ένα κουτάβι ή ένα άλογο από τους περίεργους ενήλικες που έμοιαζαν παγιδευμένοι στο χρόνο και εγκλωβισμένοι πίσω από το γυαλί της κορνίζας. Κάποιος Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, κάποιος Μάτζικ Τζόνσον, κάποιος Μόουζες Μαλόουν, τι μπορούν να πουν σε έναν πιτσιρικά που μεγαλώνει τη δεκαετία του ’90; Δεν έχει youtube, δεν έχει ίντερνετ, δεν έχει social media, και για να είμαστε ειλικρινείς, δεν τον νοιάζει και πολύ ποιοι είναι αυτοί οι τύποι στο σαλόνι του μπαμπά.

«Άργησα πολύ να καταλάβω ποιοι ήταν και να μάθω την ιστορία του ΝΒΑ», παραδέχεται και αυτό ήταν το καλύτερο για όλους. Ο Τζακ Σίκμα δεν ήταν ο θρύλος του Σιάτλ, ο άνθρωπος που οδήγησε τον οργανισμό στο μοναδικό του πρωτάθλημα, ο παίκτης που άλλαξε το διήγημα για τα πεντάρια στο μπάσκετ ή εκείνος που είχε τη δική του κίνηση, τη signature move, που διδάσκεται μέχρι και σήμερα στις ατομικές προπονήσεις. Ο Τζακ δεν ήταν εκείνος για τον οποίο είχε ειπωθεί το αμίμητο «να ανταλλάξω τον Σίκμα με τον Μόουζες Μαλόουν; Δεν θα τον άλλαζα ούτε για την ανάσταση της Μέριλιν Μονρόε στο δωμάτιο μου», δεν ήταν ο εφτά φορές all star ή εκείνος που έχει να διηγείται τη ζωντανή παράσταση του Μάρβιν Γκέι στο All Star game του 1983 στο Ίνγκλεγουντ, λίγο καιρό πριν ο «πρίγκιπας της σόουλ» φύγει από τη ζωή.  

Ο Τζακ ήταν ο πατέρας του, με τον οποίο πήγαινε για ψάρεμα, εκείνος με τον οποίο έπαιζαν σουτάκια και ο σύζυγος της Σον! Η Σον Στρίκλαντ (λες και η οικογένεια έπρεπε σε όλα της να θυμίζει μπάσκετ) ξεκίνησε να παρακολουθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Δεν υπήρχε τίποτα εκείνη την εποχή το οποίο να πλησιάζει καν στη δημοτικότητα και στο entertainment που υπάρχει σήμερα στο ΝΒΑ. Πήγαινε γιατί έπρεπε να πάει να δει τον Τζακ. Έπαιρνε μαζί της και μερικά περιοδικά να διαβάζει για να περνάει η ώρα μέχρι να τελειώσει το ματς. Δεν την ενδιέφερε αν ο τότε σύντροφός της είχε πετύχει κάποτε 100 πόντους σε ένα τουρνουά τεσσάρων αγώνων, προκαλώντας το ενδιαφέρον όλων των κολεγίων, ούτε αν επιλέχτηκε ψηλά στο ντραφτ, ούτε αν κάποια στιγμή η φανέλα του θα αποσυρθεί από τον οργανισμό, επηρεάζοντας αργότερα και τους Οκλαχόμα Σίτι Θάντερ.

Την ενδιέφερε να είναι καλός πατέρας…

«Από τότε που ήμασταν έξι ετών και παίζαμε στο γκαράζ, καταλάβαινα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον κερδίσω στις βολές», διηγείται ο Λουκ για τις ώρες που περνούσε με τον μικρότερο αδερφό του, Νέιτ, και τον Τζακ μαθαίνοντας μπάσκετ.  Δεν ήταν μόνο το μπάσκετ. Δοκίμασε και σε άλλα αθλήματα, αλλά στην πορεία και αντιλαμβανόμενος εντέλει ποιος είναι ο μπαμπάς του πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Ήμουν περίπου εννέα ή δέκα ετών όταν άρχισα να πηγαίνω σε αγώνες των Σούπερσονικς μαζί του και συνέχεια του ζητούσαν φωτογραφίες, αυτόγραφα, και του έλεγαν ιστορίες από τότε που κατέκτησε το πρωτάθλημα. Τότε άρχισα να σχηματίζω μια εικόνα για εκείνον. Τα βίντεο ήρθαν αργότερα. Και τότε ήταν που του ζήτησα να μας δείξει και το δακτυλίδι, το οποίο πολύ σπάνια έβγαζε από την κρυψώνα. Τότε κατάλαβα ποιος ήταν. Ήταν πηγή έμπνευσης και περηφάνιας. Ήταν ένας από τους σπουδαίους».  

Και όπως συνήθως πράττουν οι σπουδαίοι, ήξερε και πότε να σταματήσει. Το 1991 στα 36 του χρόνια αποσύρθηκε από το ΝΒΑ και περίπου το 2005 αποσύρθηκε από τα οικογενειακά μονά. «Από τότε που ήμουν 14 ετών άρχισε να βρίσκει δικαιολογίες για να μην παίζουμε», προσθέτει ο Νέιτ, ο οποίος δε συνέχισε το μπάσκετ μετά το κολέγιο, εν αντιθέσει με τον Λουκ που - ακριβώς όπως και ο πατέρας του – πήρε ύψος πολύ απότομα και χρησιμοποίησε όλα τα μυστικά τα οποία είχε μάθει για να παίζει γκαρντ, στη νέα του θέση. Μαζί με το μυστικό που του είχε πει ο πατέρας του. Τη μοναδική συμβουλή που του είχε δώσει.

«Να παίζεις και να το χαίρεσαι, γιε μου. Να παίζεις και να χαίρεσαι».

When in Spain, do as the Spaniards do!

«Σκεφτόμουν να παίξω ένα χρόνο στην Ευρώπη στο τέλος της καριέρας μου. Μακάρι να το είχα κάνει. Θα ήταν μια εκπληκτική εμπειρία ζωής για μένα».

Ποιος είπε ότι οι μπαμπάδες, ακόμα κι αν είναι θρύλοι, δεν μπορούν να ζηλέψουν τα παιδιά τους; Ο Λουκ δεν ένιωσε ποτέ να περπατάει στη σκιά του πατέρα του, ούτε ένιωσε την ανάγκη να γίνει τόσο σπουδαίος όσο εκείνος. Η ζωή του ήταν ευτυχισμένη ως είχε. Με το πράσινο του Σιάτλ, τα βουνά και τη λίμνη – το μέρος και τη θέα που δε θα την άλλαζε με τίποτα στον κόσμο. Κι ας βρέχει. Κι ας πουλήθηκε το 2007 σπίτι που μεγάλωσε στον Μαρκ Ζμπικόφσκι. Κι ας πήγε στο Πόρτλαντ κολέγιο. Κι έπαιξε σε ορισμένα από τα ωραιότερα μέρη στην Ευρώπη, κι ας έγινε Ισπανός στην Ισπανία και Γερμανός στην Γερμανία. Απολάμβανε και απολαμβάνει να είναι ο εαυτός του.

«Ο Λουκ Σίκμα είναι ένας φόργουορντ με αρετές πλέι μέικερ. Είναι ένα από τα καλύτερα πλέι μέικερ στην Ευρώπη», είχε πει για εκείνον ο Ιγκόρ Κοκόσκοφ κι εκεί θα εστιάσουμε. «Πάντα μου άρεσε να πασάρω. Πριν το γυμνάσιο ήμουν γκαρντ και συνέχισα να νιώθω έτσι. Είμαι ένα γκαρντ φυλακισμένο σε σώμα ψηλού». Η ιστορία είναι ότι ο Λουκ δεν έπαιζε καν στο κορυφαίο επίπεδο γυμνασίου πριν την τρίτη του χρονιά. Το καλοκαίρι του 2005, όταν ήταν 16 ετών, ψήλωσε 18 εκατοστά και την επόμενη χρονιά άλλαξαν όλα. «Ήμασταν μια παρέα φίλων, οι οποίοι απλά περνούσαν καλά στο γήπεδο, δεν το βλέπαμε σοβαρά, αλλά κατακτήσαμε το τοπικό πρωτάθλημα και πήγαμε στο πολιτειακό μετά από 30 χρόνια!». Ο Λουκ Σίκμα είχε 16,2 πόντους, 12,4 ριμπάουντ, 4,2 ασίστ και τρία κλεψίματα μέσο όρο στην τελευταίο του χρονιά με το γυμνάσιο του Μπελβί.

Στο κολέγιο του Πόρτλαντ είχε αρκετά αξιοπρεπή παρουσία, όμως δεν ήταν τέτοια που θα του έδινε μια θέση στο ντραφτ του 2011. Επέλεξε να συνεχίσει στην Ισπανία. ΕΠΕΛΕΞΕ. Διότι πάντα επέλεγε πού θέλει να βρίσκεται και γνωρίζοντας ισπανικά θέλησε να ζήσει την ισπανική κουλτούρα και τη ζωή. Κι αποφάσισε να το κάνει στο έπακρο. Λάτρεψε την παέγια, το ζαμπόν και τις μεσημεριανές σιέστες. Λάτρεψε τον ήλιο και τη θάλασσα, σε βαθμό που παραλίγο να ξεχάσει και τη βροχή του Σιάτλ. Φυσικά, το μπάσκετ. Λα Πάλμα, Μπούργκος, Τενερίφη, Βαλένθια – ούτε ταξιδιωτικό γραφείο δε θα έκλεινε τόσο καλή εκδρομή! Κατέκτησε τον τίτλο στην Ισπανία με τις «νυχτερίδες» κι εκεί ίσως να ήταν η μοναδική φορά που δεν ήρθαν τα πράγματα όπως σκόπευε να έρθουν. Το συμβόλαιο δεν ανανεώθηκε και η επόμενη πρόκληση ήταν η Άλμπα.

Αν είσαι στην Ισπανία, να ζεις όπως οι Ισπανοί κι αν είσαι στην Γερμανία να ζεις όπως οι Γερμανοί. Εντάξει, περίπου… Κι όμως ο Λουκ Σίκμα υπέγραψε ένα συμβόλαιο με την Άλμπα το 2017, υπέγραψε επέκταση του συμβολαίου το 2019, περιπλανήθηκε στους δρόμους του Βερολίνου για να νιώσει την ιστορία, διάβασε βιβλία για να καταλάβει την πόλη που ζει, πήγε στο μουσείο της Στάζι, προσέλαβε δάσκαλο για να μάθει τη γλώσσα, ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του και ευχαριστήθηκε το μπάσκετ. Περισσότερο από ποτέ, όταν είχε προπονητή του τον Αΐτο Ρενέσες, περισσότερο από ποτέ όταν μαζευόταν όλη η οικογένεια να τον δει.

«Κάπου ανάμεσα στον πατέρα μου και στα τρία παιδιά, ξέρει πλέον πολλά για το παιχνίδι, λατρεύει να μας βλέπει να παίζουμε. Και δε χρειάζεται καν να φέρνει μαζί της περιοδικά».

Η ιστορία του Σίκμα συνεχίζεται. Το δικό του εφτά (43) έρχεται στο ΣΕΦ και ενώνει ένα θρύλο του Ολυμπιακού, ένα θρύλο του ΝΒΑ, κι εκείνον που θα το φοράει στο Σακραμέντο και άφησε τα λεγόμενα μεγάλα παπούτσια πίσω του. Ο Λουκ δεν είχε ποτέ πρόβλημα να τα φοράει. Αρκεί να περνάει καλά. Και να βρέχει πού και πού…

Luke Se7en (ή μήπως 4+3;)!