MENU

Ο Παναγιώτης Πελεκούδας σε συνέντευξη που παραχώρησε μίλησε για την κατάθλιψη που πέρασε.

Μεταξύ άλλων ανέφερε στο «Documento»: 

Εσύ είσαι ένας άνθρωπος εξωστρεφής και χαμογελαστός. Εγώ νόμιζα ότι η κατάθλιψη χτυπάει τους τους δυστυχείς και όσους τα κρατούν όλα μέσα τους. Γιατί λοιπόν το τέρας επισκέφθηκε εσένα;

«Θα σου μιλήσω με την ψυχή και όχι με το μυαλό μου. Ο καθένας μπορεί να το πάθει. Άνθρωποι μαθημένοι στην αναποδιά ή τη μοναξιά είναι λίγο πιο ανθεκτικοί όταν έρθει η στραβή. Εγώ μέχρι τα είκοσι πέντε δεν είχα αγχωθεί ποτέ. Ούτε για τις πανελλαδικές ούτε για το βόλεϊ ούτε για τις γυναίκες. Είχαν φροντίσει οι γονείς μου ώστε να μη μου λείπει τίποτε».

Ο σκληραγηγημένος έχει περισσότερες πιθανότητες να αποφύγει την κατάθλιψη; 

«Δεν υπάρχει σωστός και λάθος τρόπος διαπαιδαγώγησης. Ούτε μπορούμε να κατηγορήσουμε τους γονείς. Ορμόνες προκαλούν την ασθένεια και όχι απαραίτητα ψυχικά τραύματα. Εμένα τζαζάρισε το μυαλό μου επειδή έβρισκα κίνηση εδώ, στην παραλιακή! Ήθελα να κοιμηθώ για ένα μήνα και να ξυπνήσω μόλις γίνω καλά. Σου φαίνεται λογικό να τρελαθείς επειδή χάλασε το καζανάκι; Κι όμως μπορεί να συμβεί. Όχι όταν είσαι στην τσίτα αλλά σε περίοδο χαλαρότητας. Τότε που το μυαλό έχει ελεύθερο χρόνο για να τα βρει με την ψυχή. Το μυαλό μας είναι ένα αυτόνομο σύμπαν, δεν ξέρουμε πως λειτουργεί».

Υποθέτω ότι το καζανάκι και το μποτιλιάρισμα ήταν οι τελευταίες σταγόνες που ξεχείλησαν το καζάνι.

«Κάθε μέρα σου συμβαίνουν δύο τρία πράγματα μικρά, σταγονίτσες που συσσωρεύονται μέσα σου. Ωσπου κάτι σημαντικό συμβαίνει και ξεχειλίζει το ποτήρι. Τότε τα μικρά σου φαίνονται μεγάλα. Στόχος μου εκείνο τον καιρό ήταν να περάσει σε μια ολόκληρη μέρα χωρίς να ζαλίζομαι. Όταν το κατάφερα ένιωσα μεγάλη ανακούφιση.»

Τότε σκέφτηκες «νικάμε»;

«Το πρώτο «νικάμε» το είπα την πρώτη κιόλας μέρα, όταν κατόρθωσα να τηλεφωνήσω στους γονείς μου και να τους εξηγήσω ότι τζαζάρισα. Πρώτα τους έστειλα ένα ηχητικό μήνυμα για να με ακούσουν και να καταλάβουν ότι ήμουν εντάξει. «Είμαι ο γιος σας, αυτός που αγαπάτε, αλλά να ξέρετε ότι θα περάσω μια περίοδο δύσκολη» είπα στον πατέρα μου. Ως άνθρωπος της επιστήμης, εκείνος κατάλαβε αμέσως ότι το πρόβλημα ήταν ψυχολογικό. «Θα είμαστε δίπλα σου ό,τι κι αν σε βασανίζει» μου είπε. «Μου έχει γίνει ο κώλος χωνί για να σε μεγαλώσω και δεν πρόκειται να κάνω πίσω αν ζοριστείς για ένα χρόνο». Το όνειρο της ζωής μου είναι να γίνω ένας πατέρας σαν τον δικό μου. Άλλο όνειρο δεν έχω πέρα από αυτό».

Πότε είπες μέσα σου «χάνουμε»;

«Ποτέ. Μόλις βεβαιώθηκα ότι δεν είχα κάποια αρρώστια στο αίμα ή κάτι άλλο ανίατο ήξερα ότι θα κερδίσω. Σε έναν χρόνο; Σε έναν χρόνο. Σε όσο χρειαστεί! Δεν παραιτήθηκα ούτε όταν περνούσα εβδομάδες ολόκληρες με κλειστά τα παντζούρια στο σπίτι. Δεν είχα τάσεις αυτοκτονίας αλλά ήθελα να κοιμάμαι συνεχώς, να βρίσκομαι σε διαρκή καταστολή. Χρειάστηκε να έρθει ο φίλος μου, ο Θάνος ο Μαρούλης, να ανοίξει τα παράθυρα και να με ξεσηκώσει. «Σήκω πάνω» μου είπε. «Δεν είσαι εσύ αυτός».

Εσύ αισθανόσουν να ξεφεύγεις από τον εαυτό σου; Να γίνεσαι κάτι διαφορετικό;

«Όχι ακριβώς. Είχα όμως παραπανίσια νεύρα και τα κρατούσα μέσα μου. Ο αθλητισμός με βοήθησε να είμαι καλός άνθρωπος ώστε να μη βαρέσω κανέναν, να μη βρίσω, να μη σκοτώσω. Καταλάβαινα ότι όφειλα να προσέχω τη συμπεριφορά μου. Να μην κρίνω εν βρασμώ. Ήξερα ότι δεν ήμουν καλά και μπορούσα να ελέγξω τις αντιδράσεις μου. Γνώριζα τα όρια του μυαλού και του κορμιού μου. Τώρα έμαθα και της ψυχής μου».

Ποιο ήταν το χειρότερο μέσα σε όλα αυτά;

«Ότι δεν εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου. Είναι αληθινό αυτό που ζεις ή το φαντάζεσαι; Η καρδιά σου πάει πιο γρήγορα αλλά εσύ είσαι εκείνος που το προκαλεί. Παθαίνεις καρδιακό επεισόδιο ή κρίση πανικού; Ξέρεις την απάντηση αλλά δεν έχεις εμπιστοσύνη στη λογική σου. Το μυαλό χωρίζεται στα δύο και η μία πλευρά τσακώνεται με την άλλη. Τρελαίνεσαι».

Το κάνεις να ακούγεται εύκολο. Δίνεις την εντύπωση ότι νιώθεις δυνατός.

«Είμαι δυνατός επειδή το κουμαντάρω. Με τη βοήθεια ειδικών ωστόσο. Δεν είμαι σαν τους ταξιτζήδες που ξέρουν τα πάντα. Πολλοί ομοιοπαθείς μού ζητούν βοήθεια. Τους προτρέπω να μιλήσουν σε γιατρούς και φίλους. Και να ακούσουν. Να μη βάζουν χρονικό ορίζοντα. «Μη το φοβάσαι, περνάει» τους λέω. Όποτε αδιαφορείς και αφήνεσαι η ασθένεια φουντώνει. Υποχωρεί όταν ξέρεις πώς να την αντιμετωπίσεις. Τότε λες: «Ας έρθει».

Με τι μοιάζει η κατάθλιψη; Έχω ακούσει να την περιγράφουν ως κουβέρτα που σε σκεπάζει ολόκληρο.

«Περισσότερο θυμίζει κύμα που έρχεται και φεύγει. Όχι, όχι τσουνάμι. Μοιάζει με έναν μανδύα που χωρίζει την ψυχή από τη λογική. Παλεύεις να τον ανοίξεις ώστε να επικοινωνούν ξανά. Συνεχίζω ακόμη θεραπείες όταν τα βρίσκω σκούρα και νιώθω ότι το χάνω. Η επαφή με τη φύση με βοηθάει πολύ».

Πελεκούδας: «Δεν είναι τέρας η κατάθλιψη, ξέρω πως να την κουμαντάρω»