MENU

Για τον Γιάννη…

Η καριέρα του έχει σχεδόν δέκα σταθμούς. Σχεδόν; Πώς μπορεί να «σχεδόν υφίσταται» ένας σταθμός; Το ΜΕΤΡΟ δεν κάνει σχεδόν στάση, το λεωφορείο δεν κάνει σχεδόν στάση, και δεν υπάρχει πουθενά σχεδόν τερματικός σταθμός. Μόνο στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Η ακαδημία στο Κιλκίς, η Καβάλα, ο Φωστήρας, η Παναχαϊκή, ο Πλατανιάς, ο Πανιώνιος, η Ντιναμό Μπρεστ, ο ΠΑΣ Γιάννινα, η Λέφσκι Σόφιας. Το σχεδόν είναι ανάμεσα στις γραμμές. Τον απέκτησε ο Ολυμπιακός από την Παναχαϊκή; Είχε τη συνιδιοκτησία του με τον Πλατανιά; Μήπως, εντέλει, άνηκε στην ΑΕΛ; Λεπτομέρειες σε ένα γκρίζο φόντο – λεπτομέρειες που στο τέλος της ημέρας, δεν έχουν και καμία σημασία.

Ο Γιάννης Κάργας ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο συμπτωματικά. Μην ψάχνεις έρωτας με την πρώτη ματιά ή τις κλισέ παιδικές ηλικίες, στις οποίες πρώτα κλώτσησε τη μπάλα και μετά περπάτησε. «Ξεκίνησα να παίζω σχετικά αργά. Κατάγομαι από ένα πολύ μικρό χωριό και πάντα η παρέα μας ήταν έξι άτομα. Μία μέρα ένα από τα παιδιά έλειπε. Πρώτη μέρα, δεύτερη μέρα. Όταν τελικά τον είδα τον ρώτησα που ήταν όλο αυτό το διάστημα. Μου είπε ότι παίζει σε μία ακαδημία ποδοσφαίρου στο Κιλκίς. Πήρα αμέσως την απόφαση και μόλις γύρισα σπίτι, ζήτησα από τον πατέρα μου και με πάει και μένα εκεί».

Ο παιδικός μιμητισμός ελλοχεύει συχνά κινδύνους, αλλά δημιουργεί και μικρά θαύματα. Η προπόνηση κόστιζε… 40 χιλιόμετρα στον πατέρα του, και αρκετές απογοητεύσεις στον ίδιο. Όλες οι μεγάλες ομάδες της Θεσσαλονίκης τον είχαν δοκιμάσει, όλες τον ήθελαν, σε όλες είχε πει «ναι», ωστόσο ο εφηβικός ενθουσιασμός τείνει να αγνοεί την πραγματικότητα. Πού θα μείνει; Πού θα πάει σχολείο; Πώς θα είναι μακριά από την οικογένειά του; Εκείνη την εποχή, καμία ομάδα δεν είχε τη διάθεση να τα καλύψει, μέχρι που το έκανε η Καβάλα. Η Καβάλα της Super League και η Καβάλα των μετέπειτα υποβιβασμών.

Το πρώτο σπουδαίο ματς του Γιάννη Κάργα έρχεται με αντίπαλο τον Ολυμπιακό για τους «16» του κυπέλλου Ελλάδας και η ημερομηνία είναι 30 Ιανουαρίου του 2013. Ο κεντρικός αμυντικός ήταν τότε 19 ετών, είχε ζήσει ως παίκτης των υποδομών την ακμή της Καβάλας, αλλά πολύ περισσότερο θα ζούσε την παρακμή. Ακόμα και όταν έπαιζε, υπήρχαν φορές που ένιωθε το σώμα του να τον εγκαταλείπει. «Εκείνη τη χρονιά του υποβιβασμού κυριολεκτικά δεν είχαμε να φάμε. Κάποια άτομα λειτούργησαν μεμονωμένα και μας κράτησαν στο ποδόσφαιρο. Για παράδειγμα, μέναμε σε ένα σπίτι που μας είχε παραχωρήσει δωρεάν ένας από τους οπαδούς. Ένας από τους ανθρώπους της διοίκησης είχε καφετέρια στην οποία δεν πληρώναμε. Πηγαίναμε εκεί κάθε πρωί όχι για να πιούμε καφέ, αλλά να φάμε κάτι κρουασανάκια που είχε για συνοδευτικό. Έτσι επιβιώναμε. Και να θέλανε να τους δώσουμε χρήματα, δεν είχαμε».

Ο Νίκος Παπαδόπουλος, τεχνικός τότε της ομάδας, έδινε συχνά χρήματα στους ποδοσφαιριστές για να μπορέσουν να σιτιστούν, και οι καταστάσεις που βίωσαν ήταν τέτοιες που καθόρισαν την προσωπικότητα που θα είχαν στο ποδόσφαιρο. «Εγώ τα πέρασα, βρήκα το δρόμο μου. Υπάρχουν, όμως, τόσα παιδιά εκεί έξω που περνούσαν και περνάνε τις ίδιες δυσκολίες. Θυμάμαι ότι μία μέρα είχα πάνω μου 60 λεπτά. Λίγο πριν πάω στην προπόνηση, σταμάτησα στο φούρνο να πάρω ένα κουλούρι. Για καιρό, αυτό ήταν το μοναδικό που τρώγαμε μέχρι να ξεκινήσει προπόνηση. Μπροστά μου στην ουρά ήταν ένας κύριος. Ζήτησε ένα κουλούρι, αλλά είπε ότι δεν είχε χρήματα να το πληρώσει. Ο ιδιοκτήτης του φούρνου του το προσέφερε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ήρθε η σειρά μου, πήρα το κουλούρι μου και βγήκα να φάω. Εκεί τον είδα να κόβει το μισό και να το δίνει σε κάποιον άλλον. Πάντα θα υπάρχει κάτι που να σου δείξει ότι υπάρχουν και χειρότερα. Αυτή την εικόνα δεν πρόκειται ποτέ να την ξεχάσω. Θα μείνει για πάντα μαζί μου. Αυτή είναι ανθρωπιά».

Το βίωμα τον σημάδεψε. Σημάδεψε τον χαρακτήρα του και την προσωπικότητά του, ώστε να ξεκαθαρίσει μέσα του ποιος είναι ο ίδιος, ποιος θέλει να είναι ο ίδιος και τι είναι στο τέλος-τέλος το ποδόσφαιρο. Σήμερα, μπορεί να το πει ξεκάθαρα. «Το ποδόσφαιρο κρατάει λίγο, ούτε το 15% της ζωής μας. Ένας άνθρωπος μέσα στο ποδόσφαιρο πρέπει να αλλάζει προς το καλύτερο τον χαρακτήρα του, γιατί αν νομίζεις ότι παίζοντας είσαι κάποιος, μετά το τέλος της καριέρας σου δεν είσαι κανένας».

Για τον Ντιέγκο…

Οι σταθμοί στην καριέρα του έρχονταν με έναν μάλλον παράδοξο τρόπο. Το είχε πει και ο ίδιος μια φορά… Όταν λέω θα μείνω, φεύγω και όταν θέλω να φύγω, μένω. Ο χώρος του ποδοσφαίρου έμοιαζε συχνά να τον αδικεί. Στην Παναχαϊκή κατηγορήθηκε για ένα αυτογκόλ, για το οποίο έπρεπε να απολογείται και να δηλώνει «δεν ήμουν στημένος», στον Πλατανιά θα έβρισκε τον Γιώργο Παράσχο και θα έπαιρνε ευκαιρία στη Super League, για να βρεθεί μετά μπλεγμένος σε ένα τρίγωνο που ουδείς μπορεί να καταλάβει ακριβώς. Κάπου ανάμεσα στα Χανιά, στον Ολυμπιακό και στην ΑΕΛ, για να πάρει εντέλει μεταγραφή στον Πανιώνιο ως ελεύθερος. Ελάχιστες συμμετοχές, απογοήτευση, νεύρα – υπάρχει, τελικά, κάτι άλλο στο ποδόσφαιρο; Υπήρχε…

«Ήμουν στο σπίτι ενός φίλου και το βράδυ ήρθε το μήνυμα για το ενδιαφέρον της Ντινάμο. Το πρωί είχα ήδη φύγει. Ρώτησα κάποια πράγματα για την ομάδα εκείνο το βράδυ. Είχα, βέβαια, πει ήδη το ναι. Το επόμενο πρωί πήρα το αεροπλάνο για την Τουρκία, όπου η Ντινάμο έκανε το πρώτο στάδιο προετοιμασίας. Για δύο μέρες πέρασα από δοκιμαστικά, καθώς είχα καιρό να παίξω και ήθελαν να βεβαιωθούν ότι όλα είναι εντάξει. Αυτά που είδα στην προετοιμασία ήταν πραγματικά εντυπωσιακά. Το να σε ακολουθεί επιτελείο 14 ατόμων είναι κάτι που δεν είχα συνηθίσει, τουλάχιστον στις ομάδες που ανήκα στην Ελλάδα. Πάντα ήθελα να δοκιμάσω την τύχη μου στο εξωτερικό».

Το εξωτερικό κράτησε για μια σεζόν, για ένα πρωτάθλημα, για ένα σούπερ καπ, για 26 συμμετοχές και μια selfie με τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. «Όλοι ήμασταν χαρούμενοι μόλις το μάθαμε. Όταν μας επισκέφτηκε, ο κόουτς ενθουσιάστηκε πολύ. Το ίδιο και εμείς. Μερικοί δεν το πιστεύαμε. Ήρθε και μας χαιρέτησε έναν-έναν όλους τους παίκτες. Είναι μία μεγάλη προσωπικότητα. Κι αυτός ήταν πολύ χαρούμενος, που ήρθε να μας δει, αφού ήταν η πρώτη του φορά που ήταν κοντά στην ομάδα. Και ο κόσμος τον υποδέχθηκε όμορφα, οπότε κι αυτός το διασκέδασε. Έκανε αισθητή την παρουσία του. Είμαι πολύ χαρούμενος που γνώρισα τον Μαραντόνα, είναι σαν να γνωρίζεις το ίδιο το ποδόσφαιρο».

Ο αόριστος είναι, πλέον, ο πρέπον χρόνος τόσο για τον Ντιέγκο Μαραντόνα, όσο και για την πορεία του Κάργα στη Λευκορωσία. Η χώρα αποδείχθηκε λιγότερο ζεστή – κυριολεκτικά και μεταφορικά – από όσο φαινόταν στην αρχή και ο Έλληνας άσος έψαχνε ένα καταφύγιο. Τον Φεβρουάριο του 2019 θα το έβρισκε στα Γιάννινα.

Για την πόλη…

Εποχές πανδημίας, άδειο γήπεδο, ένα γκολ, ένα βλέμμα στην κάμερα, το περιβραχιόνιο του αρχηγού, τρεις λέξεις και από ποδοσφαιριστής έγινε θρύλος. Η πρώτη φορά που είχε σκοράρει στην καριέρα του με τον ΠΑΣ ήταν στο Περιστέρι. Εκείνο ήταν το προσωπικό γκολ. «Όταν είχε «φύγει» ο πατέρας μου από τη ζωή ήθελα σε κάθε παιχνίδι να πετύχω γκολ. Πάντα έλεγα θα βάλω γκολ για τον μπαμπά μου. Έτυχε εκείνη τη μέρα να παίξω σε αυτή τη θέση και ως αρχηγός και να βάλω γκολ και έτυχε συνάμα να είναι και τα γενέθλια του. Νομίζω ότι ο Θεός το κράτησε και μου το έδωσε τη στιγμή που έπρεπε».

Η επόμενη φορά που ένα του γκολ θα γινόταν θέμα ήταν στο Αγρίνιο. Ο πρώτος από τους δύο προημιτελικούς με τον Παναθηναϊκό, το γκολ που θα έδινε τη νίκη στον ΠΑΣ και ο ποδοσφαιριστής που είχε επιστρέψει στα Γιάννινα, διότι ποτέ δεν τα έβγαλε από την καρδιά του, γινόταν είδωλο. «Είμαι άνθρωπος που βγάζω πολύ τα συναισθήματα μου προς τα έξω. Το στυλ του παιχνιδιού είναι να είμαι μαχητικός και όταν είμαι καλά σε μια ομάδα, αυτό φαίνεται. Μέσα στα αποδυτήρια το συζητούσαμε να παίξουμε για την πόλη και την ομάδα, απλά το είπα εγώ που ήμουν αρχηγός και βρέθηκα εκείνη την ώρα εκεί, αλλά αυτό αντιπροσωπεύει όλη την ομάδα».

Η εξαιρετική σεζόν της ομάδας του το 2020-21, συνεχίστηκε με την εντυπωσιακή του 2021-22, η χάρη του έφτασε στο διεθνές κέντρο αθλητικών ερευνών του Νουσατέλ της Ελβετίας και στην καλύτερη ενδεκάδα της Super League, για να έρθει τώρα και το επόμενο κεφάλαιο στην καριέρα του.

Για τον ΠΑΟΚ…

Για τον Κάργα…